Η Χριστίνα Ιωακειμίδη επέστρεψε 13 χρόνια μετά το “Χάρισμα” με μία ταινία που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Νοεμβρίου στη Θεσσαλονίκη και κέρδισε πλήθος βραβείων σε Βαλκανικά Φεστιβάλ (Σεράγιεβο, Σόφια). Γιατί όμως η σκηνοθέτρια κάνει σινεμά μία δεκαετία μετά και γιατί για έναν Αύγουστο στην Αθήνα; Η μεταφορά του βιβλίου του Γιώργου Συμπάρδη στην μεγάλη οθόνη μας μεταφέρει στην καρδιά της “καυτής” πρωτεύουσας. Ο Αύγουστος για πολλούς είναι ο καλύτερος μήνας στην πόλη, καθώς αδειάζει και ηρεμεί. Σε άλλους πάλι κυριαρχεί το συναίσθημα της μελαγχολίας, της μοναξιάς, ενός ιδιαίτερου “πένθους|. Όσο παραμένουν νιώθουν εγκλωβισμένοι και σε συνδυασμό με τις θερμοκρασίες που θυμίζουν Αφρική το μίγμα γίνεται “εκρηκτικό”.
Για τη 16χρονη Ελευθερία όλα αυτά είναι μάλλον άγνωστα και θα κληθεί να τα γνωρίσει μέσα σε έναν μήνα. Έρχεται στην Αθήνα για να βοηθήσει την αδελφή της που είναι έγκυος και την ίδια περίοδο διαχειρίζεται την απώλεια της μητέρας της. Ο κύκλος της ζωής που ποτέ δε σταματάει. Σύντομα θα γνωρίσει τον Άγγελο και η καρδιά της θα “φτερουγίσει”. Μαζί θα εξερευνήσουν την Αθήνα πάνω σε μία μηχανή. Στην εποχή της γρήγορης εναλλαγής εικόνας θα περίμενε κανείς όλα όσα βλέπει η πρωταγωνίστρια να χάνονται ακαριαία. Αυτή τα καταγράφει με μοναδικό τρόπο και όταν έρχεται η ώρα τα επεξεργάζεται σε βάθος. Το διττό της ταξίδι της κυριολεκτικό και μεταφορικά την ενηλικιώνει πρόωρα.
Μέσα από τα μάτια της γνωρίζουμε κι εμείς τον κόσμο και ταξιδεύουμε πίσω στα χρόνια της δικής μας ενηλικίωσης. Στις προσωπικές μας κρυφές κι απόκρυφες διαδρομές που η χρονομηχανή δεν μας επιτρέπει να διορθώσουμε. Η Ιωακειμίδου φωτίζει την πρωταγωνίστριά της, την κάνει οδηγό και μας δείχνει με εμφατικό τρόπο πως μία έφηβη είναι ικανή να φιλτράρει, να σκεφτεί, να κρίνει κόντρα στα στερεότυπα, που θέλουν τα παιδιά σε αυτή την ηλικία δίχως πυξίδα, οξυμένη κριτική ικανότητα και συγκεκριμένους στόχους. Ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και το μεταφυσικό. Είναι έτοιμη να πετάξει, αλλά τα πόδια της παραμένουν καρφωμένα στη γη.
Αποκάλυψη η Αγγελική Μπεβεράτου δίχως αμφιβολία. Εσωτερικεύει τον χαρακτήρα που υποδύεται και του δίνει τρομερή υπόσταση. Κλειδί ώστε να ξετυλιχθεί στον μέγιστο βαθμό ο υποστηρικτικός ρόλος του Νικολάκη Ζεγκίνογλου. Οι δυο τους μας καλούν να αναλογιστούμε που βρισκόμαστε, από που ερχόμαστε και κυρίως που θέλουμε να καταλήξουμε. Σε μία εποχή που οι περισσότεροι τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν, εδώ δίνεται μία ευκαιρία για μία στάση. Η φωτογραφία του Πέτρου Νούσια και το μοντάζ του Στάμου Δημητρόπουλου αναδεικνύουν την έμπνευση και την εξαιρετική καθοδήγηση της δημιουργού που δημιουργεί ένα σύγχρονο πορτρέτο της Ελλάδας του σήμερα.
Στόχος, σκοπός η κινητοποίηση, η εγρήγορση προκειμένου να δούμε τι κρύβουμε μέσα μας, καθώς παράλληλα ξεδιπλώνεται η πλοκή. Δύσκολη διαδικασία, πολλές φορές άβολη και επίπονη. Η ανακάλυψη όμως του ίδιου μας του εαυτού βοηθάει στη βέλτιστη διαχείρισή του. Προχωράς σίγουρος κα σε καμία περίπτωση δε χρειάζεσαι μέντιουμ για να λύσουν τους γρίφους της ζωής σου. Αν όμως δεν κάνεις αυτά τα βήματα τότε είναι πιθανό να νιώσεις αδύναμος κι απεγνωσμένα πια να αναζητήσεις βοήθεια. Για να μη φτάσεις όμως σε αυτό το σημείο, αφέσου ελεύθερος και ταξίδεψε. Το “Μέντιουμ” σου δίνει το έναυσμα να δεις την αφετηρία του δρόμου.
Υποψήφιο σε πέντε κατηγορίες στα Βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου ξεκινάει σήμερα το ταξίδι του στις αίθουσες (θερινές κι όσες χειμερινές έχουν μείνει ανοιχτές). Δώστε του τον χρόνο που του πρέπει και θα δείτε πως στο τέλος της θέασης θα έχετε κάνει ένα δώρο στον ίδιο σας τον εαυτό. Ένας στοχασμός πάνω στις στιγμές που φεύγουν και την αξία να της ζήσουμε στο παρόν, καθώς στο μέλλον ως αναμνήσεις θα επιστρέφουν και θα μας στοιχειώνουν…