Σαν τραγική ειρωνεία. Μετά την επίθεση στην τελετή των Όσκαρ του 2022, ο Γουίλ Σμιθ επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη ως “κακό παιδί”. Αφετηρία το μακρινό 1995 με σκηνοθέτη τότε τον Michael Bay. Συνέχεια το 2003 και μεγάλη επιστροφή το 2020 με το “Βad Boys for Life”, με σκηνοθετικό δίδυμο πλέον τους Βέλγους Αντίλ Ελ Αρμπί και Μπιλάλ Φαλάχ, που είχε έσοδα 430.000.000 ευρώ σε παγκόσμια κλίμακα. Όπως ήταν φυσικό αυτό άνοιξε την όρεξη παραγωγών και συντελεστών και φτάσαμε στο “Ride or Die” που μοιάζει με αποχαιρετιστήριο γράμμα από τους Γουίλ Σμιθ και Μάρτιν Λόρενς προς το κοινό που τους λατρεύει.
Μάικ και Μάρκους βρίσκονται και πάλι στην πρώτη γραμμή στο γεγονότων. Η χημεία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους βγάζει τον καλύτερό τους εαυτό στη μεγάλη οθόνη. Προσπαθούν να αντιληφθούν τι έχει συμβεί με τον ανώτερό τους επιθεωρητή Χάουαρντ. Η πρώτη εικόνα ξεγελά τους δύο έμπειρους πράκτορες που πάντα κάνουν δεύτερες σκέψεις, καθώς οι εμπειρίες κι οι παραστάσεις τους δεν τους επιτρέπουν να επαναπαυτούν. Οι ανατροπές είναι διαδοχικές. Η ένταση κλιμακώνεται και η αδρεναλίνη απογειώνεται για τους λάτρεις των “κακών παιδιών” και του συγκεκριμένου είδους ταινιών. Αναμένεται μάλιστα και στους ελληνικούς θερινούς κινηματογράφους μεγάλη προσέλευση.
H δράση εκτυλίσσεται και το στοιχείο της περιπέτειας κυριαρχεί. Οι πρωταγωνιστές έχουν να διαχειριστούν παράλληλα τραύματα που καλούνται να τα θέσουν στο περιθώριο όσο εργάζονται για να ξετυλίξουν τον μίτο και να εξιχνιάσουν το μυστήριο. Είναι ένα ζήτημα τιμής για τους ίδιους στο φινάλε τους. Μοιάζει αδύνατο να μη βρουν τη λύση στον γρίφο. Ουσιαστικά αν συμβεί αυτό καταρρίπτεται ο μύθος τους στον χρόνο. Οι ανάσες γέλιου είναι απαραίτητες σε αυτή τη διαδρομή. Σαν μία μάσκα οξυγόνου που μας υποστηρίζει ανεξαρτήτως συνθηκών.
Στυλιστικά, όσον αφορά τα γραφικά, παρουσιάζεται ένα ενδιαφέρον περιβάλλον. Ο θεατής αντιμετωπίζει μία πραγματικότητα που πιθανώς έχει συνηθίσει σε video games υψηλής εμβέλειας και νιώθει οικεία. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο αποτελεί τον πλέον ελκυστικό παράγοντα για να φτάσουμε στην αίθουσα και να τους απολαύσουμε. Ειδικά μετά το comeback του 2020 αρκετοί νέοι δε θέλουν να χάσουν τη συνέχεια. Είναι αποφασισμένοι να το ζήσουν κάτω από τα αστέρια.
Ταυτόχρονα, σε κάποιους πιο απαιτητικούς και στο σύνολο των κριτικών κινηματογράφου, προκύπτει ένα αίσθημα κορεσμού. Υπάρχει η εκτίμηση πως ο κύκλος έπρεπε να κλείσει το 2020 με την ηχηρή τότε επιστροφή. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Είδαμε τον Γουίλ Σμιθ να έχει να δώσει, πιθανώς και σε μία ακόμα συνέχεια, από την άλλη όμως ο Λόρενς μοιάζει να έχει καταθέσει τη ψυχή του πάνω στο πρότζεκτ και να έχει να αδειάσει. Είναι ανθρώπινο ακόμα και σε επαγγελματίες αυτού τους βεληνεκούς.
Το σκηνοθετικό δίδυμο δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Προσπαθεί να κρύψει κάθε αδυναμία. Φαίνεται πως έχει γίνει επισταμένη δουλειά στη λεπτομέρεια. Γνωρίζουν καλά το βάρος που έχουν επωμιστεί και θέλουν να περάσουν τις εξετάσεις με άριστα. Φυσικά, οφείλουμε να γνωρίζουμε τι πάμε να παρακολουθήσουμε και να μην αναζητήσουμε φιλοσοφική εμβάθυνση. Είναι η φύση του έργου τέτοια που δεν επιδέχεται περαιτέρω σκέψης.
Ως επιμύθιο κρατώ μία ατάκα που πιθανώς να έχει χαρακτήρα αυτοκριτικής και για τον ίδιο τον Γουίλ Σμιθ. «Όλοι οι άνθρωποι κάνουμε λάθη, αυτό δε μας καθιστά απαραιτήτως κακούς ανθρώπους». Μέσα σε ένα διασκεδαστικό δίωρο αυτό είναι το πιο ουσιαστικό κομμάτι των “Βad Boys”. Η ζωή είναι ρόλοι που κάθε φορά καλούμαστε να υποστηρίξουμε. Με τις αδυναμίες του αυτό το τελευταίο ταξίδι μοιάζει ως μία ηρωική έξοδος από έναν κόσμο που αναδιαμορφώθηκε κι άλλαξε αρκετά από το 1995 που ξεκίνησε μέχρι σήμερα.