Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που μια ταινία με έκανε να κρατήσω την αναπνοή μου, να δακρύσω ή να πεταχτώ από την καρέκλα μου. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρότερη, ειδικά στα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας, που μια συναισθηματική πλημμύρα ξεχείλιζε από μέσα μου καθώς παρακολουθούσα κάποια ταινία. Πράγμα που όμως δεν εξακολουθεί να συμβαίνει. Οι περισσότερες ταινίες περνούν μπροστά από τα μάτια μου χωρίς να μου προκαλούν τις παραμικρές συνειρμικές σκέψεις και συναισθήματα και έχω παρατηρήσει ότι πλέον μέσα σε μόνο μερικούς μήνες, εβδομάδες ή ακόμη και σε λίγες ημέρες, ξεχνάω τα πάντα γι’ αυτές, εκτός ίσως από τους πρωταγωνιστές τους. Γιατί άραγε όμως συμβαίνει αυτό;

Για να καταλάβουμε τι κάνει μια κακή ταινία κακή και μια καλή ταινία καλή, το Χόλιγουντ έχει στραφεί στους γκουρού της σεναριογραφίας. Οι άνθρωποι αυτοί ισχυρίζονται ότι έχουν μετατρέψει την παναρχαία τέχνη της αφήγησης σε σκληρή επιστήμη. Με το αζημίωτο, διδάσκουν στους νέους κινηματογραφιστές πώς να γράφουν επιτυχημένα από κριτικής και εμπορικής άποψης μπλοκμπάστερ.

Ο Robert McKee, συγγραφέας του βιβλίου «Ιστορία: ουσία, δομή, στυλ και οι αρχές του σεναρίου», πρεσβεύει σθεναρά ότι κάτι «σημαντικό και συναρπαστικό» πρέπει να συμβεί από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας. Επιμένει επίσης ότι ο πρωταγωνιστής πρέπει να είναι ενεργός και όχι παθητικός: αν δεν κινείται ενεργά προς τον στόχο του, όποιος κι αν είναι αυτός, η ταινία δεν θα καταφέρει να συναρπάσει το κοινό της.

Η καλύτερη συμβουλή του Blake Snyder στο βιβλίο του «Σώστε τη γάτα! Το τελευταίο βιβλίο για το σενάριο που θα χρειαστείτε», βρίσκεται στον τίτλο. Ο Snyder πιστεύει ότι όταν οι σεναριογράφοι παρουσιάζουν τον κύριο χαρακτήρα τους, πρέπει να τονίζουν μια ιδιότητα του που το κοινό θα εκτιμήσει. Μπορεί να κάνει κάτι ηρωικό, όπως για παράδειγμα να σώσει μια γάτα, ή κάτι σχετικό, όπως να τραυλίζει όταν μιλάει στον παιδικό του έρωτα.

Αν και δεν είναι καθόλου αξιόπιστες, οι αρχές αυτές μπορούν να εφαρμοστούν στην Καζαμπλάνκα, τον Πολίτη Κέιν, το Chinatown και σε χιλιάδες άλλα κινηματογραφικά αριστουργήματα. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς τόσο ο McKee όσο και ο Snyder δεν λένε τίποτα περισσότερο από αυτά που έλεγε ο Αριστοτέλης, του οποίου η Ποιητική -μια ανάλυση της σύνθεσης των ελληνικών τραγωδιών- εισήγαγε την έννοια της δομής των τριών πράξεων πριν από δύο και πλέον χιλιετίες.

Η μάστιγα των μέτριων ταινιών

Πολλοί επιτυχημένοι κινηματογραφιστές, συμπεριλαμβανομένου του Charlie Kaufman, αντιπαθούν έντονα τους γκουρού. Στο Adaptation, μια ημι-μυθοπλαστική ταινία για τη δική του εμπειρία για το συγγραφικό μπλοκάρισμα και τις περιόδους που δεν είχε έμπνευση να γράψει, ο Kaufman παρακολουθεί ένα σεμινάριο για το σενάριο από τον Robert McKee, ελπίζοντας ότι το σεμινάριο θα τον βοηθήσει να συνεχίσει στο σενάριό του. Αντ’ αυτού, δάσκαλος και μαθητής έχουν μια έντονη συζήτηση για το τι κάνει μια καλή ταινία.

Ο Kaufman απορρίπτει την άποψη ότι οι σεναριογράφοι πρέπει να ακολουθούν ένα πρότυπο. Στον πραγματικό κόσμο, βρήκε την επιτυχία κάνοντας ταινίες που αμφισβητούν τις συμβουλές του McKee. Πιο σημαντικές από τη δομή, την πλοκή, τον χαρακτήρα ή τη σύγκρουση είναι η πρωτοτυπία και η αυθεντικότητα, υποστηρίζοντας ότι αν ένας σεναριογράφος χρησιμοποιεί μια δομή σεναρίου που υπάρχει από την ελληνική αρχαιότητα, η ταινία όχι μόνο θα είναι προβλέψιμη, αλλά και ανέντιμη.

Χειρότερες από τις κακές ταινίες -δηλαδή τις ταινίες που αποτυγχάνουν από την άποψη της βασικής αφήγησης- είναι αυτές που ο δοκιμιογράφος Evan Puschak αποκαλεί «μέτριες» ταινίες. Οι μέτριες ταινίες τσεκάρουν όλα τα κουτάκια του Story και του Σώστε τη γάτα! αλλά στερούνται δημιουργικότητας και προσωπικότητας. Δίνουν την αίσθηση ότι γράφτηκαν από κάποιο μέσο τεχνητής νοημοσύνης και ότι συναρμολογήθηκαν σε ένα εργοστάσιο, χωρίς καμία συμμετοχή από σκεπτόμενους ανθρώπους που έχουν συναισθήματα και προβληματισμούς.

Οι μέτριες ταινίες δημιουργούνται φυσικά από ανθρώπους. Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι ασχολούνται περισσότερο με την ίδια την τέχνη της αφήγησης παρά με την πραγματική ζωή. Οι καλές ταινίες, εξηγεί ο Puschak, «κάνουν τόσο οξείες παρατηρήσεις για την ανθρωπότητα που μπορούν να μας δείξουν πράγματα για τον εαυτό μας που δεν γνωρίζαμε ή να μας διδάξουν πώς να αρθρώσουμε αυτά τα πράγματα απέναντι σε ένα τεράστιο κι ακατανόητο άγχος».

Ο Puschak συνεχίζει: «Όταν οι μέτριες ταινίες παρατηρούν την ανθρώπινη εμπειρία, δεν την παρατηρούν ακριβώς μέσα από τον φακό της ανθρώπινης εμπειρίας, δεν την παρατηρούν καν από τον φακό της πραγματικής ζωής, αλλά μέσα από τον φακό άλλων ταινιών αυτών καθεαυτών». Ως αποτέλεσμα είναι αποστειρωμένα, «πολλές ταινίες που κυκλοφορούν σήμερα συναρμολογούνται από μια παράξενη και πλαστή πραγματικότητα που αποτελεί μόνο μια αμυδρή ηχώ της δικής μας».

Ο Kaufman επαναδιατυπώνει το πρόβλημα και προσφέρει μια λύση. «Πείτε ποιοι πραγματικά είστε», είπε κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας για την BAFTA. «Πείτε το με τρόπο αληθινό μέσα από δουλειά σας. Πείτε το σε κάποιον εκεί έξω – σε κάποιον που έχει χαθεί, σε κάποιον που δεν έχει γεννηθεί ακόμα, σε κάποιον θα γεννηθεί σε 500 χρόνια. Τα γραπτά σας θα είναι μια καταγραφή της εποχής σας. Δεν μπορεί παρά να είναι. Αλλά αν είστε ειλικρινής, θα βοηθήσετε αυτό το άτομο να είναι νιώθει λιγότερη μοναξιά στον αχανή κόσμο μας».

Το streaming έκανε τον κινηματογράφο καλύτερο ή χειρότερο;

Αν η δεκαετία του 2000 και οι αρχές της δεκαετίας του 2010 καθορίστηκαν από τα μεγάλα έργα του Χόλιγουντ, στα τέλη της δεκαετίας του 2010 και στις αρχές της δεκαετίας του 2020 παρατηρήθηκε μια αναγέννηση του ανεξάρτητου κινηματογράφου. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην άνοδο του streaming, των οποίων το επιχειρηματικό μοντέλο που βασίζεται στη συνδρομή, εδωσε μια πλατφόρμα σε κινηματογραφιστές που δεν θα την είχαν ποτέ στο παρελθόν.

Στην προσπάθειά του να προσελκύσει τους λάτρεις του κινηματογράφου, αλλά και να ανταγωνιστεί ψηφιακές βιβλιοθήκες όπως το Criterion Channel, το Netflix συνήθιζε να εκδίδει λευκές επιταγές σε ταλαντούχους κινηματογραφιστές. Ο Kaufman, οι αδελφοί Coen, ο Μάρτιν Σκορτσέζε, οι αδελφοί Safdie και ο Spike Lee, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς, μπόρεσαν να γυρίσουν ταινίες για τις οποίες τα αφεντικά των στούντιο του Χόλιγουντ αρνούνταν προηγουμένως να πληρώσουν.

Ως απάντηση στην πρόσφατη απώλεια συνδρομητών, ωστόσο, το Netflix λέει ότι θα σταματήσει να δίνει το πράσινο φως σε «έργα για την ματαιοδοξία» όπως η ταινία The Irishman του Σκορτσέζε που έχει δεχτεί αρνητική κριτική και θα προτιμήσει τυποποιημένα blockbusters με μεγαλύτερο προϋπολογισμό και ευρύτερη απήχηση. Βlockbuster όπως το Grey Man, με πρωταγωνιστές τους Ryan Gosling και τον Chris Evans, σκηνοθετήθηκε από τους Russos, τους ίδιους ανθρώπους που είναι υπεύθυνοι για τις ταινίες Infinity War και Endgame της Marvel. Το Disney+ και το HBO Max ακολουθούν το παράδειγμά τους. Αυτό σημαίνει ότι το streaming – που μέχρι πρόσφατα αποτελούσε μια καλλιτεχνική παιδική χαρά – θα γίνει περισσότερο σαν το σύστημα των στούντιο που αρχικά είχε ταχθεί εναντίον του. Ένα σύστημα το οποίο επέτρεπε τη δημιουργία μόνο δύο είδη ταινιών: ταινίες που πιστοποιούνταν από γκουρού, επιτυχίες δισεκατομμυρίων δολαρίων, και ταινίες με μικρό προϋπολογισμό που μπορούσε να απορροφήσει μόνο cult classics ταινίες.

Αυτά είναι κακά νέα, επειδή πολλές καλές ταινίες – από το Citizen Kane μέχρι το Adaptation- βρίσκονται κάπου στο ενδιάμεσο. Δεν είναι τεράστιες σε κλίμακα και εύρος, αλλά δεν είναι και μικροσκοπικές. Δεν απευθύνονται σε όλους, αλλά δεν απευθύνονται επίσης μόνο σε μια μικρή μειοψηφία. Μας θυμίζουν μια εποχή που οι μεγάλοι παίκτες της βιομηχανίας του κινηματογράφου έπαιρναν ρίσκα για την καλλιτεχνική αφήγηση. Αυτή η εποχή, όπως φαίνεται, έχει πλέον παρέλθει.