Έχουμε Δεκέμβριο του 1983.

Στο σινεμά παίζονται οι ταινίες “The Big Chill”, “Yentl”, “Silkwood” και “Terms of Endearment”.

Αν θέλετε να δείτε κάτι προς… δράση μεριά, μπορείτε να πάτε στο “Η Επιστροφή των Τζεντάι”, με τα Ewoks ή το “Octopussy”, με πρωταγωνιστή τον Roger Moore ως ΟΟ7 που πίνει τσάι.

Και στις αρχές του Δεκέμβρη του 1983, ακριβώς 40 χρόνια πριν, βγαίνει στις αίθουσες το “Scarface”, το οποίο περιλαμβάνει μια άκρως ανατριχιαστική σφαγή με ένα αλυσοπρίονο, την λέξη fuck να ακούγεται περισσότερες φορές από κάθε άλλη φορά σε ταινία (μέχρι τότε) και τεράστια βουνά κοκαΐνης στα τραπέζια.

Η ταινία που λατρεύουν τόσο οι gangsta rappers όσο και οι λάτρεις του Al Pacino, το Scarface αποτελεί ένα κινηματογραφικό παράδοξο καθώς στην εποχή της «θάφτηκε» από τους κριτικούς (αλλά αποθεώθηκε από το κοινό), ενώ σήμερα έχει καλά κατοχυρωμένη την θέση της στην ποπ κουλτούρα του 20ου αιώνα, κυρίως λόγω της διαρκούς απήχησής της ως προς την διαχρονική (μονο)θεματικότητά της: «στις ΗΠΑ, πρέπει πρώτα να βγάλεις πολλά χρήματα. Μετά, τα υπόλοιπα έπονται».

Ή έρπονται (σαν φίδια κολοβά που ντιλάρουν ναρκωτικά), αναλόγως του πώς θα το δει κανείς.

Σε σκηνοθεσία του Brian De Palma και σενάριο του Oliver Stone, το Scarface ουσιαστικά καταγράφει την (μετεωρική) άνοδο και την (εξίσου απότομη και θεαματική) πτώση του Tony Montana, ενός νεαρού Κουβανού μετανάστη που θέλει να ζήσει μια ελαφρώς… διαστρεβλωμένη εκδοχή του αμερικανικού ονείρου, η οποία περιστρέφεται γύρω από το δίπολο «όπλα και ναρκωτικά».

Ένα πράγμα για το οποίο δεν θα μπορούσατε ποτέ να κατηγορήσετε το «Σημαδεμένο» πρόσωπο είναι ότι είναι… μινιμάλ: όλα στην ταινία είναι larger than life, τεράστια, αχανή ή υπερβολικά δοσμένα: ο καταυλισμός προσφύγων είναι… κολασμένος, τα βρισίδια πέφτουν βροχή, το αίμα τρέχει ποτάμι, η μουσική του Τζόρτζιο Μορόντερ είναι «πιο ’80s πεθαίνεις», τα ρούχα των πρωταγωνιστών είναι απολύτως φανταχτερά και η τελική σεκάνς είναι ένα τόσο εξωφρενικό όργιο θορύβου και βίας που κινδυνεύει να επισκιάσει όλα όσα προηγούνται.

Είναι δύσκολο να αποδώσει κανείς την αριστοτεχνία του «Σημαδεμένου», μια ταινία που χρησιμεύει ως μια ενδιαφέρουσα άποψη ή υπενθύμιση ως προς το μυαλό του απλού ή μέσου ανθρώπου.

Είναι η ένοχη απόλαυση και ευχαρίστησή μας να συνεχίσουμε να την παρακολουθούμε και σχεδόν να επευφημούμε την άνοδο του Τόνι Μοντάνα μέσα στην προσωπική του αυτοκρατορία των ναρκωτικών, και όχι, αυτό δεν μας κάνει δήθεν απαίσιους ή άσπλαχνους ή ξέρω’ γω κακούς ως χαρακτήρες.

Σημαίνει ότι είμαστε άνθρωποι που ένα κομμάτι μας που θέλει να δει το που ακριβώς φτάνει το μέγεθος της φιλοδοξίας του Τόνι. Και η ταινία όχι μόνο το γνωρίζει αυτό, αλλά επιπλέον «παίζει» άψογα με αυτό το γεγονός, δίνοντας στον επίδοξο θεατή της ένα μάθημα σχετικά με το πόσο γρήγορα όλα μπορούν να καταρρεύσουν και το πόσο δύσκολο είναι όχι να φτάσεις στην κορυφή, αλλά να παραμείνεις γαντζωμένος σε αυτήν.

Κια αυτό επειδή ενδεχομένως να ταυτιζόμαστε με τον φτωχοδιάβολο Τόνι, που όταν τον πρωτοσυναντάμε την περίοδο του Mariel Boatlift το 1980, η Κούβα του Φιντέλ Κάστρο στέλνει καραβιές με εγκληματίες και αθώους στις ΗΠΑ.

Ο Τόνι είναι ένα απλό πιόνι στο παιχνίδι της εξωτερικής πολιτικής δύο εθνών, αλλά έχει φιλοδοξίες μεγαλύτερες από το να είναι μια απλή μαριονέτα. Στην πρώτη σκηνή, όταν τον ανακρίνει η αστυνομία μετανάστευσης της Φλόριντα, βλέπουμε έναν Μοντάνα που μας δείχνει το πόσο απεχθάνεται όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να τον ελέγξουν και το τι μπορεί να πει ή να σκεφτεί.

Αυτό είναι που μας κάνει να υποστηρίζουμε τον Μοντάνα και αυτή είναι εντέλει η διαφορά μεταξύ ενός απλού ανθρώπου και του Τόνι: η ατέρμονη και υπέρμετρη φιλοδοξία του και το ότι αυτός είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για να αποκτήσει αυτό που θέλει.

Ο Μοντάνα αντιπροσωπεύει μια φαντασίωση που όλοι μας είχαμε κάποια στιγμή στη ζωή μας, όσο ανόητη και αφελής και αν ήταν: την άνοδό μας σε μια θέση εξουσίας ως μια πράξη επανάσταση ενάντια στην βαρετή ζωή, τις καθημερινές κουραστικές μετακινήσεις μας προς και από τη δουλειά, την αναμονή στην ουρά του ΙΚΑ.

Ο Τόνι είναι η ένοχη φαντασίωσή μας να μπορείς να έχεις ό,τι θέλεις μέσα σε μια και μόνη στιγμή. Ο Τόνι αποτελεί την ανθρώπινη ενσάρκωση του περίφημου esprit de l’ escalier που εμείς δεν είχαμε μέσα μας ποτέ μας: το «πνεύμα της σκάλας» που μας κάνει να αναλογιζόμαστε, τι θα γινόταν αν, από το πουθενά, ορθώναμε το ανάστημά μας απέναντι σε όλην αυτήν την σαχλαμάρα που ανεχόμαστε καθημερινά.

Όλοι έχουμε εκείνες τις στιγμές που θα μπορούσαμε να πούμε κάτι, να κάνουμε κάτι. Σκεφτόμαστε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, αλλά επιλέγουμε να μείνουμε στη θέση μας, να παραμείνουμε σιωπηλοί.

Ο Μοντάνα όμως δεν παραμένει σιωπηλός: κάνει αυτό που νομίζει ότι πρέπει να κάνει, την στιγμή που θέλει να το κάνει. Το κατά πόσο θα δικαιωθεί εκ των υστέρων, ποσώς τον ενδιαφέρει.

Ένα από τα επαναλαμβανόμενα μηνύματα που βλέπουμε σε όλη την ταινία είναι η ατάκα “Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΑΣ”. Είναι σαν η ταινία να λέει στο κοινό, διαμέσου του Μοντάνα ότι: «Κοιτάξτε τι μπορείτε να έχετε, αρκεί να έχετε τα κοχόνες και την φιλοδοξία του Τόνι, να αρπάξετε την ευκαιρία και να το αποκτήσετε».

Ο Μοντάνα φυσικά δεν είναι, τουλάχιστον στην αρχή, ένα ανθρώπινο τέρας.Δεν είναι ο αρχετυπικός «κακός», αλλά ένας κλασικός αντιήρωας σαιξπηρικών προδιαγραφών.

Θέλει να βελτιώσει την ζωή της οικογένειάς του. Θέλει να δει τη μητέρα του να σταματά να δουλεύει σε κάποιο εργοστάσιο και θέλει να δει τη μικρή του αδελφή, την Τζίνα (Mary Elizabeth Mastrantonio), να μένει μακριά από τον κόσμο των ναρκωτικών, του σεξ και της βίας που ο ίδιος διαιωνίζει με την ζωή και τις πράξεις του.

Ενώ σχεδιάζει να ανατινάξει το αυτοκίνητο ενός πολιτικού προσώπου, αρνείται να σκοτώσει τη γυναίκα και τις δύο κόρες του τύπου. Ακόμα και αυτούς που δέχονται να το κάνουν αυτό, τους αποκαλεί «κατσαρίδες».

Ο Μοντάνα απορεί διαρκώς με το γεγονός ότι μας αρέσει τόσο πολύ να κρίνουμε τους ανθρώπους, σαν εμείς οι ίδιοι να είμαστε άγιοι, απαλλαγμένοι από ελαττώματα -αλλά πότε ήταν η τελευταία φορά που κοιτάξαμε τον εαυτό μας στον καθρέπτη και κάναμε την (αυτο)κριτική μας;

Το επιμύθιο της ταινίας είναι πάνω κάτω το εξής: Το να λέμε ψέματα για να φαινόμαστε πιο καλοί ή πιο ιδανικοί στους άλλους είναι πολύ πιο εύκολο από το να «σμιλεύουμε» διαρκώς τον εαυτό μας σε ολοένα και καλύτερους ανθρώπους.

Ο Μοντάνα – ή, έστω, αυτό που ενσαρκώνει – είναι πολύ πιο κοντά μας, ως χαρακτήρας, απ’ ό,τι νομίζουμε γιατί τους «πιάνει» όλους, αμαρτωλούς και αγίους, και μας βάζει κάτω από το μισκροσκόπιο του εαυτού μας για να κρίνουμε τον πραγματικό μας εαυτό.

Και η ίδια η άνοδος και η πτώση του Τόνι Μοντάνα έχει μια σαφή και ξεκάθαρη σαιξπηρική επιρροή.

Ο Μοντάνα βρίσκεται στο μεταίχμιο κάπου μεταξύ του Μάκβεθ και του βασιλιά Ριχάρδου Γ. Οι φιλοδοξίες του Μάκβεθ μοιάζουν με αυτές του Τόνι. Και αυτός, επίσης, αντιμετωπίζει την παράνοια και εκθρονίζει έναν βαρόνο ναρκωτικών που μοιάζει με βασιλιά.

Όπως και, αντίστοιχα, η πτώση του θυμίζει το τέλος του Βασιλιά Ριχάρδου Γ’, ο οποίος στοιχειώνεται από τους φόνους που έχει διαπράξει. Απομακρύνοντας ολοένα και μακρύτερά του τους φίλους και την οικογένειά του, καταλήγει να είναι ένα άσχημο, «σπασμένο», ζαβλακωμένο και «κουτσό» από ηθική, ανθρώπινο σώμα.

Η καλύτερη σκηνή σε ολόκληρη την ταινία, ωστόσο, δεν είναι η τελική ανταλλαγή των πυροβολισμών, αλλά η σκηνή του δείπνου όπου η Elvira εγκαταλείπει τον Tony στο πολυτελές εστιατόριο. Ήταν, από την αρχή, δύο διαλυμένοι άνθρωποι σε έναν γάμο που εξαρχής θα αποτύγχανε. Ο Τόνι έβλεπε την Ελβίρα μόνο ως «τρόπαιο», ως μια trophy-wife που έπρεπε να αποκτήσει, να κάνει τα παιδιά του και να μην εξυπηρετεί κανέναν άλλο σκοπό στη ζωή της.

Η Ελβίρα ήταν ήδη η ίδια σε έναν διαλυμένο γάμο, οπότε από τον έναν βαρετό ναρκομανή στον άλλον, κυνηγώντας την κόκα και την ηδονή, ερωτεύτηκε τον Τόνι. Όταν ο Τόνι αποκαλύπτει στον Μάνι και στο κοινό ότι η Ελβίρα είναι στείρα, εξαιτίας των συνεχών ναρκωτικών που καταναλώνει συνεχώς, καθιστώντας την άχρηστη γι’ αυτόν, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον Τόνι να συνεχίσει να είναι με την Ελβίρα. Αφού ο Τόνι τής έχει επιτεθεί σωματικά και λεκτικά, στη συνέχεια δίνει έναν εκπληκτικό μονόλογο στους παρευρισκόμενους γύρω του.

Κάποιοι θεωρούν την ταινία ως υπερεκτιμημένη.

Άλλοι πάλι την έχουν στη λίστα με τις αγαπημένες τους ταινίες. Όπως και να έχει, ο «Σημαδεμένος» παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο επιτυχημένα φιλμ όλων των εποχών.

Και αν κρίνουμε την αξία μιας ταινίας από την επιρροή της, τότε ο «Σημαδεμένος» είναι μαζί με τις καλύτερες από αυτές.

Κινηματογράφος, τηλεόραση, βιντεοπαιχνίδια, μουσική – τα pop culture «δακτυλικά αποτυπώματα» του «Σημαδεμένου» είναι παντού γύρω μας.

12 πράγματα που αξίζει να γνωρίζετε για το Scarface

1. O Oliver Stone έγραψε το σενάριο της ταινίας κατά τη διάρκεια της απεξάρτησής του από την κοκαΐνη.

2. Ο Pacino είναι φαν της ομώνυμης ταινίας του 1932 του Howard Hawks, που ήταν βασισμένη στη ζωή του Al Capone και αυτός ήταν που πρότεινε στον Oliver Stone την ιδέα του ριμέικ.

3. H Michelle Pfeiffer ήθελε να παίξει άψογα τον ρόλο της εθισμένης στην κόκα Ελβίρας, οπότε καθόλη τη διάρκεια των γυρισμάτων έτρωγε μόνο τοματόσουπα προκειμένου να χάνει κιλά.

4. Το ρόλο του Tony Montana αρχικά ήταν να τον πάρει ο Robert De Niro, αλλά τον απέρριψε την τελευταία στιγμή.

5. Σε αντίθεση με αυτό που πιστεύεται, η θρυλική ατάκα “Say hello to my little friend” ήταν από την αρχή στο σενάριο και δεν αποτελεί ad lib αυτοσχεδιασμό του Pacino.

6. Ακούγεται μόλις 226 φορές η λέξη “fuck”, ενώ το death toll της ταινίας είναι 42 άνθρωποι.

7. Η κοκαΐνη της ταινίας είναι αποξηραμένο γάλα, αν και θρυλείται ότι υπήρχε στο σετ και αρκετή κόκα, αλλά στα κρυφά από τον Stone. Στη συλλεκτική έκδοση του DVD της ταινίας με σχολιασμό του ίδιου του De Palma, όταν του έγινε μια σχετική ερώτηση, απέφυγε ευσχήμως να απαντήσει.

8. Υπάρχει μια σκηνή της ταινίας που έχει σκηνοθετήσει ο Steven Spielberg, κατόπιν άδειας του ίδιου του Ντε Πάλμα.

9. Ένας από τους πιο φανατικούς της ταινίας ήταν και ο ιρακινός δικτάτορας Saddam Hussein, ο οποίος είχε ονομάσει την εταιρεία του Tony Montana Enterprises.

10. Η λέξη «σημαδεμένος» αναφέρεται μόλις μια φορά στην ταινία -και αυτή στα ισπανικά, ούτε καν στα αγγλικά.

11. Η αρχική σκηνή με το αλυσοπρίονο θεωρήθηκε πολύ σκληρή για να συμπεριληφθεί στην επίσημη βερσιόν γιατί περιελάμβανε ένα εξαιρετικά αιματοβαμμένο πλάνο με ένα κομμένο χέρι.

12. Το βιντεοπαιχνίδι Grand Theft Auto Vice City ουσιαστικά είναι μια βίντεο-διασκευή του Scarface, καθώς το σκηνικό του παιχνιδιού είναι σχεδόν πανομοιότυπο με εκείνο της ταινίας.