Πρόκειται για μία ταινία που είχα την τύχη να παρακολουθήσω στην μεγάλη οθόνη στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Ο Αλεξάντρου Μπελκ στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, που του έδωσε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα στις Κάννες, επιβεβαιώνει την άνοδο του νέου ρεύματος του ρουμανικού κινηματογράφου και θέτει τον πήχη ψηλά προκειμένου να γίνει ένας από τους κύριους εκφραστές του στο μέλλον. Έχοντας δουλέψει στο πλευρό των Κορνέλιου Πορουμπόιου και Κριστιάν Μουντζίου, δημιουργεί το πρώτο του μεγάλου μήκους έργο με έντονα ντοκιμαντεριστικά στοιχεία.

Μεταφερόμαστε στα πρώτα έτη μετά το 1970. Ένα νεαρό ζευγάρι εφήβων ετοιμάζεται να χωριστεί. Ο έρωτας τους δεν είναι αρκετός για να τους κρατήσει μαζί. Το καθεστώς δεν αφήνει περιθώριο επιλογών. Ο δρόμος για τη Δύση μοιάζει μοναδική επιλογή. Τελευταία πράξη πριν τον οριστικό χωρισμό, ένα πάρτυ. Οι μαθητές προσπαθούν να νιώσουν ελεύθεροι. Βρίσκουν τον δρόμο στο Ράδιο Μέτρονομ, που εκπέμπει παράνομα. Είναι το Ράδιο Ελεύθερη Ευρώπη. Ακούν ποπ μουσική, χορεύουν, πιστεύουν σε έναν κόσμο οικουμενικό και ονειρεύονται την ειρήνη. Είναι παιδιά. Δεν έχουν να κερδίσουν κάτι από όσα γίνονται γύρω τους, όμως δεν έχουν δηλητηριαστεί ακόμα από μία εξουσία που διαβρώνει και σε μετατρέπει σε γρανάζι της. Συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις οι νέοι, οι φοιτητές, οι σπουδαστές είναι ο χειρότερος «εχθρός» για όσους κινούν τα νήματα.

Ο σκηνοθέτης εγκλωβίζει τους πρωταγωνιστές του σε κλειστό χώρο και ταυτόχρονα τους απελευθερώνει από τα πρέπει σε ένα οξύμωρο σχήμα. Τους δίνει το δικαίωμα για λίγα λεπτά να μιλήσουν τη γλώσσα τους σώματος. Αφήνει τα κορμιά να επικοινωνήσουν. Σκοτεινιάζει, θολώνει το φόντο και παίζει με την έννοια της ελπίδας. Ο θεατής είτε μυημένος στον βαλκανικό κινηματογράφο, είτε για πρώτη φορά αντιμέτωπος με αυτό το σινεμά βρίσκει ενδιαφέρον. Άλλοι θα ευαισθητοποιηθούν με το love story, άλλοι με το βαθύ κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, άλλοι με τις τεχνικές που επιλέγει ο Μπελκ για να περάσει το μήνυμά του και να γίνει εύληπτο.

Το πρώτο μέρος παρουσιάζει τις πτυχές μίας «επανάστασης» που δεν μπορεί να πάρει σάρκα κι οστά. Θέλουν, αλλά δεν μπορούν οι άνθρωποι να υψώσουν το ανάστημά τους. Δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες, γι΄αυτό κι αρκετοί μετατρέπονται σε πολιτικούς μετανάστες. Η Μάρα Μπουγκάριν αποτελεί αποκάλυψη και στο πρόσωπο της φαίνεται η μεγάλη ρωγμή στη ψυχή όσων προσπαθούν να πατήσουν στα πόδια τους, αλλά βρίσκουν την κινούμενη άμμο να τους τραβάει προς τα κάτω ξανά και ξανά. Η επέμβαση της αστυνομίας αποτελεί το σημείο μηδέν, το σημείο τομής που χωρίζει στα δύο το ξεδίπλωμα της πλοκής. Το σκηνικό αλλάζει. Οι ενήλικες εισέρχονται στο κυρίαρχο φόντο.

Είναι εμφατική η αντανάκλαση του μηχανισμού του Τσαουσέσκου στις ζωές των ανθρώπων. Μία κοινωνία χαμηλών προσδοκιών που προσπαθεί να συμβιβαστεί με την μοίρα της. Κουβαλά ακόμα τα τραύματα του παρελθόντος και του πολέμου. Αδυνατεί να δει μπροστά και να αναζητήσει το φως. Μοιραία η σύγκρουση των γενεών φέρνει αλλεπάλληλες εκρήξεις. Ουδείς μπορεί να αντιληφθεί τον άλλον κι έτσι οδηγούμαστε από ζωώδη ένστικτα, καθώς η λογική υποβαθμίζεται όσο η αξία του διαλόγου υποχωρεί και κυριαρχούν τα συναισθήματα.

Ο ρουμανικός κινηματογράφος σίγουρα δεν μπορεί να χτυπήσει τα νούμερα και να έχει την απήχηση της “Barbie” και του “Oppenheimer”, πιθανώς να μη φτάσει ούτε την “Ανατομία μίας Πτώσης” σε εισιτήρια. Είναι όμως σινεμά της γειτονιάς μας. Δομικά αγγίζει τη δική μας καθημερινότητα και πιθανώς ενεργοποιεί ένα κοινό που κάνει συγκρίσεις. Η επώδυνη εποχή που περιγράφει ίσως έχει «κουράσει» αρκετούς σινεφίλ, ωστόσο η ιστορία αγάπης που αναδύεται μέσα από το σκοτάδι, αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας κόντρα σε κάθε μορφής καταπίεση. Αυτό είναι το μεγάλο διακύβευμα για τον Μπελκ και το επιμύθιο της μεγάλης του προσπάθειας που τον έκανε να βραβευτεί στις Κάννες.