Μετά την εξαιρετική «Αποφοίτηση» και με το «4 μήνες, 3εβδομάδες, 2 ημέρες» να έχει σημαδέψει για πάντα την καριέρα του, καθώς του έδωσε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, ο σπουδαίος Ρουμάνος σκηνοθέτης επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη με μία ακόμα ιστορία που αφορά την πατρίδα του. Το R.M.N. παραπέμπει στο Ro.Ma.Nia. Οι τελείες του δηλώνουν την απόσταση που δημιουργείται μεταξύ των ανθρώπων στην εποχή μας. Παράλληλα όμως στην περιοχή (Τρανσυλβανία πολύ κοντά στην Ουγγαρία) που εκτυλίσσονται τα γεγονότα το R.M.N έρχεται να αντικαταστήσει το N.M.R του μαγνητικού τομογράφου. Έτσι είναι φανερό ήδη από τον τίτλο πως ο Μουντζίου έχει σκοπό να μπει στα άδυτα της κοινωνίας, δημιουργώντας ένα ενδελεχές ψυχογράφημα των πρωταγωνιστών του.
Ο Ματίας επιστρέφει από τη Γερμανία, στην οποία είχε πάει για δουλειά. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν και ετοιμάζεται η σχολική γιορτή. Ο μικρός γιος του έχει κλονιστεί βαθιά και ο πατέρας θεωρεί πως γνωρίζει τον δρόμο για να ξορκίσει τους φόβους του. Η μητέρα χαμηλών τόνων προσπαθεί να δώσει αίσθηση ασφάλειας στο παιδί. Σε μία πατριαρχική κοινωνία όμως μετράει όμως ο γιος να «μη γίνει αδερφή», ακόμα κι αν το πλέξιμο μπορεί να τον ηρεμεί και να λυτρώνει τη ψυχή και τα τραύματά της. Η ευαισθησία από την μία και ο «τεχνητός ανδρισμός» από την άλλη, που εξισώσει τους άνδρες με τα άγρια ζώα. Η αλληγορία και οι συμβολισμοί αγγίζουν από την παράδοση μέχρι την εκκλησία και την πολιτική.
Σε μία βαθιά συντηρητική κοινωνία δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για τρίτους. Από την κριτική των πολιτών δε ξεφεύγει η «Δύση» και οι πρακτικές της που φτωχοποίησαν την κοινότητά τους με τις πρακτικές και τις αποφάσεις τους, αλλά ως εξιλαστήρια θύματα βλέπουν τρεις εργάτες από τη Σρι Λάνκα, που έρχονται να εργαστούν με τον κατώτατο μισθό για να μην τους λείψει το ψωμί καμία ημέρα. Το πνεύμα του λόγου του Θεού πηγαίνει περίπατο («μπορούν να είναι παιδιά του Θεού στη χώρα τους») και απαιτούν τη θυσία των κατατρεγμένων για να επιστρέψει η ομαλότητα στην καθημερινότητά τους.
Η πιο ενδιαφέρουσα προσωπικότητα που δημιουργεί ο σκηνοθέτης είναι η Σίλα. Μία κοπέλα που εργάζεται ως διευθύντρια στο εργοστάσιο παραγωγής άρτου. Στον ελεύθερό της χρόνο ακούει κλασική μουσική και παίζει κάτι μεταξύ βιόλας και κόντρα μπάσο. Οι ορίζοντές της είναι ανοιχτοί και συνεχώς εμφανίζεται υποστηρικτική προς τους αδυνάτους, έχοντας νικήσει πρώτα μέσα της τον ρατσισμό και τη ξενοφοβία. Ο τόπος που μένει να αποκαλύψει τα μυστικά του κι αυτό συμβαίνει όσο προχωράμε προς το φινάλε είναι το δάσος. Εκεί θα γίνει η τελική αποκάλυψη και ένα μικρό θαύμα («Σ΄αγαπώ μπαμπά»).
Συνδετικός κρίκος των ιστοριών είναι ο Ματίας. Γύρω του ο Μουντζίου οικοδομεί το τοπικό σύμπαν. Δεν είναι ευχάριστο, αλλά δεν το κρίνει. Αφήνει στον θεατή τον τελευταίο λόγο κι ειδικά αν αυτός είναι Έλληνας θα βρει αρκετούς λόγους να ταυτιστεί με κάποιον από τους ρόλους που βλέπουμε σε αυτήν την μικρή κοινότητα. Μία μικρογραφία μίας Ρουμανίας, που όσο πηγαίνεις προς την ύπαιθρο και την περιφέρεια αντιλαμβάνεσαι πόσο λάθος έχει αντιληφθεί τις εξελίξεις και τις συνέπειές τους ο ανθρώπινος παράγοντας.