Πέρασαν ανεπιστρεπτί οι εποχές που όλοι είχαν δει και συζητούσαν τις ταινίες των Όσκαρ, περιμένοντας με αγωνία τους σταρ στο κόκκινο χαλί και τους ευχαριστήριους λόγους των νικητών της πιο λαμπερής βραδιάς της βιομηχανίας. Τώρα πια στα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου καθρεφτίζεται η νέα εποχή στον τρόπο που βλέπουμε, αλλά κυρίως αντιλαμβανόμαστε το σινεμά. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.

Δεν φταίει η πανδημία.

Ούτε ο πόλεμος που, ως άλλο μαζικό «θέαμα», επηρεάζει ήδη τις δυναμικές στην παγκόσμια οικονομία και άρα και τους μηχανισμούς με τους οποίους ορίζεται κάθε φορά από την αρχή η πολύπαθη έννοια του entertainment.

Και σίγουρα δεν φταίει ότι «οι ταινίες είναι πιο μικρές», σε μια επί ματαίω, τα τελευταία χρόνια, κατά-χρήση της θρυλικής ατάκας της Γκλόρια Σουάνσον («Δεν είμαι εγώ που μεγάλωσα! Είναι οι ταινίες που μίκρυναν») πίσω στο 1950, από τη «Λεωφόρο της Δύσης» του Μπίλι Γουάιλντερ.

Τα Όσκαρ είχαν σταματήσει να ενδιαφέρουν, με τον τρόπο που το έκαναν κάποτε, πολύ πριν κατηγορηθούν ως #sowhite, πολύ πριν μπουν στην τροχιά της συμπεριληπτικότητας, πολύ πριν αυξηθούν τα μέλη της Ακαδημίας με μέτρο τις ποσοστώσεις για ίσες ευκαιρίες όλων απέναντι στο θε(σμ)ό, πολύ πριν ξεκινήσει ο άλλος πόλεμος – αυτός ανάμεσα στις πλατφόρμες και τις αίθουσες και, χωρίς καμία αμφιβολία, πολύ πριν ο Γουόρεν Μπίτι και η Φέι Ντάναγουεϊ ανακοινώσουν λάθος ταινία για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, πίσω στο 2017, μπερδεύοντας το «La La Land» του Ντέιμιαν Σαζέλ με το «Moonlight» του Μπάρι Τζένκινς.

Μοιάζει πραγματικά πολύ μακρινή η εποχή όπου οι ταινίες που πρωταγωνιστούσαν στα Όσκαρ ήταν «οι ταινίες της χρονιάς», bigger than life (and cinema) υπερπαραγωγές όπως ο «Λόρενς της Αραβίας» του Ντέιβιντ Λιν ή ο «Γκάντι» του Ρίτσαρντ Ατένμπορο ή και μικρότερες σε «μέγεθος» αλλά σαρωτικές για το μαζικό θυμικό ταινίες όπως οι «Σχέσεις Στοργής» του Τζέιμς Λ. Μπρουκς ή το «Κράμερ εναντίον Κράμερ» του Ρόμπερτ Μπέντον, ταινίες που όλοι είχαν δει και όλοι συζητούσαν, ταινίες που έκαναν εισιτήρια στις αίθουσες και ταινίες που με τη σφραγίδα του Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας έμεναν -έστω και μόνο γι’ αυτό- στην Ιστορία.

«Ευτυχώς», θα έλεγε κάποιος, γιατί αυτό σημαίνει ότι τα Όσκαρ δεν αφορούν πλέον μόνο χολιγουντιανές παραγωγές με εύκολη πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά και άρα εξασφαλισμένες πιθανότητες μαζικής επιτυχίας, αλλά, μέσα στα χρόνια, βρήκαν χώρο για ανεξάρτητες ταινίες που δεν φτιάχνονται με τη συνταγή των μεγάλων στούντιο, για ταινίες από το σινεμά του κόσμου (με έμφαση στην Ασία), για ταινίες που μιλούν μια νέα γλώσσα. Ταινίες, τελικά, που δεν είναι πια «οσκαρικές», τουλάχιστον με τον συνθηματικό τρόπο που επί σειρά ετών δεν θα ήταν παράλογο να είχες πιστέψει ότι η «οσκαρική ταινία» είναι ένα κινηματογραφικό είδος, όπως είναι το φιλμ νουάρ ή το θρίλερ ή η ρομαντική κομεντί.

Τώρα πια «οσκαρικά» είναι τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο, «οσκαρική» είναι η μουσική του Τζόνι Γκρίνγουντ, «οσκαρικός» είναι ο Γουές Άντερσον, «οσκαρική» είναι η Κρίστεν Στιούαρτ, «οσκαρικός» είναι και ο Ιάπωνας Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι με το «Drive my Car», την τρίωρη διασκευή ενός διηγήματος του Χαρούκι Μουρακάμι που έχει φέτος τέσσερις βασικές υποψηφιότητες, ανάμεσα στις οποίες και για Καλύτερη Ταινία, ενώ σε άλλες εποχές δεν θα είχε καν προταθεί για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης – τώρα πια Διεθνούς, ως σημάδι κι αυτό των καιρών – Ταινίας.

Η αγωνία του Χόλιγουντ να κρατήσει αλώβητη από τις απανταχού διαβρωτικές νέες συνήθειες την πιο λαμπερή τελετή του, εμπόδισε τα Όσκαρ, συνολικά ως «ιδέα», να γίνουν ο διάφανος καθρέφτης της βιομηχανίας, των αλλαγών της και της αναγκαστικής εξέλιξης της.

«Οσκαρικές» είναι πλέον και ταινίες που δεν βγαίνουν πια στις αίθουσες – όπως το «CODA» της Σαν Χέντερ που αποτελεί κι ένα από τα φαβορί για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και εκτός από ένα μικρό πέρασμα στα σινεμά παίζεται στο Apple TV+ ή το «Being the Ricardos» του Άαρον Σόρκιν με την Νικόλ Κίντμαν και τον Χαβιέ Μπαρδέμ που έκανε πρεμιέρα στο Amazon Prime. «Οσκαρικές» είναι οι ταινίες που χρηματοδοτεί το Netflix και που παρά τις σθεναρές αντιστάσεις της πιο αρτηριοσκληρωτικής πλευράς της βιομηχανίας, είναι τα τελευταία χρόνια πρωταγωνίστριες των βραβείων (βλ. «Ρομά» του Αλφόνσο Κουαρόν, «Mank» του Ντείβιντ Φίντσερ) και ειδικά φέτος, τόσο με το «Μην Κοιτάτε Πάνω» του Άνταμ ΜακΚει όσο φυσικά με την «Εξουσία του Σκύλου» της Τζέιν Κάμπιον, φαβορί για να σαρώσουν. «Οσκαρικές» είναι και οι ταινίες που βγαίνουν ταυτόχρονα σε αίθουσες και πλατφόρμες (και θα συνεχίσουν να το κάνουν και χωρίς τη δικαιολογία της πανδημίας που το επέβαλε), όπως το «Dune» του Ντενί Βιλνέβ.

Μήπως για πρώτη φορά, με αφορμή αυτά τα πρόσφορα για πολλαπλές αναθεωρήσεις χρόνια της πανδημίας, τα Όσκαρ κατάφεραν επιτέλους να γίνουν η αντανάκλαση ενός νέου κόσμου που αντιλαμβάνεται το σινεμά ως κάτι μεγαλύτερο από το Χόλιγουντ, κάτι λιγότερο συγκεκριμένο από το ποιες ταινίες βγαίνουν στις αίθουσες κάθε εβδομάδα, μιας νέας γενιάς θεατών που μαθαίνει διαρκώς σε νέους τρόπους αφήγησης έχοντας υπερκαταναλώσει ώρες και σεζόν τηλεοπτικών σειρών, μια γενιάς που θα δει τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο στο σπίτι του στο Netflix αλλά θα πάει στο σινεμά να δει και το «Dune» και που έχει αποφασίσει να νοιάζεται για τα Όσκαρ μόνο όταν κι αυτά νοιάζονται για την… πραγματικότητα (της);

Και αν συμβαίνει αυτό, γιατί τα Όσκαρ χάνουν την αίγλη τους χρόνο με το χρόνο, βλέπουν την τηλεθέαση της μεγάλης βραδιάς τους να πέφτει πιο γρήγορα και από το hashtag #TheOscars στα trending topic του twitter και, μάλλον μεγαλύτερη μερίδα κόσμου από αυτή που νομίζουμε θα τα ήθελε να μην έχουν λοξοδρομήσει ποτέ και να παραμείνουν εις τον αιώνα των αιώνων πιστά στο μεγάλο, λαμπερό, #τοσολευκο σινεμά που έφτιαξε το μύθο τους;

Mέσα στα χρόνια, η αγωνία του Χόλιγουντ να κρατήσει αλώβητη από τις απανταχού διαβρωτικές νέες συνήθειες την πιο λαμπερή τελετή του, εμπόδισε τα Όσκαρ, συνολικά ως «ιδέα», να γίνουν ο διάφανος καθρέφτης της βιομηχανίας, των αλλαγών της και της αναγκαστικής εξέλιξης της. Νέα ρεύματα, νέες φωνές και νέα πρόσωπα τρύπωσαν πολλές φορές μέσα στις υποψηφιότητες και τα βραβεία, όπως όμως συνέβαινε σχεδόν από τα πρώτα χρόνια του θεσμού.

Περισσότερο, τελικά, καθρέφτης της σύγχυσης του σώματος της Ακαδημίας μπροστά στο τι είναι σε κάθε εποχή το «οσκαρικό» σινεμά, τα Όσκαρ  βράβευσαν το 1968 το «Oliver!» και το 1969 τον «ακατάλληλο για ανηλίκους» τότε «Κουμπόι του Μεσονυχτίου», το 1989 τον «Σοφέρ της Κυρίας Ντέιζι» και το 1991 τη «Σιωπή των Αμνών», το 2016 το «Moonlight» του Μπάρι Τζένκινς και το 2018 το «Πράσινο Βιβλίο». Λίγα παραδείγματα εκ διαμέτρου αντικρουόμενων επιλογών που μαρτυρούν, από τη μία τη διαχρονική προσπάθεια αποκόλλησης της Ακαδημίας από τα κριτήρια του παρελθόντος και από την άλλη τη σθεναρή αντίσταση της απέναντι στις μεγάλες αλλαγές που το Χόλιγουντ κοιτάζει εκ των προτέρων με τρόμο.

Αν και όχι με περισσότερο τρόμο από αυτόν με τον οποίο κοιτάζει κάθε επομένη της τελετής απονομής τα νούμερα της τηλεθέασης.

Παραδοσιακά, στην Αμερική, η τελετή των βραβείων Όσκαρ είναι το πιο δημοφιλές μη αθλητικό τηλεοπτικό σόου της χρονιάς, ειδικά όταν η ταινία που συγκεντρώνει πάνω της τα στοιχήματα για να κυριαρχήσει στα βραβεία είναι μια μεγάλη εμπορική επιτυχία.

Όχι πια.

Οι 60 εκατομμύρια θεατές που παρακολούθησαν την 70η τελετή του 1998 όταν ο «Τιτανικός» κέρδιζε το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας, ξεπέρασαν με το ζόρι τους μισούς δέκα χρόνια μετά, στην 80ή επέτειο των βραβείων, όταν το Όσκαρ κέρδιζε το «Καμία Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους» των Τζόελ και Ίθαν Κοέν. Περισσότεροι ωστόσο από το 2018, όταν η τηλεθέαση χτύπησε το ιστορικό χαμηλό των 26.5 εκατομμύριων (με το Όσκαρ καλύτερης Ταινίας να πηγαίνει στο «Σχήμα του Νερού» του Γκιγέρμο Ντελ Τόρο), για να ανέβει ελαφρά την επόμενη χρονιά στο 29,6 (με το «Πράσινο Βιβλίο»), να πέσει στα 23.6 εκατομμύρια τη χρονιά των «Παρασίτων» και στο 10.4 πέρσι, την ίσως πιο περίεργη χρονιά των Όσκαρ με Καλύτερη Ταινία να αναδεικνύεται η «Χώρα των Νομάδων» της Κλόι Ζάο.

Όχι, δεν φταίει η πανδημία. Το πρώτο επεισόδιο του τηλεοπτικού «The Equalizer» άγγιξε τους 20 εκατομμύρια θεατές το Φεβρουάριο του 2021, ενώ η συνέντευξη του Πρίγκιπα Χάρι και της Μέγκαν Μάρκλ στην Οπρα Γουίνφρι άγγιξε τα 17.1 εκατομμύρια θεατές στις 7 Μαρτίου.

Τα Όσκαρ, απλά, συγκίνησαν λιγότερους. Και εκτός Αμερικής ακόμη λιγότερους. Και όλοι τρέμουν πως, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, χρόνο με το χρόνο θα συγκινούν ακόμη λιγότερους. Και αναζητούν τρόπους για να αποκτήσουν ξανά hype με ατελέσφορα πειράματα για την ίδια την τελετή (όπως αυτή να μην έχουν παρουσιαστή ή να έχουν, όπως, φέτος, τρεις παρουσιάστριες – την Γουάντα Σάικς, την Ρετζίνα Κινγκ και την Εϊμι Σούμερ), με φαεινές ιδέες (να τελειώνει η τελετή με άλλο βραβείο από αυτό της Καλύτερης Ταινίας όπως έγινε το 2021), με σπασμωδικές κινήσεις (όπως ο φετινός αποκλεισμός ολόκληρων βραβείων από τη ζωντανή μετάδοση για να μικρύνει η διάρκεια της, που έχει προκαλέσει μεγάλο κύμα δυσαρέσκειας στη βιομηχανία), με «απλωτές» στις νεαρές ηλικίες που δεν μεγάλωσαν με «οσκαρικό σινεμά» (με την καθιερωση ενός Οσκαρ «most popular ταινίας» μέσω ψηφοφορίας στο Twitter που φτιάχτηκε μετά από σκέψεις χρόνων, ειδικά φέτος για να κερδίσει το «Spider-Man No Way Home», μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες όλων των εποχων και για πολλούς η ταινία που έσωσε τα σινεμά μετά από τα δύο χρόνια της πανδημίας).

Παραδοσιακά, στην Αμερική, η τελετή των βραβείων Όσκαρ είναι το πιο δημοφιλές μη αθλητικό τηλεοπτικό σόου της χρονιάς, ειδικά όταν η ταινία που συγκεντρώνει πάνω της τα στοιχήματα για να κυριαρχήσει στα βραβεία είναι μια μεγάλη εμπορική επιτυχία.

Οποίος, ωστόσο, πιστεύει ότι η λύση για να εμφανιστούν τα Όσκαρ στο timeline μιας ολόκληρης γενιάς είναι να εφεύρουν ένα βραβείο που φέτος θα ήθελαν να πάει στο «Spider-Man No Way Home» και κάθε χρόνο στην πιο πετυχημένη εμπορικά ταινία της χρονιάς, ξεχνούν ότι το 2018, στις υποψηφιότητες της καλύτερης ταινίας βρισκόταν με το σπαθί του το «Black Panther» των 1.4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, χωρίς σημαντική επίδραση στην τηλεθέαση ή το γενικότερο hype των βραβείων. Στα όρια του στατιστικού λάθους βρίσκεται και η άποψη ότι όσο τα Όσκαρ ανοίγονται σε «νέες ιδέες» εναρμονιζόμενα με την εποχή του #metoo, της συμπεριληπτικότητας και των ποσοστόσεων, τόσο χάνουν σε δημοτικότητα, αφού η ιστορική νίκη π.χ. της Κλόι Ζάο πέρσι (η δεύτερη μόλις γυναίκα που κερδίζει Όσκαρ Σκηνοθεσίας στην ιστορία του θεσμού μετά την Κάρθιν Μπίγκελοου για το «The Hurt Locker» του 2008) ήταν σαφέστατα ένα trending topic που κράτησε ζωντανή την τελετή για μέρες μετά.

Τα Όσκαρ δεν βρίσκονται στο ραντάρ της εποχής, απλά και μόνο επειδή ανήκουν ως λογική σε μια άλλη εποχή, όπου το «Oscar Nominated» ή «Oscar Winner» ήταν εξαργυρώσιμο και ο δρόμος μέχρι την μεγάλη τελετή απονομής ήταν στρωμένος από προβλέψεις, στοιχήματα, μικρότερα κόκκινα χαλιά και πολύ gossip.

Σήμερα, τα βραβεία της χρονιάς δίνονται καθημερινά από τη γενιά των social media -και μένουν στα χέρια των νικητών μέχρι να περάσουν στους επόμενους, συνήθως λίγες μέρες -και ώρες- μετά. Το φετινό Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, για παράδειγμα, έχει δοθεί εκατοντάδες φορές μόνο φέτος σε δεκάδες υποψήφιες, χωρίς να νοιάζεται κανείς για το ποια ήταν τελικά η πεντάδα της Ακαδημίας ή ποια θα είναι η τελική ψήφος της. Ναι, το άκυρο στη Lady Gaga για το ρόλο της στον «Οίκο Gucci» είχε έναν κάποιο αντίκτυπο και αν κερδίσει η Κρίστεν Στιούαρτ το Όσκαρ για το «Spencer» στο ρόλο της Λαίδης Νταιάνα, θα το καταλάβουμε από το κοσμικό τράνταγμα που θα συμβεί στο Instagram. Ελάχιστοι, όμως, απ’ όσους συμμετέχουν – αναγκαστικά – στο θόρυβο που θα προκύψει θα είναι διατεθειμένοι να παραμείνουν πιστοί στα Όσκαρ έναν ολόκληρο χρόνο μετά. Και, ας είμαστε λίγο ρεαλιστές, τι παραπάνω θα προσθέσει – εκτός από σοβαροφάνεια – στο θρίαμβο του «Spider-Man Νο Way Home» ένα βραβείο Όσκαρ που θα μοιάζει σαν μεταμφιεσμένο MTV Movie Award; Και πόσο μακριά βρίσκεται η υιοθέτηση του Όσκαρ Καλύτερου Φιλιού – μια από τις κατηγορίες των MTV Movie Awards που παραμένει παραδοσιακά viral;

Ίσως, για πρώτη φορά στην ιστορία τους, τα Όσκαρ έχουν αποκτήσει τις σωστές διαστάσεις που δεν είχαν ποτέ. (Ευτυχώς) ούτε θέσφατο, όπως ήταν για πολλές δεκαετίες, ούτε φυσικά «τέρμα αδιάφορα» όπως κινδυνεύουν να θεωρηθούν από τη νεότερη γενιά, τα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου παραμένουν μια έγκυρη – λόγω του μεγάλου αριθμού των ψηφοφόρων και της αδιάβλητης ψηφοφορίας –  πηγή αναγνώρισης των επιτευγμάτων της βιομηχανίας που προσπαθεί να εναρμονιστεί με την εξέλιξη του entertainment. Όσο προσπαθεί, παραμένει μια αχαρτογράφητη περιοχή πάνω στην οποία οι παίχτες του παιχνιδιού κάνουν τα πάντα για να χαράξουν τις διαδρομές που θα τους επιτρέψουν να πολιτογραφηθούν κάτοικοι της, ενώ την ίδια ώρα, εκεί έξω, το σινεμά -ο τρόπος που βλέπουμε, αλλά κυρίως ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε το σινεμά-  αλλάζει πιο γρήγορα απ’ όσο διαρκεί το «Ευχαριστώ την Ακαδημία, τους γονείς μου και το θεό.»

Η 94η τελετή της απονομής των βραβείων Όσκαρ θα λάβει χώρα φέτος τα ξημερώματα Κυριακής προς Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022 και θα μεταδοθεί ζωντανά από την COSMOTE TV.