Ο Άκι Καουρισμάκι επέστρεψε στις Κάννες με το “Fallen Leaves” και έφυγε με το μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής λίγα χρόνια μετά το “Other Side of Hope”. Για έναν αντισυμβατικό δημιουργό, όπως αυτός, τα βραβεία περνούν σε δεύτερη μοίρα, καθώς πρωταρχικός σκοπός μέσα από το έργο του είναι να επικοινωνήσει με τους θεατές. Μία σύγχρονη διαλεκτική που προκαλεί προβληματισμό και την προβολή της ταινίες ακολουθούν πάντα ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Το σύμπαν του δεν είναι απλό, η γλώσσα του δεν είναι οικεία, είναι όμως πέρα για πέρα ανθρώπινη.

Τοποθετεί χρονικά τα γεγονότα στο παρόν. Το ραδιόφωνο μεταδίδει συνεχώς επεισόδια από την πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία. Δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τους πρωταγωνιστές του και καταρρίπτει τον μύθο περί ευημερίας και ποιότητας ζωής στον Βορρά της Ευρώπης. Η μοναξιά κυριαρχεί και μαζί της η επιφυλακτικότητα κι ο φόβος. Οι άνθρωποι καταπνίγουν την έλξη του νιώθουν ο ένας για τον άλλο και μένουν στην ασφάλεια της απόστασης, καθώς δεν αντέχουν το ενδεχόμενο να πληγωθούν για μία ακόμα φορά.

Παρ΄ ότι η υπόθεση διαδραματίζεται το 2022 η Άνσα κι ο Χόλαπα δεν έχουν κινητά τηλέφωνα. Ο αέρας είναι ικανός να ματαιώσει κάθε πιθανό επόμενο ραντεβού τους. Το τυχαίο υφίσταται στο έργο του Καουρισμάκι, όπως η συνάντηση στο karaoke bar. Εκεί η εργατική τάξη έχει τον χώρο να εξωτερικεύσει μέσα από το τραγούδι όσα κρύβει στη ψυχή της. Αποτελεί επιπλέον σταυροδρόμι συνάντησης και διέξοδο διαφυγής από τη ζοφερή πραγματικότητας της εργοδοτικής ασφυξίας που οδηγεί τους μισθωτούς ανάμεσα στην ανέχεια και την ανεργία.

Απέναντι σε αυτό το φαινομενικά μαύρο φόντο, ο σκηνοθέτης παίρνει την παλέτα των χρωμάτων του και δημιουργεί μικρά αντίδοτα στις νόσους της εποχής μας. Δίνει διέξοδο διαφυγής και κάνει διττή κριτική. Από την κοινωνική πραγματικότητα και την μεγάλη εικόνα μέχρι το είδωλό του στον καθρέφτη («πίνω επειδή έχω κατάθλιψη, έχω κατάθλιψη γιατί πίνω». Στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης συναντήθηκαν μέσα από τα έργα τους ο Φιλανδός, ο Κεν Λόουτς κι ο Χιροκάζου Κόρε-Έντα. Τρεις ουμανιστές του σινεμά με βαθιά ανθρώπινη προσέγγιση στα έργα τους.

Στο παγωμένο Ελσίνκι ζητούμενο είναι η επαφή και να μη ξεχάσουμε τη φύση μας στο πέρασμα του χρόνου. Οι δεύτερες σκέψεις, οι συνεχείς παλινωδίες, οι ανατροπές αποτελούν κομμάτι του λυρικού αυτού θεάματος. Η μουσική (κυρίως τραγούδια της πατρίδας του Καουρισμάκι) δένει αρμονικά με τις σκηνές. Η οικονομία στην αφήγηση αποτελεί επίσης ένα ακόμα σπουδαίο τεχνικό πλεονέκτημα που δείχνει πως ο σκηνοθέτης είναι σε θέση να βάλει όρια και να κρίνει ποια είναι τα σημαντικά επεισόδια αυτής της ιστορίας.

Με τα εργατικά και όχι μόνο ατυχήματα να αποτελούν απλά αναφορές της καθημερινής ζωής, όπως δηλαδή και στην Ελλάδα, δεν μπορεί ο έλληνας θεατής παρά να ταυτιστεί με αυτήν την προσπάθεια. Να αναγνωρίσει πως αξίζει τον κόπο να υπάρχει αυτός ο κινηματογράφος που απέχει έτη φωτός από τη λάμψη και τα εφέ των υπερπαραγωγών που σιγά σιγά μετατρέπονται σε μίνι σειρές επεισοδίων. Στα 81΄ δεν μπορείς να κάνεις εκπτώσεις. Ο Καουρισμάκι δεν έχει αφήσει κανένα περιθώριο. Δεν νιώθει ευάλωτος σε απειλές και πειρασμούς κι αυτό βγαίνει στην οθόνη.

Με δόση χιούμορ περιγράφονται μικρές στιγμές της διαδρομής δύο ανθρώπων που διεκδικούν μία θέση στο πάνθεον της αγάπης και της αξιοπρέπειας. Δεν κραυγάζουν, δεν μεμψιμοιρούν. Ελπίζουν κι αγωνίζονται με τα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους. Αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές της ζωής για τον Φιλανδό. Μία από τις κορυφαίες επιλογές μέχρι το φινάλε του 2023 που δεν πρέπει να χάσει κανείς την ευκαιρία να την παρακολουθήσει στην μεγάλη οθόνη ένα κρύο βράδυ, νιώθοντας, καθώς αποχωρεί από την αίθουσα, τη ζεστασιά που μπορεί να φέρει ως κινητήριος δύναμη η έλξη μεταξύ πνευμάτων και σωμάτων.