Είχαμε την αίσθηση πως ο “Ιρλανδός” αποτελούσε ένα αποχαιρετιστήριο μήνυμα του τεράστιου δημιουργού στο μέγα πάθος του, το ίδιο το σινεμά. Τελικά στα 80 του χρόνια μας εξέπληξε ευχάριστα κι είναι ξανά εδώ με τους “Δολοφόνους”. Αυτή τη φορά μία παραγωγή της Apple TV+ (μετά τη συνεργασία του με το Netflix) που κόστισε κάτι παραπάνω από 200.000.000 ευρώ. Ο Σκορσέζε, όπως ο Σπίλμπεργκ κι ο Ταραντίνο είναι αποφασισμένοι να πεθάνουν με τις δικές τους αξίες και τη δικής τους οπτική για τον κινηματογράφο κι αυτή είναι μία ακόμα ταινία, διάρκειας 206΄ που επιβεβαιώνει το παραπάνω. Σε συνεργασία με τον Έρικ Ροθ διασκευάζουν το σενάριο του best seller του Ντέιβιντ Γκριν, δημοσιογράφου του New Yorker και τα γεγονότα αφορούν μία αληθινή ιστορία γεμάτη πόνο.

Με μεγάλη ταχύτητα θα μεταφερθούμε στις Ηνωμένες Πολιτείες του 1920. Στην Οκλαχόμα οι Οσέιτζ ανακαλύπτουν πως η γη τους κρύβει “μαύρο χρυσό”. Σύντομα οι ζωές των αυτοχθόνων αλλάζουν. Αποκτούν πλούτο και κύρος, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πόσο θα κρατήσει η χαρά τους. Εκείνη την εποχή ως αρχηγός λειτουργεί ο λευκός, Γουίλιαμ Χέιλ. Υποδέχεται τον ανιψιό του, Έρνεστ Μπέρκχαρτ και η πλοκή ξεκινάει να ξετυλίγεται με σταθερό τέμπο και δαιδαλώδεις προεκτάσεις όσον αφορά ένα άτυπο ξεκαθάρισμα λογαριασμών που τελικά θα ενεργοποιήσει το FBI, ώστε να ερευνήσει σε βάθος την υπόθεση.

Πιστός στο παιχνίδι με την κάμερα ο Σκορσέζε μπορεί να κάνει τον πρωταγωνιστή του να φανεί ήρωας και λίγη ώρα μετά το απόλυτο τίποτα. Σημαντικά είναι επίσης τα πλάνα του από το γεμάτο φεγγάρι σε συνθήκες πανσελήνου, που φέρνει τον τίτλο ξανά και ξανά στο μυαλό μας και τον συνδέει με τη δράση. Περιπέτεια, αστυνομικό θρίλερ, νέο-γουέστερν με ένα γκανγκστερικό κρεσέντο. Όλα αυτά τα συναντάμε σε κάτι περισσότερο από τρεις ώρες θέασης που περνούν γρήγορα, καθώς ο σκηνοθέτης έχει τον τρόπο να μας μαγνητίσει στην καρέκλα του θεατή μπροστά στην μεγάλη οθόνη.

Αποκαλύπτεται ένα ακόμα επεισόδιο της αιματοβαμμένης ιστορίας της Αμερικής. Οι αυτόχθονες θα εμπιστευτούν, θα προσπαθήσουν να αντέξουν στον χρόνο, θα κάνουν μεικτούς γάμους, όπως αυτός των Έρνεστ-Μόλι, αλλά το γεγονός ότι αρκετοί από τους ηγέτες τους θα μεγαλοπιαστούν (-Τίνος είναι αυτή γη; – Δική μου!) σε συνδυασμό με την απληστία των λευκών και τη δυνατότητα ευελιξίας τους θα φέρει σταδιακά μία κάθαρση μέσω μίας ιδιαίτερης διαδικασίας χειραγώγησης που θα οδηγήσει στην αμφιβολία και το μίσος.

Δεν είναι όμως μονάχα ένα κεφάλαιο του 1920 που έμεινε εκεί. Ο χρόνος τρέχει και τα βιβλία γράφουν τα νέα τους κομμάτια. Ο Σκορσέζε δίνει τη δυνατότητα στον κοινωνό του έργου να σκεφτεί, να “διαβάσει” πίσω από τις εικόνες, να αναζητήσει τη συνδέσεις και να δει πως φτάνουμε στο παρόν, δηλαδή στο σήμερα. Αρκετοί πιθανώς να σοκαριστούν μέσα από αυτή τη διαδικασία, αλλά αυτός είναι ο μεγάλος στόχος της Τέχνης και του Πολιτισμού. Να αφυπνίσει συνειδήσεις και να δημιουργεί ενεργούς ανθρώπους με κριτική σκέψη για κάθε γεγονός που διαδραματίζεται στον πλανήτη μας.

Με τις μεγαλειώδεις ερμηνείες των Ντε Νίρο και Ντι Κάπριο (χτυπούν την πόρτα των Όσκαρ) και ως μέγιστη αποκάλυψη την Λίλι Γκλαντστόουν δημιουργείται ένα κοινωνικό – επικοινωνιακό πλαίσιο του μηνύματος. Οι ΗΠΑ έχουν συνδεθεί με τη λέξη κέρδος και στον βωμό αυτού η ανθρώπινη ζωή όπως αποδεικνύεται ιστορικά δεν έχει την αξία που της πρέπει. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Όχι αυτή η ρήση δεν είναι αποδεκτή στον κόσμο του σκηνοθέτη και τη στηλιτεύει σε κάθε ευκαιρία, ψάχνοντας τη χαμένη ηθική. Μας αναλύει διεξοδικά την εποχή των γεγονότων, έχει τον τρόπο να διανθίζει το σοβαρό με νότες χιούμορ και πετάει το μπαλάκι σε εμάς με ένα εξαιρετικό φινάλε που μας δίνει τροφή για σκέψη αποχωρώντας από την αίθουσα, καθώς πλέον μας χτυπάει αυτό το απαλό αεράκι του φθινοπώρου κι αναρωτιόμαστε τι είδαμε και τι πρέπει να λάβουμε ως επιμύθιο της υπόθεσης.