Ως παιδί δύο τραγουδιστών ο Τσάρλι Τσάπλιν δεν θα μπορούσε να μην κουβαλάει«μουσικά» γονίδια μέσα του. Εκτός από τις δεκάδες εμπειρίες που βίωσε πιτσιρικάς στα μιούζικ-χολ όπου δούλευαν οι γονείς του και εκτός του τυχαίου γεγονότος όταν σε ηλικία πέντε ετών έπρεπε να αντικαταστήσει την άρρωστη μητέρα του σε μια παράσταση, εκτελώντας με κωμικό τρόπο ένα σουξέ της εποχής μέσα σε καταιγισμό χειροκροτημάτων, ο Τσάπλιν θυμάται στην αυτοβιογραφία του την ημέρα που «η μουσική άγγιξε την ψυχή του». Επιστρέφοντας από το σχολείο σε ένα άδειο σπίτι, συχνά περίμενε με τις ώρες μέχρι να έρθει κάποιος, γι’ αυτό έπαιρνε τους δρόμους, μόνος του, για να περάσει η ώρα. «Ξαφνικά, άκουσα μουσική! Τι εκστατική στιγμή! Ερχόταν από τη γωνιακή παμπ του White Hart και ακουγόταν τόσο όμορφα στην άδεια πλατεία. Η μελωδία ήταν το “The Honeysuckle and the Bee” παιγμένη με τόση δεξιοτεχνία σε φυσαρμόνικα και κλαρινέτο. Ποτέ πριν δεν είχα συνείδηση της μελωδίας, αλλά αυτό που άκουγα ήταν όμορφο και λυρικό, τόσο χαλαρό και χαρούμενο, τόσο ζεστό και καθησυχαστικό. Ξέχασα τη θλίψη μου και πήγα προς το σημείο που έπαιζαν οι μουσικοί. Εδώ ανακάλυψα για πρώτη φορά τη μουσική, εδώ γνώρισα τη σπάνια ομορφιά της, μια ομορφιά που με χαροποίησε αλλά και με στοίχειωσε από εκείνη τη στιγμή…».

Αργότερα, σε ηλικία 9 ετών, όταν η μητέρα του ήταν «χαμένη» στο άσυλο φρενοβλαβών του Κέιν Χιλ, ο αλκοολικός πατέρας του τον έβαλε στον παιδικό θίασο “Οι οκτώ λεβέντες του Λανκανσάιρ” και από εκεί ξεκινάει ουσιαστικά η καριέρα του στο πάλκο, με μισθό μισή κορώνα την εβδομάδα και συντροφιά άλλους επτά ανήλικους που τραγουδούσαν και χόρευαν κλακέτες. Δέκα χρόνια αργότερα, σε μια παράσταση του θιάσου του Φρεντ Κάρνο στο Παρίσι, ο μεγάλος συνθέτης Κλωντ Ντεμπυσσύ θα ζητήσει να συναντήσει τον Τσάρλι Τσάπλιν μετά την παράστασή του. «Γεννηθήκατε με το χάρισμα του μουσικού και του χορευτή» θα πει ο συνθέτης στον ηθοποιό, ο οποίος αρχικά δεν θα δώσει σημασία στο κομπλιμέντο, αλλά στην αυτοβιογραφία του θα τονίσει ότι «ήταν η χρονιά που οι Άγγλοι γιουχάρισαν τον Ντεμπυσσύ όταν τους έφερε το έργο Prélude à L’Après Midi d’un Faune».

Όμως, από την πρώτη στιγμή που πέρασε τον Ατλαντικό με το θίασο του Φρεντ Κάρνο και ξεκίνησε τα πρώτα του βήματα στην Αμερική, η δυνατή του ανταπόκριση στην μουσική επηρέασε όσο τίποτα άλλο την κωμική του παντομίμα, η οποία από την αρχή χαρακτηρίστηκε από έναν έντονο και ρυθμικό χαρακτήρα, τόσο τέλεια συγχρονισμένη με την μουσική υπόκρουση των βωβών ταινιών του. Όλοι, από το αφεντικό του μέχρι το συνάδελφο Σταν Λόρελ (με τον οποίο, πριν γίνει ο διάσημος«Λιγνός», μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο σε μια εστία), θυμούνται τον Τσάπλιν να περιοδεύει με μια μικρή βαλίτσα που είχε το κοστούμι του, το βιολί του (στο οποίο είχε αλλάξει μόνος του τις χορδές γιατί ήταν αριστερόχειρας) και το τσέλο του.

Στη βωβή περίοδο του κινηματογράφου ήταν συνηθισμένο να αναθέτουν σε επαγγελματίες συνθέτες να σχεδιάζουν την μουσική συνοδεία των μεγάλων ταινιών. Ανάλογα με τον προϋπολογισμό του κάθε στούντιο, έδιναν μετά τις παρτιτούρες σε μια μικρή ή μεγάλη ορχήστρα για να παίξει την μουσική. Ο Τσάπλιν, παρόλο που ήταν μουσικά αυτοδίδακτος, διέθετε το φυσικό χάρισμα ενός πολύ καλού μουσικού αυτιού: μπορούσε να διαχειριστεί την τραγουδιστική κληρονομιά του πατέρα του, να έχει μια απίστευτη αίσθηση του ρυθμού και να διατηρεί, παράλληλα με τις εμπειρίες του στα πλατό, την αφοσίωση ενός «ερασιτέχνη» στην μουσική μελωδία.

Ήδη από το 1922 που γυρίστηκε το “Μια γυναίκα από το Παρίσι” ξεκίνησε να συμμετέχει ενεργά στην μουσική συνοδεία των ταινιών του. Ξεκίνησε να γράφει θεματικά τραγούδια με αποτέλεσμα όταν κυκλοφόρησε “Ο Χρυσοθήρας” έγραψε την μουσική της ταινίας με την ορχήστρα του Abe Lyman. To 1931 όταν στους τίτλους της ταινίας “Τα φώτα της πόλης” έγραφε ότι την μουσική την έχει συνθέσει ο Τσάρλι Τσάπλιν, θεωρήθηκε από κάποιους ότι ο «Σαρλό» προσπαθεί να πάρει όλο το καλλιτεχνικό βάρος και τη φήμη πάνω του. Κάποιοι τον κατηγόρησαν ότι απλά σιγοτραγουδούσε μια μελωδία και μετά μια ομάδα έμπειρων μουσικών «τελειώναν» τη δουλειά. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Τσάπλιν ήταν πάντα εκεί, και στη σύνθεση και στην εκτέλεση της μουσικής. Το 1940 σε μια συνέντευξη του για την μουσική που έγραψε στην ταινία “Ο Μεγάλος Δικτάτωρ” θα πει «Η κινηματογραφική μουσική δεν πρέπει να ακούγεται σαν μουσική συναυλιών. Παρόλο που στην πραγματικότητα μπορεί να μεταφέρει περισσότερα στον θεατή – ακροατή από ό,τι η δείχνει η κάμερα σε μια δεδομένη στιγμή, δεν πρέπει να είναι ποτέ τίποτα περισσότερο από τη φωνή αυτής της κάμερας». Δεν είναι τυχαίο που ανάμεσα στους «διάσημους» φίλους του ονόματα όπως Ραχμάνινοφ, Στραβίνσκι και Σένμπεργκ τού συμπαραστέκονται σε κάθε του καλλιτεχνικό βήμα. Αν και δεν μπορούσε να γράψει μουσική σε νότες, συνέχισε να εργάζεται με αφοσίωση στην μουσική για όλες τους τις ταινίες. Ακόμα κι αν έπρεπε να μουρμουρίσει ένα «λα-λα-λα» στον μαέστρο του, ήταν πάντα από πάνω για να ρυθμίσει και την παραμική νότα μέσα στην ταινία.

Ο Τσάρλι Τσάπλιν, παρόλο που δεν ήταν εκπαιδευμένος να γράφει νότες, ήταν ένας ταλαντούχος μουσικός με μια έμφυτη αίσθηση της μουσικής σύνθεσης. Αν και δούλεψε με πολλούς συνθέτες και ενορχηστρωτές για να ολοκληρώσει τα μουσικά θέματα των ταινιών του, το μεγάλο χάρισμά του για την μελωδία και την αρμονία και η ικανότητά του να τα συνδυάζει τέλεια με τη δράση, παραμένουν μια σπουδαία μουσική φωνή που αναγνωρίζεται σε όλες τις ταινίες του. Όπως και ο διάσημος χαρακτήρας του, έτσι και τα μουσικά θέματά του χρησιμοποιούν μια τέλεια ισορροπία μεταξύ κωμωδίας, πάθους και δεξιότητας. Ο Μέρεντιθ Γούιλσον, ο ενορχηστρωτής της μουσικής στον “Μεγάλο Δικτάτορα” θυμάται χαρακτηριστικά «Δεν έχω συναντήσει ποτέ έναν άνθρωπο τόσο αφοσιωμένο στο ιδανικό της τελειότητας όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν. Όσο δουλεύαμε στο σκορ της ταινίας, έμενα έκπληκτος με την προσοχή του στις λεπτομέρειες, την αίσθησή του για την ακριβή μουσική φράση ή το ρυθμό για να εκφράσει τη διάθεση που ήθελε. Ήξερε πάντα ποια νότα ήταν περιττή, ή ανάξια για την ταινία και την μουσική της».