Ο Ροντρίγκο Σορογκόνιεν (“Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει”, “Έκπτωτος”, “Εξαφανισμένος”) σηκώνει εκ νέου τον πήχη της φιλμογραφίας του δημιουργώντας ένα ασφυκτικό πλαίσιο φόβου για πρωταγωνιστές και θεατές. Διηγείται με τον δικό του μοναδικό τρόπο μία ιστορία που αγγίζει την ελληνική κοινωνία, ειδικά όσους έχουν περιβαλλοντικές ευαισθησίες και έχουν καταγωγή από την επαρχία. 9 Goya, Ξενόγλωσσο Σεζάρ κι αρκετές ακόμα βραβεύσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Το νέο του έργο έκανε πανελλήνια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης κι από σήμερα το παρακολουθούμε στις θερινές αίθουσες με μεγάλο ενδιαφέρον.

Η μετάβαση από το Παρίσι στην περιφέρεια της Γαλικίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ένα ζευγάρι αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα. Ήδη από την πρώτη σκηνή ο μαέστρος δημιουργός προδίδει την αρχέγονη πάλη του ανθρώπου με τα υπόλοιπα μέρη του ζωικού βασιλείου προκειμένου να επικρατήσει και να τα χρησιμοποιήσει για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Θα μπορούσαμε επομένως να μιλήσουμε για μία έμμεση προοικονομία όσων θα ακολουθήσουν. Το αιολικό πάρκο έχει αποφασιστεί να δημιουργηθεί στην περιοχή. Σύντομα η παρθένα φύση θα γεμίσει ανεμογεννήτριες. Οι “ξένοι” αντιστέκονται. Οι ντόπιοι μετρούν τα πάντα με μοναδικό άξονα τον εφήμερο πλουτισμό. Το σκηνικό δε θα αργήσει να ξεφύγει.

Από το “Santoalla” του 2017, στο δικό μας “Digger” του Τζώρτζη Γρηγοράκη με Νικήτα τον Βαγγέλη Μουρική κι από εκεί στην “Υγρή Γη” του Ινιάκι Σάντσεθ Αριέτα. Το οικολογικό πρόσημο, ο αγώνας της μειοψηφίας που δεν πείθεται, τα στραβά μάτια των αρμόδιων αρχών κι ο επώδυνος συμβιβασμός που έρχεται νομοτελειακά να αποδείξει πως δε ζούμε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο. «Με το ίδιο χέρι υπογράφεις και τραβάς μ@@@». Απεικόνιση της τοξικής αρρενωπότητας και σταθερή προσπάθεια επίδειξης δύναμης. Τριγμοί στην ίδια την κοινωνία που συνήθισε να σοκάρεται από το “έγκλημα”, δίχως να προβαίνει όμως σε καμία ενέργεια για την πρόληψή του. Στον μοναχικό δρόμο της αντίστασης συνεχώς πρέπει να προσέχεις τα νώτα σου και η ζωή σου εξελίσσεται σε μία επίγεια κόλαση.

Με όπλο μία κάμερα και συνοδοιπόρους τη σύζυγό και τον σκύλο του ο Αντουάν μάταια αναζητά την πολυπόθητη δικαίωση. «Πρέπει να προσέχεις». Κλιμακωτά η ένταση αυξάνεται κι η πλοκή ξεδιπλώνεται υποδειγματικά. Το πρώτο μέρος έχει τα χαρακτηριστικά της ταινίας καταδίωξης και το δεύτερο του ψυχολογικού θρίλερ. Οι στιχομυθίες μεταξύ του ζευγαριού και στη συνέχεια αντίστοιχα μάνας-κόρης μας δίνουν να αντιληφθούμε με τον πλέον εμφατικό τρόπο το αδιέξοδο που προκύπτει. Απέλπιδες προσπάθειες σωτηρίας σε έναν κόσμο που “σκοτεινιάζει”. Εγωιστές, ρομαντικοί ή απλά άνθρωποι με ευαισθησίες;

Με τη φωτογραφία του Άλεξ Ντε Πάμπλο η αίσθηση του χάους επιτείνεται και “σωματοποιείται” από τον θεατή. Η απειλή διαμορφώνεται ως κανόνας. Οι σιωπές μοιάζουν με άνω τελείες μυθιστορήματος. Ο Ντενί Μινοσέ παραδίδει μία συγκλονιστική ερμηνεία. Ο εχθρός βρίσκεται ανά πάσα στιγμή σε απόσταση αναπνοής. Ασθμαίνει, η συνεχής ανηφόρα της διαδρομής του τον εξαντλεί.

Για μία ακόμα φορά ο Σορογκόνιεν επιλέγει να ασχοληθεί με ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα χωρίς καμία διάθεση για συμβιβασμούς και ωραιοποίηση καταστάσεων. Αποδεικνύει για μία ακόμα φορά πως είναι ένας σκηνοθέτης υψηλών προδιαγραφών με την ικανότητα να συνθέτει κινηματογραφικά είδη δίχως να χάνει την ουσία του μηνύματός του.

Σε ένα καλοκαίρι που οι κινηματογραφικές παγίδες ελλοχεύουν, ο “Εχθρός Δίπλα μου” έρχεται να δώσει μία σινεφίλ επιλογή που θα αγαπηθεί από το κοινό. Αποφεύγει τις κραυγές, παρουσιάζει τα γεγονότα και δίνει τροφή για σκέψη. Γιατί αδυνατούμε να δούμε πιο μακριά και περιορίζουμε τους ορίζοντες μας στο παρόν; Τι οφείλουμε να πράξουμε για να αλλάξει αυτό και πόσο εύκολος δρόμος φαντάζει η αποχώρηση όταν ο κλοιός σφίγγει; Αν εσείς ήσαστε στη θέση των πρωταγωνιστών πώς θα πράττατε; Αν αυτοί είχαν μία δεύτερη ευκαιρία να γράψουν την ιστορία θα άλλαζαν κάτι;