Χθες βράδυ βρέθηκα στην τελετή έναρξης του 28ου Διεθνούς φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας», στο Θέατρο Παλλάς που ήταν κατακλυσμένο από ανθρώπους όλων των ηλικιών που όμως μοιράζονταν τον ίδιο ενθουσιασμό για την εκδήλωση, με ένα κλίμα αισιοδοξίας να επικρατεί στην ατμόσφαιρα για την επιστροφή του κοινού στις μεγάλες σκοτεινές αίθουσες.

Οι Νύχτες Πρεμιέρας σήκωσαν αυλαία με την Απόφαση Φυγής, τη νέα ταινία του του αιρετικού Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη Παρκ Τσαν-Γουκ, ένα συγκλονιστικό νουάρ μελόδραμα που απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών.

Ο Παρκ Τσαν-Γουκ κάποτε υπήρξε ο δάσκαλος της πρωτοπορίας των revenge ταινιών, αλλά με τη μεταφορά του μυθιστορήματος της Σάρα Γουότερς «Η υπηρέτρια» το 2016, στράφηκε εύστοχα στο κομψά σχεδιασμένο θρίλερ, συνεχίζοντας να αγνοεί τα όρια μεταξύ κινηματογραφικών ειδών και με οδηγό την ταχυδακτυλουργική του κάμερα και το άψογο μοντάζ, δημιουργεί ένα γοητευτικό και εκθαμβωτικό νουάρ μελόδραμα.  Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό ρομάντζο, με πρωταγωνίστρια μια μαύρη χήρα που την υποδύεται η Κινέζα σταρ Τανγκ Γουέι. Είναι αβίαστα χαρισματική και μαγευτικά- σεξουαλική αλλά ταυτόχρονα συγκρατημένη, δυνατή, ικανή, εκφοβιστικά έξυπνη αλλά με ένα καλά κρυμμένο οδυνηρό και ανομολόγητο συναισθηματικό τραύμα.

Η ένταση και η ίντριγκα, οι έντονα συναισθηματικές αντιπαραθέσεις, η έξυπνη χρήση της τεχνολογίας των κινητών τηλεφώνων (που συχνά δυσκολεύει τα σύγχρονα θρίλερ), τα αριστοτεχνικά σκηνικά που εναλλάσσονται ανάμεσα στη δυστοπία και την ευτοπία, συμπεριλαμβανομένης μιας τρομερής καταδίωξης σε μια ταράτσα, και οι απολαυστικά χειριστικές ανατροπές της πλοκής, κάνει την ταινία του Παρκ Τσαν-Γουκ, την κάνουν ψυχαναλυτικά χιτσκοκική με έναν όμως πολύ δικό της τρόπο. Θα έλεγα ότι είναι μια χιτσκοκική ταινία που θα μπορούσε να είχε φτιάξει κάποιος που δεν έχει παρακολουθήσει ποτέ του Χίτσκοκ.

Το σκηνικό είναι το Μπουσάν, όπου ένας αστυνομικός, ο Χάε Τζουν που ερευνά τον μυστηριώδη θάνατο ενός ευκατάστατου μεσήλικα. Ο Χάε Τζουν ζει μια σχετικά ευτυχισμένη έγγαμη ζωή, ισορροπημένη θα έλεγα, αλλά τόσο ισορροπημένη που φτάνει στο σημείο της αποστείρωσης. Κι όπως σε κάθε τόσο καλά «ισορροπημένο» έγγαμο βίο, πολλά απωθημένα κρύβονται κάτω από το χαλί και περιμένουν μια καλή αφορμή για να εκτονωθούν. Ο πρωταγωνιστής νοσταλγεί τα τσιγάρα που δεν τον αφήνει να καπνίζει η γυναίκα του, και υποφέρει από αϋπνία, με αποτέλεσμα να εργάζεται υπερωρίες, παρακολουθώντας υπόπτους ασυνήθιστα υπερβολικές ώρες, επειδή έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να κοιμηθεί. «Δεν είναι ότι έχασα τον ύπνο μου γιατί παρακολουθώ υπόπτους. Παρακολουθώ υπόπτους γιατί δεν έχω ύπνο» εξομολογείται στον νεαρό βοηθό του.Τότε μια νέα αινιγματική υπόθεση τον ηλεκτρίζει. Το πτώμα ενός ορειβάτη κι ευκατάστατου μεσήλικα βρίσκεται στους πρόποδες ενός γνωστού αναρριχητικού βράχου. Μήπως έπεσε; Αυτοκτόνησε; Ή μήπως κάποιος τον έσπρωξε;

Στο κινητό τηλέφωνο του άνδρα η αστυνομία βρίσκει φωτογραφίες από το χτυπημένο και μελανιασμένο σώμα μιας γυναίκας. Όταν η νεαρή χήρα του θύματος, μια όμορφη Κινέζα γίνεται η βασική ύποπτη της υπόθεσης κι επισκέπτεται το τμήμα για ανάκριση, γοητεύει αμέσως τον Χάε Τζουν με την αξιοπρέπεια και τον δυναμισμό που εκπέμπει. Όταν εν τέλει αποφανθεί ότι πρόκειται για αυτοκτονία, η σχέση μεταξύ εκείνης και του αστυνόμου πυκνώνει, μέχρι που ένας δεύτερος θάνατος επαναφέρει τις υποψίες εναντίον της. Η Σέο-ράε είναι νοσοκόμα στο επάγγελμα και οι ηλικιωμένοι που φροντίζει με πολλή αγάπη και αφοσίωση την λατρεύουν, ενώ παράλληλα ό πατριωτισμός του Χάε Τζουν γοητεύεται από την προσωπική της ιστορία: Η Σέο-ράε ήρθε στην Κορέα παράνομα, συνεπαρμένη όμως από τις ιστορίες του Κορεάτη παππού της, ο οποίος υπηρέτησε στον κορεατικό  στρατό και πολέμησε κατά της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 1930. Η Σέο-ράε έχει άλλοθι για την ώρα του θανάτου, αλλά καθώς τα περιστασιακά στοιχεία συσσωρεύονται εναντίον της, ο Χάε Τζουν αρχίζει να ερωτεύεται βαθιά αυτή τη γυναίκα, η οποία φαίνεται να ερωτεύεται και αυτόν, τον προστάτη της.

Θα καλύψει ο Χάε Τζουν τη Η Σέο-ράε; Μήπως τα φαινόμενα απατούν; Λοιπόν, ως θεατής μπορεί να νομίζεις ότι γνωρίζεις σε γενικές γραμμές τις απαντήσεις και στα δύο αυτά ερωτήματα, αλλά το σενάριο σε πετάει συνεχώς με μανία εκτός τροχιάς σε κάθε στροφή, πλέκοντας την αφήγησή στο χώρο και στο χρόνο και χτυπώντας σε περιοδικά με νέους χαρακτήρες, καινούργιο χωροχρονικό πλαίσιο και νέες εξελίξεις που σε ιντριγκάρουν να τις κατονοήσεις εις βάθος. – και η μουσική επένδυση του Τσο Γιονγκ-Γουκ ανεβάζει κατακόρυφα τα επίπεδα της αγωνίας. Μιας αγωνίας που μοιράζεσαι σε κάθε γωνιά της ζωής του ντετέκτιβ που βρίσκει μια παραλλαγή ενός και μόνο ερωτήματος: σε ποιο σημείο αποφασίζεις ότι ο γάμος σου δεν λειτουργεί; Πότε καταλαβαίνεις ότι είσαι ερωτευμένος; Τι θα πυροδοτήσει την απόφαση να φύγεις; 

Σε πολλές στιγμές της ταινίας ήθελα να βγάλω το σημειωματάριό μου από τη τσάντα για να γράψω διάφορες ατάκες που ειπώθηκαν, ωστόσο ήμουν τόσο συγκλονισμένη -ειδικά όσο έφτανε προς το τέλος της- που δεν μπορούσαν να κουνηθώ. Κάθε νέα σκηνή με έκανε να ακουμπήσω στο μπροστινό κάθισμά – γεγονός που έγινε πιο έντονο στη δεύτερη σκηνή, ενώ στην τρίτη και τελευταία πράξη αυτή η αίσθηση κορυφώθηκε, αφήνοντας με πραγματικά «διαλυμένη» όπως και τον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Ενας άλογος κι ανομολόγητος έρωτας ανάμεσα σε δύο ίδιους ανθρώπους που κοιτάζονται μέσα από τις αντίθετες πλευρές ενός γινγκ γιανγκ αντικατοπτρισμού, που συναντιούνται για λίγο και μετά χάνονται για πάντα. Μια αριστουργηματικά σκηνοθετημένη ακροτελεύτια σκηνή –ένα σπαρακτικό κύκνειο άσμα που υμνεί και παράλληλα θρηνεί τον ανεκπλήρωτο έρωτα και αναμοχλεύει το τσουνάμι της παλίρροιας των ασυγχρονικοτήτων που παιδεύουν τις ανθρώπινες σχέσεις από τα βάθη της ύπαρξής μας, δημιουργώντας πυκνούς -και ίσως επίπονους- προβληματισμούς με τον συγκλονιστικό τρόπο που μόνο ο Παρκ Τσαν-Γουκ μπορεί να το κάνει.