Με το «Just 6.5» ο Σαΐντ Ρουστάγι συστήθηκε στο παγκόσμιο κοινό. Σε αυτό του το εγχείρημα συνδύασε τον κοινωνικό κινηματογράφο με την περιπέτεια και το αστυνομικό θρίλερ, χαράσσοντας μία νέα – σύνθετη φόρμα στο ιρανικό σινεμά. Αυτή τη φορά επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη με ένα έργο που αγγίζει τα ηθογραφικά χαρακτηριστικά του Κιαροστάμι, το εσωτερικό περιβάλλον του Φαραντί και έναν ρεαλισμό, που φέρνει συνειρμικά το κίνημα του ιταλικού νέο-ρεαλισμού (δείτε και τη διάρκεια ενδεικτικά). Παράλληλα όμως δομεί με έμφαση στη λεπτομέρεια μία ιστορία που αποκτά καθολικές διαστάσεις.

Ένας ηλικιωμένος καπνίζεi… Σε ένα εργοστάσιο οι μηχανές σταματούν και ακολουθεί χάος με κρατική καταστολή και ανεξέλεγκτη βία. Το φόντο μεταφέρεται γρήγορα εντός οικογενειακών τειχών. Εκεί έχουμε τέσσερα αδέλφια και τη ΛΕΙΛΑ. Σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, σε ένα θεοκρατικό κράτος – καθεστώς, μία γυναίκα (που καπνίζει) με τη ψυχραιμία και την ωριμότητά της προσπαθεί να σώσει ολόκληρη τη φαμίλια. Η δυστυχία και ο πόνος μπορούν να δώσουν τη θέση τους στη σκληρή και την ελπίδα αρκεί να βρεθούν τα χρήματα και να υπάρξει τόλμη. Έχουν λογαριάσει όμως δίχως τον «ξενοδόχο». Οι ισορροπίες αλλάζουν και σύντομα οι τριγμοί στις σχέσεις εντείνονται.

Ο τίτλος τιμής «αρχηγός της οικογένειας» από την μία και η επιβίωσή της από την άλλη. Η παράδοση είναι ικανή να θέσει τιτάνια εμπόδια (κατάλοιπα καταπίεσης και υποβάθμισης ρόλου). «Δεν είναι το μέλλον που οραματιζόμουν» Το δίδυμο ανιδιοτέλεια-συμφέρον συνεχώς προσπαθεί να ισορροπήσει. Δημιουργείται ένα ψυχογράφημα και μία ενδελεχής ακτινογραφία των πρωταγωνιστών μας. Δύο γενιές και δεκάδες ηθικά διλήμματα που προκύπτουν. Μία διάθεση εξομολόγησης, που τελικά προκύπτει μόνο σε περιβάλλον απομόνωσης με εξαιρετικές στιχομυθίες που δίνουν το απαιτούμενο βάθος σε χαρακτήρες και αφήγηση.

Η ερμηνεία της Ταρανέ Αλιντουστί («Τι Απέγινε η Έλι», «Ο Εμποράκος») καθηλωτική, στο πλευρό της ο Ναβίντ Μοχαμαντζάντεχ, ένας από τους ικανότερους ηθοποιούς του νέου ιρανικού σινεμά. Κομβικός και ο Σαΐντ Πουρσαμίμι, ίσως στον πιο καταλυτικό ρόλο, ώστε να ξεδιπλωθεί η πλοκή και η δράση να απογειωθεί στη σκηνή του γάμου, που θα μπορούσε φυσικά να διαρκεί λίγα λεπτά λιγότερο. Δημιουργείται ένα κάδρο κατατρεγμένων σε σκοτεινό φόντο. «Δώσε μου μία αδελφή μεγαλύτερη να στηριχτώ». Όλοι αναζητούν μία ευκαιρία. Οι χρόνιες παθογένειες όμως δεν αφήνουν πολλά περιθώρια. Τι σημαίνει να γεννιέσαι αγόρι και τι κορίτσι στην Τεχεράνη και το σύγχρονο Ιράν; Πώς αντιμετωπίζει ο περίγυρός σου τον ερχομό σου στον κόσμο;

O Ρουστάγι όμως δεν μένει εκεί. Δίνει οικουμενικό χαρακτήρα στο μήνυμά του, καθώς μιλάει για τη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, που είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Έχοντας μελετήσει την αρχαία ελληνικής τραγωδία και το έργο του Σαίξπηρ εισάγει πολλά στοιχεία τους στη νέα του ταινία. Οι εκρήξεις οργής δε λείπουν, όπως και το παιχνίδι με το όνομα του Γκολάμ. Ο «αρχηγός» που έφυγε και ο γιος που έρχεται ως ένας φαύλος κύκλος που δε λέει να κλείσει. Μόνο οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο κι εδώ την πυξίδα που θα οδηγήσει στη λύτρωση παίρνει μία γυναίκα.

Αυτό θα μπορούσε να είναι πρόκληση από μόνο του για το καθεστώς. «Αν μάθουν τι έκανες θα σε σκοτώσουν». Η τόλμη της όμως είναι παράδειγμα. «Όλο μιλάτε και δεν ακούτε». Μέσα από νότες χιούμορ, άλλοτε πετυχημένες κι άλλοτε όχι, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να αποσυμπιέσει τον θεατή. Η τελευταία σκηνή έρχεται ως μία άτυπη λύτρωση όλων των εμπλεκομένων και το επιμύθιο που μένει είναι πως η ζωή συνεχίζεται. Με χορό, με τραγούδι, με τα παιδιά στην πρώτη γραμμή και αυτή είναι μία άτυπη νίκη της ίδιας της ζωής.