Στο μυαλό του γερμανού ηθοποιού Klaus Kinski, «ο κόσμος συνωμοτούσε ανέκαθεν και πάντα εναντίον του Klaus Kinski».
Ή τουλάχιστον, έτσι υποθέτει κανείς διαβάζοντας την πιο απίστευτη αυτοβιογραφία ηθοποιού που πρέπει να έχει γραφτεί ποτέ με τίτλο «Kinski Uncut».
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Κίνσκι είναι το παραληρηματικό παραλήρημα ενός μεγαλομανούς τρελού, ενός ανθρώπου με ξεκάθαρα (και αγιάτρευτα) προβλήματα ψυχιατρικής φύσεως.
Είναι αισχρό. Είναι πορνογραφικό. Το μισό του μέρος είναι ψέματα και το άλλο μισό είναι καθαρές μαλακίες και «φίδια» από αυτά που συχνά εξιστορούσε ο ίδιος ο Kinski σε συναδέλφους και γνωστούς του – ως γνωστόν, δεν υπάρχει κάποιος που να ήταν «φίλος του».
Σύμφωνα με το IMDB, ο Κinski έπαιξε σε 136 ταινίες. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Κinski, έπαιξε σε περισσότερες από 300 ταινίες (και απέρριψε περισσότερες από 1000).
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Werner Herzog, ο πραγματικός αριθμός είναι αδύνατο να γίνει γνωστός, καθώς ο Κίνσκι επέλεγε ρόλους με βάση κυρίως τα χρήματα. Τα οποία κέρδιζε σε τεράστια ποσά και τα ξόδευε αμέσως μετά σε χρόνους dt (σε ναρκωτικά, ποτά, πουτάνες κτλ).
Απέρριψε ρόλους που του πρότειναν ο Φελίνι, ο Παζολίνι, ο Άρθουρ Πεν, ο Κεν Ράσελ και ο Σπίλμπεργκ (για έναν ρόλο στο «Raiders of The Lost Ark», για το οποίο ο Kinski γράφει «Αλλά όσο και αν θα ήθελα να κάνω μια ταινία με τον Σπίλμπεργκ, το σενάριο είναι τόσο ηλίθιο, όσο και πολλές άλλες ταινίες αυτού του είδους»).
Στο βιβλίο του, ο Κίνσκι δεν έχει τίποτα άλλο παρά βίαιο μίσος και αηδία για κάθε σκηνοθέτη για τον οποίο δούλεψε ποτέ. Δεν αφιερώνει σχεδόν καθόλου χρόνο για να συζητήσει τη δουλειά του σε καμία από τις εκατοντάδες παραγωγές στις οποίες συμμετείχε. Η κινηματογραφική υποκριτική για τον ίδιο δεν ήταν παρά ένα μέσο για έναν και μοναδικό σκοπό: τα χρήματα.
Και προκειμένου να κρύβει την παροιμιώδη διαστροφή του πίσω από τον μανδύα της «Τέχνης».
Klaus Kinski, ο πιο νοσηρά διαταραγμένος ηθοποιός
Ο Klaus Kinski ήταν ο πιο νοσηρά διαταραγμένος ηθοποιός όλων των εποχών, ένα πραγματικό ανθρώπινο τέρας που συνδύαζε τις παιδοφιλικές και αιμομεικτικές του τάσεις μαζί με τόνους βίας και μεγαλομανιακής παράνοιας.
Πριν μια δεκαετία, η κόρη του, η Πόλα Κίνσκι, παραδέχθηκε δημόσια ότι ο πατέρας της την υπέβαλε σε 14 χρόνια σεξουαλικής κακοποίησης και βίας από την ηλικία των πέντε ή έξι ετών. Ο Κίνσκι τής έλεγε, μέχρι την εφηβεία της, ότι η «συμπεριφορά του ήταν απολύτως φυσιολογική».
«Είπε ότι σε όλο τον κόσμο οι πατέρες κάνουν το ίδιο πράγμα με τις κόρες τους».
«Εκείνος [ο Κλάους Κίνσκι] άρχισε να με αγγίζει και να με φιλάει με ανοιχτό στόμα όταν ήμουν αρκετά μικρή, περίπου πέντε ή έξι ετών» δήλωσε στο περιοδικό Stern σε συνέντευξή της που δημοσιεύθηκε το 2013 συνοδεύοντας την αυτοβιογραφία της, «Kindermund», η οποία εκδόθηκε στη Γερμανία.
Η 72χρονη Κίνσκι σήμερα ζει στη Γερμανία και είναι επίσης ηθοποιός αλλά «ως παιδί έπρεπε πάντα να κρατάω το στόμα μου κλειστό γιατί πάντα με απειλούσε. Και ήμουν εξαρτημένη από αυτόν, από την αγάπη του».
Και όχι μόνο από αυτή: Ο Κίνσκι της έδινε ακριβά δώρα, την έντυνε με τα πιο όμορφα ρούχα, την κολάκευε με φιλοφρονήσεις που άρμοζαν περισσότερο σε μια ερωτική του σύντροφο, παρά στην ίδια του την κόρη.
Στο βιβλίο της η Κίνσκι αναλύει με εξαιρετικά γραφικές (και ανατριχιαστικές και ενοχλητικές) λεπτομέρειες την κακοποίηση από τον πατέρα της, ο οποίος ήταν ένα πραγματικό τέρας. Και δεν εννοούμε της υποκριτικής…
«Είτε με πιστεύει ο κόσμος, είτε όχι, εγώ ήμουν αυτή που το έζησε όλο αυτό. Είναι η αλήθεια», τονίζοντας εμφατικά ότι διέκοψε κάθε επαφή με τον πατέρα της όταν ήταν 19 ετών. Όταν αυτός πέθανε, το 1991, η Πόλα «δεν ένιωσε τίποτα».
Πρόσθεσε ότι δεν είχε μιλήσει γι’ αυτό στην ετεροθαλή αδελφή της, την γνωστή ηθοποιό Ναστάζια Κίνσκι, που ζει στις ΗΠΑ, επειδή δεν είχαν επαφή. Ένας ατζέντης του ετεροθαλούς αδελφού της, του Νικολάι Κίνσκι, επίσης ηθοποιού και με έδρα το Βερολίνο, δήλωσε ότι δεν ήθελε να σχολιάσει τους ισχυρισμούς.
Η Ναστάζια υποστήριξε την Πόλα, προσθέτοντας ότι ο πατέρας της την αγκάλιαζε επίσης «σεξουαλικά» όταν ήταν 4-5 ετών, αλλά δεν έκανε ποτέ σεξ μαζί της. Και αποκάλεσε την ετεροθαλή αδερφή της «ηρωίδα» επειδή μίλησε ανοιχτά.
Ο χειρότερος ηθοποιός για τους σκηνοθέτες
Ο Κίνσκι γεννήθηκε στην Πολωνία το 1926, αν και η οικογένεια μετακόμισε στη Γερμανία όταν ήταν μικρός. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατατάχθηκε στον γερμανικό στρατό σε ηλικία 16 ετών και τη δεύτερη ημέρα της μάχης του αιχμαλωτίστηκε στην Ολλανδία. Πέρασε το υπόλοιπο του πολέμου σε βρετανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου.
Παντρεύτηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1950. Η δεύτερη σύζυγός του, η Ρουθ Μπριζίτ Τόκι, ήταν η μητέρα της κόρης του, της ηθοποιού Ναστάσια Κίνσκι. Με την τρίτη σύζυγό του, Minhoi Wiggers, απέκτησαν έναν γιο, τον Nικολάι.
Ο Κίνσκι ξεκίνησε την καριέρα του στη σκηνή και σε μικρούς ρόλους σε γερμανικές ταινίες στα τέλη της δεκαετίας του ’40.
Ωστόσο, η φήμη του Κίνσκι στηρίχτηκε σε ταινίες που γύρισε με τον σχεδόν μόνιμο συνεργάτη του, σκηνοθέτη Bέρνερ Χέρτσογκ τη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, παίζοντας ρόλους που κινούνταν ανάμεσα στον κατακτητή («Aguirre: The Wrath of God» (1972), στην οποία ο Κίνσκι υποδυόταν έναν τρελό Ισπανό κατακτητή του 16ου αιώνα) και στον βρικόλακα («Nosferatu, the Vampyre» (1978), ένα ριμέικ του κλασικού έργου του F. W. Murnau του 1922), αλλά σχεδόν πάντα του αρχετυπικού «κακού».
Ο ηθοποιός και ο σκηνοθέτης τσακώθηκαν έντονα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της πρώτης τους κοινής ταινίας, συνέχισαν όμως να γυρίζουν αρκετές ακόμα ταινίες μαζί. Στις άλλες ταινίες του Χέρτσογκ περιλαμβάνονται οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι στο «Woyzeck» (1978) και στο «Fitzcarraldo» (1982).
Συνολικά, ο Χέρτσογκ άντεξε τον Κίνσκι σε πέντε ταινίες: «Αγκίρε» (1972), «Νοσφεράτου» (1979), «Βόιτσεκ» (1979), «Φιτσκαράλντο» (1982) και «Πράσινη Κόμπρα» (1987).
Και πολλές ήταν, θα έλεγε κάποιος.
Klaus Kinski, το τέρας
Κατόπιν ξεκίνησαν να διακινούνται κάποιες φήμες ότι ο Κίνσκι ήταν τόσο ψυχικά διαταραγμένος ώστε πολλοί κινηματογραφιστές σκέφτηκαν πολύ σοβαρά να τον σκοτώσουν. Τα γεγονότα, όμως, σύμφωνα με την βρετανική εφημερίδα Telegraph, είναι εις βάρος του Κίνσκι.
Ο Χέρτσογκ τον έχει περιγράψει ως «τέρας και πανούκλα με ανθρώπινη μορφή» καθώς σε όλα τα γυρίσματα των ταινιών του Χέρτσογκ, ο Κίνσκι φώναζε, έβριζε, αρνιόταν να σκηνοθετηθεί και έκανε θανάσιμους εχθρούς μεταξύ των μελών του συνεργείου και του υπόλοιπου καστ.
Στο ντοκιμαντέρ του Χέρτσογκ «Ο καλύτερός μου φίλος» (1999), ο σκηνοθέτης μιλάει για το πώς γνωρίστηκαν όταν ήταν ακόμη πιτσιρικάδες. Τη δεκαετία του 1950 συγκατοικούσαν σε ένα διαμέρισμα στο Μόναχο.
Φυσικά, θυμάται ο ίδιος ο σκηνοθέτης, από την πρώτη μέρα τρομοκρατούσε τους πάντες. Ο Κίνσκι συνήθιζε, λέει, να ουρλιάζει στη σπιτονοικοκυρά τους επειδή… δεν σιδέρωσε αρκετά καλά τον γιακά του πουκαμίσου του.
Υπάρχει και ένα άλλο περιστατικό σε ένα δείπνο με κάποιον κριτικό θεάτρου και σινεμά που επαινούσε την ερμηνεία του Κίνσκι σε μια νέα παραγωγή ως «εξαιρετική». Τότε ο Κίνσκι σηκώθηκε, λέει, και του απάντησε εκσφενδονίζοντας μαχαιροπίρουνα και πατάτες στο πρόσωπο του άνδρα.
«Δεν ήμουν απλά εξαιρετικός. Ημουν μνημειώδης!», του είπε ουρλιάζοντας και έφυγε από το τραπέζι.
Ο Κίνσκι είχε μεγάλη ανάγκη από σεβασμό σε μια βιομηχανία, όπως αυτή του κινηματογράφου, που ήδη πίστευε ότι ήταν ένας παρανοϊκός μεγαλομανής.
Ωστόσο, ήταν, πέραν πάσης αμφιβολίας: Στα γυρίσματα του «Αγκίρε» διαρκώς απειλούσε την ζωή του περουβιανών κομπάρσων –που δεν θα είχαν επιβιώσει χωρίς κράνη– και περνούσε το χρόνο του πυροβολώντας με το τουφέκι του ένα βράδυ στην καλύβα όπου έπαιζαν όλοι μαζί χαρτιά.
Στο δεύτερο, εξίσου θρυλικό περιστατικό, στα μισά εκείνων των γυρισμάτων ο Κίνσκι απείλησε να φύγει, λόγω της ταλαιπωρίας από τις κλιματολογικές συνθήκες. Ο Χέρτσογκ τού είπε ότι, αν το έκανε, θα τον πυροβολούσε οκτώ φορές στο κεφάλι, κρατώντας μια ένατη σφαίρα για τον εαυτό του.
Στην αυτοβιογραφία του, ο Κίνσκι λέει χαρακτηριστικά για τον Χέρτσογκ: «Ο Χέρτσογκ είναι ένας μίζερος, μισητός, κακόβουλος, φιλάργυρος, διψασμένος για χρήματα, άσχημος, σαδιστής, προδοτικός, δειλός, ανατριχιαστικός τύπος. Ο τρόπος ομιλίας του είναι αδέξιος, με νωθρότητα, σαν να είναι βάτραχος, μακρόσυρτος, με μικρές προτάσεις. Δεν έχω γνωρίσει ποτέ κανέναν άνθρωπο τόσο θολό, χωρίς χιούμορ, σφιγμένο, ανόητο, καταθλιπτικό, βαρετό και αλαζόνα».
Στο «Φιτσκαράλντο», ο Χέρτζογκ κατάφερε να γυρίσει σχεδόν την μισή ταινία με τον Τζέισον Ρόμπαρντς στον πρωταγωνιστικό ρόλο και τον Μικ Τζάγκερ στον συμπρωταγωνιστικό.
Αλλά ο Ρόμπαρντς αρρώστησε με δυσεντερία και οξεία βρογχίτιδα και οι γιατροί του απαγόρευσαν να επιστρέψει στα γυρίσματα, ενώ το πρόγραμμα περιοδειών του Τζάγκερ δεν του επέτρεπε να συνεχίσει, οπότε ο ρόλος του αφαιρέθηκε.
Τότε πήρε τον ρόλο ο Κίνσκι. Και όλα πήραν την κατηφόρα από το σημείο αυτό και έπειτα.
Προσπάθησε, για παράδειγμα, να πετύχει την απόλυση των μελών του συνεργείου. Το καστ των ιθαγενών τον θεώρησε ένα είδος δαίμονα, μιας σατανικής μορφής που κατέστρεφε τα πάντα στο πέρασμά της. Μάλιστα, ο αρχηγός μιας τοπικής φυλής παρουσιάστηκε στον Χέρτσογκ και προσφέρθηκε σοβαρά να… δολοφονήσει τον Κίνσκι.
Ο ιταλός παραγωγός Ρομπέρτο Μπέσι φέρεται, επίσης, να σκέφτηκε να… δολοφονήσει και αυτός τον Κίνσκι για να εισπράξει τα χρήματα της ασφάλισης, όταν κατέστη αδύνατο να τον απολύσει από το «Crawlspace», ένα θρίλερ τρόμου του 1986. Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Ντέιβιντ Σμόλερ, γύρισε στη συνέχεια το «Please Kill Mr Kinski», μια ταινία μικρού μήκους για αυτή την εμπειρία.
«Δεν μπορώ να μιλήσω για τον τερατώδη τρόπο με τον οποίο ο Κίνσκι συμπεριφέρθηκε στις γυναίκες της ζωής του και κακοποίησε την κόρη του Πόλα, η οποία με αναζήτησε πριν δημοσιεύσει τα απομνημονεύματά της. Επιτρέψτε μου να πω ότι υπήρξαν αντιπαραθέσεις στη Γερμανία σχετικά με το αν θα μπορούσαν να αποδειχθούν οι ισχυρισμοί της, αλλά δεν υπάρχει ίχνος αμφιβολίας στην καρδιά μου ότι λέει την αλήθεια. Αν είμαι στο πλευρό κάποιου, είναι το δικό της», είχε πει αναφορικά με την υπόθεση αιμομιξίας ο ίδιος ο Χέρτσογκ.
Ο Πολωνός Klaus Kinski
Ο Κλάους Κίνσκι (Klaus Kinski) (γεννημένος ως Κλάους Γκέντερ Καρλ Ναζίνσκι, 18 Οκτωβρίου 1926 – 23 Νοεμβρίου 1991) ήταν Γερμανός ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου.
Η καριέρα του κράτησε περίπου 40 χρόνια, κατά την οποία συμμετείχε σε περίπου 130 ταινίες μεγάλου μήκους. Είναι γνωστός επίσης και για τη συνεργασία του με τον Γερμανό σκηνοθέτη, Βέρνερ Χέρτζογκ, στου οποίου μεταξύ άλλων πρωταγωνίστησε στο Aguirre, the Wrath of God (1972) και το Nosferatu the Vampyre (1979). Ο Κίνσκι υπήρξε μία πολυσυζητημένη φιγούρα, και πολλές από τις πτυχές της ζωής του, αναφέρονται στο ντοκιμαντέρ του Χέρτζογκ, My Best Fiend (1999). Ο Κίνσκι, γεννήθηκε στο Σόποτ της Πολωνίας (σήμερα), ο πατέρας του ήταν αποτυχημένος τραγουδιστής της όπερας, ενώ η μητέρα του νοσοκόμα.
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, μετανάστευσαν το 1931, στο Βερολίνο. Κατόπιν, απέκτησε και τη γερμανική υπηκοότητα, ενώ περί το 1936, μαθήτευσε στο Prinz-Heinrich-Gymnasium. Στην ηλικία των 17 ετών, εντάχθηκε στη Βέρμαχτ για τον Πόλεμο, αλλά έως και το 1944, δεν είχε πολεμήσει. Εκεί τραυματισμένος, συνελήφθη από τους Βρετανούς.
Κρατήθηκε μαζί με άλλους φυλακισμένους πολέμου, στο Έσσεξ, εκεί έδωσε έπαιξε για πρώτη φορά σε θεατρική παράσταση. Το 1946, επέστρεψε στη γενέτειρά του, μετά από 1,5 χρόνο στη φυλακή, για να βρει ότι και οι δύο οι γονείς του χάθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Την ίδια χρόνια ξεκίνησε αμέσως την ενασχόλησή του με το θέατρο, αλλάζοντας και το όνομά του. Το 1948, συμμετείχε στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, τη Morituri.
Το 1951, συμμετείχε και στην πρώτη του αμερικανική ταινία, Decision Before Dawn. Κατά τις δεκαετίες του 1960-70, συμμετείχε σε πολλές ευρωπαϊκές exploitation ταινίες, με την πιο γνωστή να είναι το Δόκτωρ Ζιβάγκο (1965). Τη συγκεκριμένη δεκαετία μετακόμισε στην Ιταλία, όπου συμμετείχε σε πολλές γνωστές spaghetti western ταινίες, όπως το Μονομαχία Στο Ελ Πάσο (1965) και το The Great Silence (1968).
Ο Κίνσκι πέθανε από ανακοπή καρδίας το 1991 στην Καλιφόρνια και το μόνο του παιδί που παρακολούθησε τη κηδεία του, ήταν ο γιος του, ο Νικολάι.
Στο μυαλό του γερμανού ηθοποιού Klaus Kinski, «ο κόσμος συνωμοτούσε ανέκαθεν και πάντα εναντίον του Klaus Kinski».
Ή τουλάχιστον, έτσι υποθέτει κανείς διαβάζοντας την πιο απίστευτη αυτοβιογραφία ηθοποιού που πρέπει να έχει γραφτεί ποτέ με τίτλο «Kinski Uncut».
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Κίνσκι είναι το παραληρηματικό παραλήρημα ενός μεγαλομανούς τρελού, ενός ανθρώπου με ξεκάθαρα (και αγιάτρευτα) προβλήματα ψυχιατρικής φύσεως.
Είναι αισχρό. Είναι πορνογραφικό. Το μισό του μέρος είναι ψέματα και το άλλο μισό είναι καθαρές μαλακίες και «φίδια» από αυτά που συχνά εξιστορούσε ο ίδιος ο Kinski σε συναδέλφους και γνωστούς του – ως γνωστόν, δεν υπάρχει κάποιος που να ήταν «φίλος του».
Σύμφωνα με το IMDB, ο Κinski έπαιξε σε 136 ταινίες. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Κinski, έπαιξε σε περισσότερες από 300 ταινίες (και απέρριψε περισσότερες από 1000).
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Werner Herzog, ο πραγματικός αριθμός είναι αδύνατο να γίνει γνωστός, καθώς ο Κίνσκι επέλεγε ρόλους με βάση κυρίως τα χρήματα. Τα οποία κέρδιζε σε τεράστια ποσά και τα ξόδευε αμέσως μετά σε χρόνους dt (σε ναρκωτικά, ποτά, πουτάνες κτλ).
Απέρριψε ρόλους που του πρότειναν ο Φελίνι, ο Παζολίνι, ο Άρθουρ Πεν, ο Κεν Ράσελ και ο Σπίλμπεργκ (για έναν ρόλο στο «Raiders of The Lost Ark», για το οποίο ο Kinski γράφει «Αλλά όσο και αν θα ήθελα να κάνω μια ταινία με τον Σπίλμπεργκ, το σενάριο είναι τόσο ηλίθιο, όσο και πολλές άλλες ταινίες αυτού του είδους»).
Στο βιβλίο του, ο Κίνσκι δεν έχει τίποτα άλλο παρά βίαιο μίσος και αηδία για κάθε σκηνοθέτη για τον οποίο δούλεψε ποτέ. Δεν αφιερώνει σχεδόν καθόλου χρόνο για να συζητήσει τη δουλειά του σε καμία από τις εκατοντάδες παραγωγές στις οποίες συμμετείχε. Η κινηματογραφική υποκριτική για τον ίδιο δεν ήταν παρά ένα μέσο για έναν και μοναδικό σκοπό: τα χρήματα.
Και προκειμένου να κρύβει την παροιμιώδη διαστροφή του πίσω από τον μανδύα της «Τέχνης».
Klaus Kinski, ο πιο νοσηρά διαταραγμένος ηθοποιός
Ο Klaus Kinski ήταν ο πιο νοσηρά διαταραγμένος ηθοποιός όλων των εποχών, ένα πραγματικό ανθρώπινο τέρας που συνδύαζε τις παιδοφιλικές και αιμομεικτικές του τάσεις μαζί με τόνους βίας και μεγαλομανιακής παράνοιας.
Πριν μια δεκαετία, η κόρη του, η Πόλα Κίνσκι, παραδέχθηκε δημόσια ότι ο πατέρας της την υπέβαλε σε 14 χρόνια σεξουαλικής κακοποίησης και βίας από την ηλικία των πέντε ή έξι ετών. Ο Κίνσκι τής έλεγε, μέχρι την εφηβεία της, ότι η «συμπεριφορά του ήταν απολύτως φυσιολογική».
«Είπε ότι σε όλο τον κόσμο οι πατέρες κάνουν το ίδιο πράγμα με τις κόρες τους».
«Εκείνος [ο Κλάους Κίνσκι] άρχισε να με αγγίζει και να με φιλάει με ανοιχτό στόμα όταν ήμουν αρκετά μικρή, περίπου πέντε ή έξι ετών» δήλωσε στο περιοδικό Stern σε συνέντευξή της που δημοσιεύθηκε το 2013 συνοδεύοντας την αυτοβιογραφία της, «Kindermund», η οποία εκδόθηκε στη Γερμανία.
Η 72χρονη Κίνσκι σήμερα ζει στη Γερμανία και είναι επίσης ηθοποιός αλλά «ως παιδί έπρεπε πάντα να κρατάω το στόμα μου κλειστό γιατί πάντα με απειλούσε. Και ήμουν εξαρτημένη από αυτόν, από την αγάπη του».
Και όχι μόνο από αυτή: Ο Κίνσκι της έδινε ακριβά δώρα, την έντυνε με τα πιο όμορφα ρούχα, την κολάκευε με φιλοφρονήσεις που άρμοζαν περισσότερο σε μια ερωτική του σύντροφο, παρά στην ίδια του την κόρη.
Στο βιβλίο της η Κίνσκι αναλύει με εξαιρετικά γραφικές (και ανατριχιαστικές και ενοχλητικές) λεπτομέρειες την κακοποίηση από τον πατέρα της, ο οποίος ήταν ένα πραγματικό τέρας. Και δεν εννοούμε της υποκριτικής…
«Είτε με πιστεύει ο κόσμος, είτε όχι, εγώ ήμουν αυτή που το έζησε όλο αυτό. Είναι η αλήθεια», τονίζοντας εμφατικά ότι διέκοψε κάθε επαφή με τον πατέρα της όταν ήταν 19 ετών. Όταν αυτός πέθανε, το 1991, η Πόλα «δεν ένιωσε τίποτα».
Πρόσθεσε ότι δεν είχε μιλήσει γι’ αυτό στην ετεροθαλή αδελφή της, την γνωστή ηθοποιό Ναστάζια Κίνσκι, που ζει στις ΗΠΑ, επειδή δεν είχαν επαφή. Ένας ατζέντης του ετεροθαλούς αδελφού της, του Νικολάι Κίνσκι, επίσης ηθοποιού και με έδρα το Βερολίνο, δήλωσε ότι δεν ήθελε να σχολιάσει τους ισχυρισμούς.
Η Ναστάζια υποστήριξε την Πόλα, προσθέτοντας ότι ο πατέρας της την αγκάλιαζε επίσης «σεξουαλικά» όταν ήταν 4-5 ετών, αλλά δεν έκανε ποτέ σεξ μαζί της. Και αποκάλεσε την ετεροθαλή αδερφή της «ηρωίδα» επειδή μίλησε ανοιχτά.
Ο χειρότερος ηθοποιός για τους σκηνοθέτες
Ο Κίνσκι γεννήθηκε στην Πολωνία το 1926, αν και η οικογένεια μετακόμισε στη Γερμανία όταν ήταν μικρός. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατατάχθηκε στον γερμανικό στρατό σε ηλικία 16 ετών και τη δεύτερη ημέρα της μάχης του αιχμαλωτίστηκε στην Ολλανδία. Πέρασε το υπόλοιπο του πολέμου σε βρετανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου.
Παντρεύτηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1950. Η δεύτερη σύζυγός του, η Ρουθ Μπριζίτ Τόκι, ήταν η μητέρα της κόρης του, της ηθοποιού Ναστάσια Κίνσκι. Με την τρίτη σύζυγό του, Minhoi Wiggers, απέκτησαν έναν γιο, τον Nικολάι.
Ο Κίνσκι ξεκίνησε την καριέρα του στη σκηνή και σε μικρούς ρόλους σε γερμανικές ταινίες στα τέλη της δεκαετίας του ’40.
Ωστόσο, η φήμη του Κίνσκι στηρίχτηκε σε ταινίες που γύρισε με τον σχεδόν μόνιμο συνεργάτη του, σκηνοθέτη Bέρνερ Χέρτσογκ τη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, παίζοντας ρόλους που κινούνταν ανάμεσα στον κατακτητή («Aguirre: The Wrath of God» (1972), στην οποία ο Κίνσκι υποδυόταν έναν τρελό Ισπανό κατακτητή του 16ου αιώνα) και στον βρικόλακα («Nosferatu, the Vampyre» (1978), ένα ριμέικ του κλασικού έργου του F. W. Murnau του 1922), αλλά σχεδόν πάντα του αρχετυπικού «κακού».
Ο ηθοποιός και ο σκηνοθέτης τσακώθηκαν έντονα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της πρώτης τους κοινής ταινίας, συνέχισαν όμως να γυρίζουν αρκετές ακόμα ταινίες μαζί. Στις άλλες ταινίες του Χέρτσογκ περιλαμβάνονται οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι στο «Woyzeck» (1978) και στο «Fitzcarraldo» (1982).
Συνολικά, ο Χέρτσογκ άντεξε τον Κίνσκι σε πέντε ταινίες: «Αγκίρε» (1972), «Νοσφεράτου» (1979), «Βόιτσεκ» (1979), «Φιτσκαράλντο» (1982) και «Πράσινη Κόμπρα» (1987).
Και πολλές ήταν, θα έλεγε κάποιος.
Klaus Kinski, το τέρας
Κατόπιν ξεκίνησαν να διακινούνται κάποιες φήμες ότι ο Κίνσκι ήταν τόσο ψυχικά διαταραγμένος ώστε πολλοί κινηματογραφιστές σκέφτηκαν πολύ σοβαρά να τον σκοτώσουν. Τα γεγονότα, όμως, σύμφωνα με την βρετανική εφημερίδα Telegraph, είναι εις βάρος του Κίνσκι.
Ο Χέρτσογκ τον έχει περιγράψει ως «τέρας και πανούκλα με ανθρώπινη μορφή» καθώς σε όλα τα γυρίσματα των ταινιών του Χέρτσογκ, ο Κίνσκι φώναζε, έβριζε, αρνιόταν να σκηνοθετηθεί και έκανε θανάσιμους εχθρούς μεταξύ των μελών του συνεργείου και του υπόλοιπου καστ.
Στο ντοκιμαντέρ του Χέρτσογκ «Ο καλύτερός μου φίλος» (1999), ο σκηνοθέτης μιλάει για το πώς γνωρίστηκαν όταν ήταν ακόμη πιτσιρικάδες. Τη δεκαετία του 1950 συγκατοικούσαν σε ένα διαμέρισμα στο Μόναχο.
Φυσικά, θυμάται ο ίδιος ο σκηνοθέτης, από την πρώτη μέρα τρομοκρατούσε τους πάντες. Ο Κίνσκι συνήθιζε, λέει, να ουρλιάζει στη σπιτονοικοκυρά τους επειδή… δεν σιδέρωσε αρκετά καλά τον γιακά του πουκαμίσου του.
Υπάρχει και ένα άλλο περιστατικό σε ένα δείπνο με κάποιον κριτικό θεάτρου και σινεμά που επαινούσε την ερμηνεία του Κίνσκι σε μια νέα παραγωγή ως «εξαιρετική». Τότε ο Κίνσκι σηκώθηκε, λέει, και του απάντησε εκσφενδονίζοντας μαχαιροπίρουνα και πατάτες στο πρόσωπο του άνδρα.
«Δεν ήμουν απλά εξαιρετικός. Ημουν μνημειώδης!», του είπε ουρλιάζοντας και έφυγε από το τραπέζι.
Ο Κίνσκι είχε μεγάλη ανάγκη από σεβασμό σε μια βιομηχανία, όπως αυτή του κινηματογράφου, που ήδη πίστευε ότι ήταν ένας παρανοϊκός μεγαλομανής.
Ωστόσο, ήταν, πέραν πάσης αμφιβολίας: Στα γυρίσματα του «Αγκίρε» διαρκώς απειλούσε την ζωή του περουβιανών κομπάρσων –που δεν θα είχαν επιβιώσει χωρίς κράνη– και περνούσε το χρόνο του πυροβολώντας με το τουφέκι του ένα βράδυ στην καλύβα όπου έπαιζαν όλοι μαζί χαρτιά.
Στο δεύτερο, εξίσου θρυλικό περιστατικό, στα μισά εκείνων των γυρισμάτων ο Κίνσκι απείλησε να φύγει, λόγω της ταλαιπωρίας από τις κλιματολογικές συνθήκες. Ο Χέρτσογκ τού είπε ότι, αν το έκανε, θα τον πυροβολούσε οκτώ φορές στο κεφάλι, κρατώντας μια ένατη σφαίρα για τον εαυτό του.
Στην αυτοβιογραφία του, ο Κίνσκι λέει χαρακτηριστικά για τον Χέρτσογκ: «Ο Χέρτσογκ είναι ένας μίζερος, μισητός, κακόβουλος, φιλάργυρος, διψασμένος για χρήματα, άσχημος, σαδιστής, προδοτικός, δειλός, ανατριχιαστικός τύπος. Ο τρόπος ομιλίας του είναι αδέξιος, με νωθρότητα, σαν να είναι βάτραχος, μακρόσυρτος, με μικρές προτάσεις. Δεν έχω γνωρίσει ποτέ κανέναν άνθρωπο τόσο θολό, χωρίς χιούμορ, σφιγμένο, ανόητο, καταθλιπτικό, βαρετό και αλαζόνα».
Στο «Φιτσκαράλντο», ο Χέρτζογκ κατάφερε να γυρίσει σχεδόν την μισή ταινία με τον Τζέισον Ρόμπαρντς στον πρωταγωνιστικό ρόλο και τον Μικ Τζάγκερ στον συμπρωταγωνιστικό.
Αλλά ο Ρόμπαρντς αρρώστησε με δυσεντερία και οξεία βρογχίτιδα και οι γιατροί του απαγόρευσαν να επιστρέψει στα γυρίσματα, ενώ το πρόγραμμα περιοδειών του Τζάγκερ δεν του επέτρεπε να συνεχίσει, οπότε ο ρόλος του αφαιρέθηκε.
Τότε πήρε τον ρόλο ο Κίνσκι. Και όλα πήραν την κατηφόρα από το σημείο αυτό και έπειτα.
Προσπάθησε, για παράδειγμα, να πετύχει την απόλυση των μελών του συνεργείου. Το καστ των ιθαγενών τον θεώρησε ένα είδος δαίμονα, μιας σατανικής μορφής που κατέστρεφε τα πάντα στο πέρασμά της. Μάλιστα, ο αρχηγός μιας τοπικής φυλής παρουσιάστηκε στον Χέρτσογκ και προσφέρθηκε σοβαρά να… δολοφονήσει τον Κίνσκι.
Ο ιταλός παραγωγός Ρομπέρτο Μπέσι φέρεται, επίσης, να σκέφτηκε να… δολοφονήσει και αυτός τον Κίνσκι για να εισπράξει τα χρήματα της ασφάλισης, όταν κατέστη αδύνατο να τον απολύσει από το «Crawlspace», ένα θρίλερ τρόμου του 1986. Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Ντέιβιντ Σμόλερ, γύρισε στη συνέχεια το «Please Kill Mr Kinski», μια ταινία μικρού μήκους για αυτή την εμπειρία.
«Δεν μπορώ να μιλήσω για τον τερατώδη τρόπο με τον οποίο ο Κίνσκι συμπεριφέρθηκε στις γυναίκες της ζωής του και κακοποίησε την κόρη του Πόλα, η οποία με αναζήτησε πριν δημοσιεύσει τα απομνημονεύματά της. Επιτρέψτε μου να πω ότι υπήρξαν αντιπαραθέσεις στη Γερμανία σχετικά με το αν θα μπορούσαν να αποδειχθούν οι ισχυρισμοί της, αλλά δεν υπάρχει ίχνος αμφιβολίας στην καρδιά μου ότι λέει την αλήθεια. Αν είμαι στο πλευρό κάποιου, είναι το δικό της», είχε πει αναφορικά με την υπόθεση αιμομιξίας ο ίδιος ο Χέρτσογκ.
Ο Πολωνός Klaus Kinski
Ο Κλάους Κίνσκι (Klaus Kinski) (γεννημένος ως Κλάους Γκέντερ Καρλ Ναζίνσκι, 18 Οκτωβρίου 1926 – 23 Νοεμβρίου 1991) ήταν Γερμανός ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου.
Η καριέρα του κράτησε περίπου 40 χρόνια, κατά την οποία συμμετείχε σε περίπου 130 ταινίες μεγάλου μήκους. Είναι γνωστός επίσης και για τη συνεργασία του με τον Γερμανό σκηνοθέτη, Βέρνερ Χέρτζογκ, στου οποίου μεταξύ άλλων πρωταγωνίστησε στο Aguirre, the Wrath of God (1972) και το Nosferatu the Vampyre (1979). Ο Κίνσκι υπήρξε μία πολυσυζητημένη φιγούρα, και πολλές από τις πτυχές της ζωής του, αναφέρονται στο ντοκιμαντέρ του Χέρτζογκ, My Best Fiend (1999). Ο Κίνσκι, γεννήθηκε στο Σόποτ της Πολωνίας (σήμερα), ο πατέρας του ήταν αποτυχημένος τραγουδιστής της όπερας, ενώ η μητέρα του νοσοκόμα.
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, μετανάστευσαν το 1931, στο Βερολίνο. Κατόπιν, απέκτησε και τη γερμανική υπηκοότητα, ενώ περί το 1936, μαθήτευσε στο Prinz-Heinrich-Gymnasium. Στην ηλικία των 17 ετών, εντάχθηκε στη Βέρμαχτ για τον Πόλεμο, αλλά έως και το 1944, δεν είχε πολεμήσει. Εκεί τραυματισμένος, συνελήφθη από τους Βρετανούς.
Κρατήθηκε μαζί με άλλους φυλακισμένους πολέμου, στο Έσσεξ, εκεί έδωσε έπαιξε για πρώτη φορά σε θεατρική παράσταση. Το 1946, επέστρεψε στη γενέτειρά του, μετά από 1,5 χρόνο στη φυλακή, για να βρει ότι και οι δύο οι γονείς του χάθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Την ίδια χρόνια ξεκίνησε αμέσως την ενασχόλησή του με το θέατρο, αλλάζοντας και το όνομά του. Το 1948, συμμετείχε στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, τη Morituri.
Το 1951, συμμετείχε και στην πρώτη του αμερικανική ταινία, Decision Before Dawn. Κατά τις δεκαετίες του 1960-70, συμμετείχε σε πολλές ευρωπαϊκές exploitation ταινίες, με την πιο γνωστή να είναι το Δόκτωρ Ζιβάγκο (1965). Τη συγκεκριμένη δεκαετία μετακόμισε στην Ιταλία, όπου συμμετείχε σε πολλές γνωστές spaghetti western ταινίες, όπως το Μονομαχία Στο Ελ Πάσο (1965) και το The Great Silence (1968).
Ο Κίνσκι πέθανε από ανακοπή καρδίας το 1991 στην Καλιφόρνια και το μόνο του παιδί που παρακολούθησε τη κηδεία του, ήταν ο γιος του, ο Νικολάι.