Πριν ακριβώς 40 χρόνια, το καλοκαίρι του 1982 συνέβη ένα γεγονός που άλλαξε για πάντα τον ρου των ταινιών επιστημονικής φαντασίας -τουλάχιστον, όπως τις γνωρίζαμε μέχρι τότε.

Αυτό που έλαβε χώρα ήταν μια πραγματική κινηματογραφία συναστρία, μια σπάνια συγκυρία κατά την οποία κυκλοφόρησαν μέσα σε διάστημα 40 ημερών πέντε πολύ σπουδαίες ταινίες που όρισαν, καθόρισαν και σμίλεψαν το είδος του sci-fi σινεμά, με μια παρακαταθήκη που κρατάει έως τις ημέρες μας.

«Star Trek II: The Wrath of Khan», «Blade Runner», «The Thing», «E.T. ο Εξωγήινος» και «Tron» βγήκαν στις αίθουσες σχεδόν ταυτόχρονα. Χαράς ευαγγέλια για τους οπαδούς των φιλμ επιστημονικής φαντασίας, οι οποίοι τότε ασφαλώς δεν είχαν κατανοήσει πλήρως και επαρκώς την κληρονομιά αυτών των πέντε ταινιών.

«Την αρχή έκανε στις 4 Ιουνίου του 1982 το «Star Trek II: The Wrath of Khan», που σημείωσε ένα απροσδόκητο ρεκόρ εισπράττοντας περίπου 14 εκατομμύρια δολάρια το πρώτο του σαββατοκύριακο. Επτά ημέρες αργότερα, κυκλοφόρησε το «E.T.: The Extra-Terrestrial» του Στίβεν Σπίλμπεργκ κάνοντας εισπράξεις που κυμάνθηκαν κοντά στα 11 εκατομμύρια δολάρια. Η 25η Ιουνίου έφερε στις αίθουσες τις ανταγωνιστικές κυκλοφορίες του φιλόδοξου tech-noir θρίλερ του Ridley Scott, του «Blade Runner» και του «The Thing» του John Carpenter, ενώ στις 9 Ιουλίου βγήκε το τεχνολογικά πρωτοποριακό «Tron» της Disney», αναφέρει το εκτενές αφιέρωμα των New York Times.

«Πώς όμως συνέβη αυτό και κυκλοφόρησαν πέντε τόσο σημαντικές, για το μέλλον της επιστημονικής φαντασίας, ταινίες ταυτοχρόνως;», αναρωτιέται το δημοσίευμα.

Όλα ξεκίνησαν, ουσιαστικά, πέντε χρόνια νωρίτερα, όταν κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα το «Star Wars» και το «Close Encounters Of The Third Kind», τα οποία κουβαλούσαν ένα κοινό μήνυμα αλλά και στόχο: απευθύνονταν τόσο σε ενήλικες, όσο και σε παιδιά. Κάπως έτσι γεννήθηκε ο «Εξωγήινος» του Σπίλμπεργκ, μια ταινία που μέχρι και η σκληρή και αδυσώπητη κριτικός των New York Times, Pauline Kael, χαρακτήρισε «ζεστή και τρυφερή, παρά το ότι είναι βουτηγμένη μέσα σε ένα λαϊκιστικό περίβλημα», αναφερόμενη στην φιλία ενός 10χρονου παιδιού με ένα (συνομήλικό του) πλάσμα από έναν άλλο γαλαξία.

 

«Περισσότερο από οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα κινηματογραφικά επιτεύγματα της ταινίας — όπως η ακριβής και σχεδόν ποιητική της υπενθύμιση της ύπαρξης μιας ειρηνικής ζωής στα αμερικανικά προάστια ή η εκπληκτική μουσική του John Williams – αυτό που έκανε το παραμύθι του Spielberg τόσο πειστικό ήταν το ότι ήταν περασμένο με την πατίνα του παιδικού ρεαλισμού και με μια πληθώρα από έντονες οπτικοακουστικές λεπτομέρειες. Π.χ. ο Έλιοτ κοιμάται περιτριγυρισμένος από συλλεκτικά αντικείμενα του «Star Wars» και πλαστικούς ήρωες από το προσοδοφόρο κινηματογραφικό σύμπαν του Τζορτζ Λούκας. Ο μικρός χρησιμοποιεί σοκολατένια καραμελάκια μάρκας Reese’s Pieces προκειμένου να δελεάσει τον E.T. στο σπίτι του -για να συμβεί αυτό, οι παραγωγοί της ταινίας έλαβαν άδεια από την σοκολατοποιία Hershey, της οποίας οι παγκόσμιες πωλήσεις αυξήθηκαν εκθετικά ως αποτέλεσμα της προβολής των προϊόντων της στην ταινία», επισημαίνει εμφατικά το άρθρο, προσθέτοντας ότι «με αυτό το ιδιότυπο product placement, ο Σπίλμπεργκ ήταν πλέον και στον κλάδο των παιχνιδιών». Η αλήθεια είναι ότι μετά την επιτυχία της ταινάις κυκλοφόρησε ένα (αποτυχημένο) ηλεκτρονικό παιχνίδι με ήρωα τον Ε.Τ., αλλά και εκατομμύρια λούτρινα κουκλάκια του, τα οποία πούλησαν… σαν ζεστά ψωμάκια σε όλη την υφήλιο -και φυσικά και στην Ελλάδα.

Περνώντας στο «Khan», το δημοσίευμα αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η «παρουσία στην ταινία μιας εφεύρεσης υψηλής τεχνολογίας που ονομάζεται Genesis Device, η οποία φέρνει ζωή σε άγονους κόσμους (και ενδεχομένως ανασταίνει μέχρι και νεκρούς Vulcans), ήταν ένα ξεδιάντροπο deus ex machina που παρουσιάστηκε ως μια σημαντική κινηματογραφική εφεύρεση / ανακάλυψη. Το σύντομο διάλειμμα στο οποίο βλέπουμε τη συσκευή να αναπτύσσεται ήταν η πρώτη εντελώς δημιουργημένη από υπολογιστή σεκάνς σε μια ταινία μεγάλου μήκους — ένα υπέροχο παράδειγμα υψηλής ποιότητας των νέων ειδικών εφέ και συγκεκριμένα των δημιουργών τους, των «μάγων» που εργάζονταν στην εταιρεία οπτικών εφέ του Lucas, την Industrial Light and Magic».

Ακολουθώντας τα όσα ενδιαφέροντα προσέφερε το «Khan», το «Tron» με την σειρά του εξερεύνησε τις δυνατότητες των CGI ακόμη πιο ολοκληρωμένα. Αρχικά, το φιλμ σχεδιάστηκε από τον σκηνοθέτη Steven Lisberger ως μια απλή ταινία κινουμένων σχεδίων, εμπνεόμενος ισόποσα από την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» και το, τότε εξαιρετικά δημοφιλές, ηλεκτρονικό παιχνίδι Pong.

Η δε υπόθεση ήταν απλούστατη: Υποψιαζόμενος ότι η δουλειά του έχει κλαπεί από τρίτους, ένας προγραμματιστής παιχνιδιών έρχεται αντιμέτωπος με το μοχθηρό αφεντικό του, αλλά καταλήγει να μεταφορτωθεί, να γίνει uploaded δηλαδή ο ίδιος, στο arcade game που κατασκεύασε. «Αυτή η αφήγηση λειτούργησε αποτελεσματικά – έστω και κατά λάθος, χωρίς να το θέλει ή να το επιδιώκει δηλαδή – ως μια αλληγορία για την ολοένα και πιο τεχνοκρατική φύση της παραγωγής ταινιών», ισχυρίζεται το δημοσίευμα.

 

Εκεί που το «Tron» φανταζόταν την δεινή κατάσταση ενός ανθρώπου που ξαφνικά μετατράπηκε σε «φάντασμα μέσα στη μηχανή» [ghost in the machine], το «Blade Runner» παρουσίαζε τα ρομπότ που λαχταρούσαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να είναι σάρκα και οστά. Ανθρωποι δηλαδή, σε μια αρκετά ελεύθερη προσαρμογή του μυθιστορήματος «Do Androids Dream of Electric Sheep?» από τον Philip K. Dick, οι νευρωτικές αφηγήσεις του οποίου εξέταζαν την επικίνδυνη διασταύρωση τεχνολογίας και ανθρώπινης ψυχολογίας.

Και μπορεί ο πιο «ζεστός» ηθοποιός της εποχής τότε να ήταν και ο πρωταγωνιστής της, ο Harrison Ford, ωστόσο ήταν ο χαρακτήρας του «Ρόι Μπάτι» του Ρούτγκερ Χάουερ, που έκλεψε τις εντυπώσεις από τον χαρακτήρα του Φορντ, τον «Ρικ Ντέκαρντ». Η ταινία τελειώνει δε, με μια απροσδόκητη στιγμή, διαμέσου ενός ειλικρινούς μονόλογου του Μπάτι – επαναδιαμορφωμένου από τον ίδιο τον Χάουερ, ο οποίος χλεύασε τις «τεχνολογικές αηδίες» του αρχικού σεναρίου – που αυτοστιγμεί εμποτίζει την ταινία με λίγη από την ποίηση του «Star Trek».

Τέλος, στο remake του «The Thing From Another World», ο Carpenter στο «The Thing» εξιστορεί και αυτός την επιθυμία μιας εξωγήινης μορφής ζωής να γίνει άνθρωπος. Πώς θα το καταφέρει αυτό: δια της μίμησης μέσω μετάδοσης, σαν βακτηριακός ιός. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης ξεπαστρεύει έναν προς έναν τους ηθοποιούς του με μαεστρικό τρόπο, μέχρι που στο τέλος μένει ο πρωταγωνιστής Κερτ Ράσελ και ένας ακόμη χαρακτήρας. Και όλοι αναρωτιούνται: ποιος από τους δυο είναι ο άνθρωπος και ποιος η εξώγηινη μορφή ζωής;

Το βαθύτερο μήνυμα της ταινίας είναι ότι, ασφαλώς, ο άνθρωπος πάντα θα στρέφεται εναντίον του ανθρώπου. Ό,τι και αν γίνει.

«Η βασική και κατευθυντήρια γραμμή πάνω στην οποία κινείται το “The Thing”, ήταν μια βέβηλη εκδοχή του “έλα, μου κάνεις πλάκα τώρα» που προκαλούσε στον θεατή του, ο οπτικοακουστικός συνδυασμός του σοκ και του δέους», καταλήγει με νόημα το εκτενές αφιέρωμα, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι το «The Thing» μπορεί στην εποχή που βγήκε να θεωρήθηκε ως και αποτυχία, αλλά σήμερα αποτελεί υπόδειγμα του sci-fi σινεμά και μια ταινία πάνω στην οποία πάτησαν, από τότε μέχρι σήμερα, πλείστες όσες άλλες.