Ηταν ο πρώτος σκηνοθέτης το όνομα του οποίου κατέληξε να γίνει… αρκτικόλεξο: JLG, δηλαδή Jean-Luc Godard.

Σε οποιαδήποτε κινηματογραφική περίσταση έβλεπες αυτά τα τρία γράμματα μαζί, ήξερες τι επρόκειτο να δεις: μια ταινία του γαλλοελβετού κινηματογραφιστή.

Του πρώην κριτικού κινηματογράφου που, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60, βαρέθηκε να γράφει για σινεμά στο φημισμένο Cahiers du Cinema και έβαλε ένα προσωπικό στοίχημα και μαζί, πρόκληση απέναντι στο ίδιο του το είναι: να φτάσει ή ακόμη και να ξεπεράσει όλους εκείνους τους σκηνοθέτες και auteurs για τους οποίους έγραφε καθημερινά.

Ετσι, αρχικά, το σινεμά άλλαξε τον Γκοντάρ. Και κατόπιν, ο Γκοντάρ ανταπέδωσε την χάρη αυτή, αλλάζοντας με την σειρά του το σινεμά. Προς το καλύτερο, αλλά κυρίως προς το ριζοσπαστικότερο.

Είχε κίνητρο, είχε θέληση, είχε όραμα. Όλα αυτά τα ένωσε κάτω από την σκεπή του εγκεφάλου του και έβγαλε την πρώτη του ταινία το 1960: Μας άφησε όλους «Με Κομμένη την Ανάσα» και συνέχισε να κάνει το ίδιο, αποδομώντας σε κάθε του ταινία την αμέσως προηγούμενή του.

Κλασικός μαρξιστής ών, έφτασε στο σημείο να αμφισβητήσει τον εγγενή μαρξισμό που διαπερνούσε την ιδεολογία του, για χάρη της Τέχνης του. Ο Γκοντάρ κατέληξε να είναι ένας μετανιωμένος ιδεολόγος που θυσίασε το προσωπικό του κοινωνικοπολιτικό credo για χάρη της κινηματογραφικής απόλαυσης, όπως αυτή θα προέκυπτε αποκλειστικά από το σπάσιμο των σινεφίλ ορίων (σε επίπεδο δομής, κινηματογράφησης, διήγησης κτλ) και των συνόρων που σχεδόν ετσιθελικά τού επέβαλλαν οι σύγχρονοί του σκηνοθέτες.

«Όχι», έλεγε ο Γκοντάρ, «το νόημα πίσω από το σινεμά και τις τέχνες εν γένει είναι ο διαρκής πειραματισμός». Και πειραματίστηκε σαν μικρός χημικός με δοκιμαστικούς σωλήνες και περίεργα υγρά και έγινε ο πρώτος μεγάλος αλχημιστής του Σύγχρονου Σινεμά, ανακατεύοντας στις ταινίες του υλικά τόσο ετερόκλητα, που κάποιος θα στοιχημάτιζε ότι το τελικό μείγμα δεν θα λειτουργούσε. Αλλά, απεναντίας, λειτουργούσε τέλεια. Τόσο τέλεια, ώστε εξαιτίας του δημιουργήθηκε ένα ολόκληρο νέο κινηματογραφικό ρεύμα.

Ο Γκοντάρ υπήρξε ο ανεπίσημος «πατέρας» της Nouvelle Vague, του γαλλικού κινηματογραφικού «Νέου Κύματος», το οποίο συμπαρέσυρε μαζί του τον Φρανσουά Τριφό, τον Κλοντ Σαμπρόλ και τόσους άλλους.

Και κατόπιν, την δεκαετία του ’70, το κύμα αυτό ξέβρασε στο διεθνές σελιλόιντ τα πνευματικά «παιδιά» του Γκοντάρ: όλη την μεγάλη αμερικανική σχολή, τον Κόπολα, τον Σπίλμπεργκ, τον Κασσαβέτη, τον Μπογκντάνοβιτς, που όλοι τους έπιναν κρασί στο όνομα δυο και μόνο ανθρώπων: του Γκοντάρ και του Μπέργκμαν.

Το 1991, ένας άλλος «γκονταρικός» που βαρέθηκε να γράφει για σινεμά σε διάφορα fanzines και να δουλεύει σε φθηνά βιντεοκλάμπ, αποφάσισε να κάνει το ίδιο όπως το κινηματογραφικό του είδωλο.

Ο Κουέντιν Ταραντίνο παράτησε τα πάντα και έκανε το «Reservoir Dogs», σημείο αναφοράς του σύγχρονου σινεμά. Πάνω στον Γκοντάρ πάτησε ο Ταραντίνο. Ήθελε, όπως είπε κατόπιν, να κάνει το δικό του «Με κομμένη την ανάσα». Τα κατάφερε τόσο πολύ και τόσο επιτυχημένα ώστε στην συνέχεια ονόμασε την κινηματογραφική του εταιρεία «A Band Apart», μια ευθεία αναφορά στο γκονταρικό «Bande à part» του 1964.

«Ο Γκοντάρ ήταν αυτός που μου έμαθε ότι οι κινηματογραφικοί κανόνες υπάρχουν προκειμένου να σπάνε», είπε πρόσφατα ο Ταραντίνο. Ο Γκοντάρ συγκατάνευσε με νόημα. Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, είπε σοφά: «Το σινεμά δεν είναι ο τελικός σταθμός. Το σινεμά είναι το ίδιο το τρένο».

Ασφαλώς και θα εξακολουθούσε να υπάρχει σινεμά και χωρίς τις ταινίες του Γκοντάρ, ακόμη και αν ο Ζαν-Λικ είχε αποφασίσει να συνεχίσει την καριέρα του ως κριτικού κινηματογράφου στο Cahiers.

Απλώς, δεν θα ήταν τόσο συναρπαστικό όσο χάρη στον JLG.