Αρκετές φορές είναι δύσκολο να αντιληφθούμε αν η Τέχνη αντιγράφει τη ζωή. Τα όρια θολώνουν και μία ταινία μυθοπλασίας αγγίζει τα όρια του ντοκιμαντέρ. O Φιλανδός Tέεμου Νίκι δημιουργεί από το 2007 μικρού και μεγάλου μήκους φιλμς, αυτό είναι όμως το έργο που τον καταξιώνει στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Με ευαισθησία και συγκατάβαση αποδίδει το πορτραίτο δύο άτυχων νέων που παλεύουν την αναπηρία τους και βιώνουν πολλούς μικρούς καθημερινούς “θανάτους”. Το μεγάλο επίτευγμα του δημιουργού έγκειται στο γεγονός, ότι καταφέρνει να ξυπνήσει στον θεατή αξίες όπως η αλληλεγγύη κι ο σεβασμός στον άνθρωπο, που ξεπερνούν τα ενστικτώδη συναισθήματα της λύπησης.

Ένα βλέμμα, η κάμερα αργά και σταθερά απομακρύνεται.  Ο Γιάκο ζει στο σπίτι του, καθηλωμένος από τη σκλήρυνση κατά πλάκας που του έχει στερήσει την όρασή του και του έχει προκαλέσει κινητική παράλυση. Η συγκεκριμένη ασθένεια χτυπάει συνήθως νέους άνδρες κι η ποιότητα ζωής τους υποβαθμίζεται σημαντικά μέχρι την επώδυνη κατάληξη. Ένας παθιασμένος σινεφίλ που βρίσκει συντροφιά στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής στο πρόσωπο της Σίρπα (“Η κορτιζόνη με κράτησε ξύπνια”). Ξαφνικά ένα αιφνίδιο γεγονός θα διαταράξει την καθημερινότητά της κι ο πρωταγωνιστής μας θα νιώσει την ανάγκη να βρεθεί στο πλάι της.

Για να φτάσει στο σπίτι της πρέπει κάποιος να τον βοηθήσει να αλλάξει δύο ταξί κι ένα τρένο. Παράλληλα το μικρό του αυτό ταξίδι έχει αποφασίσει να μείνει μυστικό από τον πατέρα του, ώστε να μην τον ανησυχήσει. Στη διαδρομή θα συναντήσει την άσχημη πλευρά την ανθρωπότητας, καθώς αρχικά θα πέσει θύμα κλοπής και στη συνέχεια θα έρθει αντιμέτωπος με τον υπόκοσμο. Η δύναμη της ψυχής του όμως δε θα τον αφήσει να εγκαταλείψει την προσπάθεια. “Οίκτος, οίκτος, οίκτος”. Θα φωνάξει, θα ξεσπάσει, θα παλέψει κι εν τέλει θα δικαιωθεί όσον αφορά τα στοιχειώδη.

Τρομερή η παρουσία του Πέτρι Ποϊκολάινεν (“Ζω ακόμα”) που στην πραγματικότητα αντιμετωπίζει με γενναιότητα και ψυχραιμία την ασθένειά του. Μόνο και μόνο για τη δική του ερμηνεία αξίζει να βρεθούμε στους κινηματογράφους και να αγκαλιάσουμε την ταινία. Ετοιμόλογος, με πάθος για το σινεμά, με νότες χιούμορ αντιμετωπίζει κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία του. Αναζητεί επικοινωνία, επαφή, μία ιδιαίτερη ηδονή στα μικρά, απλά που δεν είναι πράγματα. Μάλιστα τα γυρίσματα επισπεύστηκαν προκειμένου να μη λυγίσει στην πορεία, καθώς η επιδείνωση της υγείας του υπήρξε ραγδαία.

Η μουσική ισοδυναμεί με ελευθερία, η φωτογραφία του Σάρι Ααλτόνεν αναδεικνύει τον Γιάκο και την περήφανη πορεία του. Είναι εκ προοιμίου ένας νικητής. Το απατηλό όνειρο με το τρέξιμο και η προσγείωση στην πραγματικότητα. Θέλει να ανοίξει τα φτερά του κι είναι αποφασισμένος να το κάνει με κάθε κόστος. Όταν έχει φτάσει πλέον στον πολυπόθητο στόχο, λίγο πριν το τέλος του αρκεί να αγγίξει (“άσε με να σε δω”) με τα μάτια της καρδιάς. Συγκίνηση, χαρά, λύτρωση για τους δύο πραγματικούς ναυαγούς ενός Τιτανικού, που αρνούνται να αποδεχθούν την μοίρα τους και επιμένουν στη ζωή.