Η νέα ταινία του Χιλνούρ Παλμασόν μετά το εξαντλητικό δράμα «Winter Brothers» και το φιλόδοξο «White, white Day», αποτελεί ένα οπτικό υπερθέαμα που κατευθύνει τον νου στο μονοπάτι της σκέψης. Με εμφανή την επιρροή του από το έργο του Χέρτζογκ, δημιουργεί ένα μοναδικό σύμπαν και σχολιάζει τα ανθρώπινα αδιέξοδα. Πρεμιέρα στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» των Καννών, βραβεύσεις σε Σαν Σεμπαστιάν-Σικάγο και πέρασμα από το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Από σήμερα στις αίθουσες της Αθήνας.

Ένας νεαρός ιεραπόστολος ξεκινάει από τη Δανία για να κηρύξει τον λόγο του Θεού σε ένα χωριό της Ισλανδίας. Δε φαντάζεται που θα τον βγάλει ο δρόμος της πίστης, ωστόσο έχει μαζί του μία φωτογραφική μηχανή, προκειμένου να απαθανατίσει τις στιγμές. Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα. Η δράση ξεκινάει. Από την πρώτη σχεδόν σκηνή βλέπουμε τον Λούκας να ανεβαίνει τον δικό του Γολγοθά και να λυγίζει. Αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία έμμεση προ-οικονομία για όσα θα ακολουθήσουν. Το πρώτο κομμάτι ξετυλίγεται με αργό ρυθμό κι ουσιαστικά μας δείχνει τις δυσκολίες προσαρμογής του πρωταγωνιστή και την απόσταση νοοτροπίας που υπάρχει μεταξύ αυτού και των κατοίκων της περιοχής.

Όσο περνάει ο χρόνος από την μία το τοπίο προκαλεί δέος και σεβασμό κι από την άλλη οι άνθρωποι δείχνουν πόσο αδύναμοι είναι μπροστά στη μάνα Φύση. Το αιώνιο συγκρούεται με το εφήμερο. Σιγά σιγά ο ιερέας αρχίζει να αμφιβάλλει για τον ίδιο του τον εαυτό και οδηγείται σε μία γενική αμφισβήτηση, που είναι ικανή να τορπιλίσει την αποστολή του. Το πλήθος των συγκρούσεων καθημερινών, εξωτερικών και εσωτερικών δείχνει πως δεν μπορούμε πάντα να κρατάμε το μέτρο της ισορροπίας. Οι δοκιμασίες είναι συνεχείς και η «λάβα» είναι ικανή να παρασύρει στο διάβα της τον καθένα.

Με λεπτή ειρωνεία ο Παλμασόν μας δείχνει την τρωτή μας φύση, κάνει ένα σχόλιο για την αλλοτρίωση του ανθρώπου σε συνθήκες πίεσης. Μέσα από τα γεγονότα που με χειρουργική ακρίβεια περιγράφει δίνει το μήνυμα πως πρέπει να μένουμε στο πνεύμα του Θείου λόγου κι όχι σε στείρες εκφράσεις και νόρμες. Το ζητούμενο είναι άλλωστε η καθαρότητα της Ψυχής. Επομένως ακόμα και φιλοσοφικά αν προσεγγίσουμε τα πεπραγμένα βλέπουμε έναν «διάλογο» μεταξύ των θεωριών του Φρόιντ και του Έρικσον που αντικατοπτρίζονται σε όλο το φάσμα των ενεργειών του πρωταγωνιστή. Έχει ήδη καταπνίξει το ταλέντο του στη φωτογραφία. Έχει ήδη απαρνηθεί ως έναν βαθμό τα «εγκόσμια» και τις απολαύσεις της ζωής.

Ένας άνθρωπος που έχει καταπνίξει και στερηθεί ό,τι ενδεχομένως δίνει νόημα στη ζωή του, μοιραία θα ξεσπάσει, θα εκτραχυνθεί και βγει εκτός ελέγχου κάτω από συνθήκες ακραίας πίεσης, δείχνοντας σε εμάς, αλλά και τους επίδοξους πιστούς το χειρότερο πρόσωπό του. Ο σκηνοθέτης έχει συλλάβει όλη αυτήν την πάλη και την μεταφέρει εξαιρετικά στην μεγάλη οθόνη μπροστά από ένα σαγηνευτικό φόντο.