Ο Κινηματογράφος αποτελεί φάρμακο της ψυχής και της σκέψης. Έχει τη δύναμη να κινητοποιήσει τα αντανακλαστικά μας και να χρωματίσει τη μελαγχολία μας. Η Liberation έγραψε «ένα καθηλωτικό ντεμπούτο». Υιοθετώ απόλυτα τον τίτλο της που ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτό που μας προσφέρει η Ιρίς Καλτενμπάκ με το καλογραμμένο της σενάριο και την εξαιρετική της σκηνοθεσία με έμφαση στη λεπτομέρεια. Πρεμιέρα στις Κάννες περίπου έναν χρόνο πριν. Βραβείο της κριτικής επιτροπής στο πρόσφατο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου κι από σήμερα στις κινηματογραφικές αίθουσες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Έχουμε συνηθίσει παραδοσιακά τέτοια εποχή να κυκλοφορούν αρκετές γαλλικές ταινίες που σπάνια ξεπερνούν τον πήχη του μετρίου. Το “Le Ravissement” είναι εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Αν το μεταφράσουμε ελεύθερα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα “ντελίριο”, για μία συνθήκη πέρα από τα όρια που κυριαρχούν τα ένστικτα και η λογική έχει χάσει εκ προοιμίου τη μάχη από το θυμικό. Οι κανόνες πηγαίνουν περίπατο. Η Λίντια μας παρασέρνει στην ιστορία και τα αδιέξοδά της. Δημιουργείται ένα ψυχολογικό θρίλερ δομημένο (με αρχή, μέση και τέλος) που δε αφήνει να αποδράσεις για 97΄και σου δίνει αυτό που περιμένεις στο φινάλε του.

Το σύννεφο της αβεβαιότητας καλύπτει την καθημερινότητα της πρωταγωνίστριας. Βιώνει με βουβό πόνο έναν χωρισμό και προσπαθεί να επουλώσει τα τραύματά της. Η αξία της φιλίας, η ανάγκη για επικοινωνία και η σύγχρονη μοναξιά έρχονται και πάλι στο προσκήνιο. Η διαδρομή της Λίντια θυμίζει ένα αυτοκίνητο που κάνει στον δρόμο “οχταράκια” κι η ανατροπή του είναι θέμα χρόνου. Παγιδευμένη στα διαδοχικά ψέματά της αδυνατεί να δει το φως της διεξόδου. Στο πρόσωπό της αντικατοπτρίζεται πλήρως ο τραυματισμένος εσωτερικός της κόσμος. Για να φτάσουμε στα αίτια οφείλουμε να ακολουθήσουμε ένα παράλληλο με τη θέαση ταξίδι. Είναι άλλωστε γνωστό πως οι εμπειρίες των παιδικών ετών μας καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό.

Η κλιμακούμενη ένταση και η διαρκής ένταση δίνουν θεατρικότητα και ζωντάνια στο θέαμα που ξετυλίγεται. Οι έννοιες θύμα, θύτης θολώνουν επικίνδυνα. Η Λίντια έχει ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί, αλλά με την παρορμητικότητά της χάνει ό,τι αξίζει από κοντά της. Δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί το λάθος της και δεν υπάρχει κανείς να της δείξει τον δρόμο. Η εκτροπή οδηγεί μοιραία σε εκτροχιασμό μετά από μία δύσκολη ακροβασία κι είναι υποχρεωμένη να ανεβεί τον δικό της γολγοθά μέχρι εξαγνισμό των “αμαρτιών” της. Βαρύ φορτίο και επίπονη διαδικασία.

Αποκάλυψη φυσικά η Χαφσιά Ερζί που αφήνει υποσχέσεις με την εκφραστικότητά της. Δίπλα της η Νίνα Μερίς από την “Μικρή Μαμά” και ο Αλεξίς Μανεντί από τους “Άθλιους”. Η φωτογραφία (Μαρίν Ατλάν) υψηλού επιπέδου, όπως κι η μουσική του Αλεξάντρ ντε λα Μπομ που γεμίζει με τις νότες κάθε κενό. Με την μαεστρία της Καλτενμπάκ τα πάντα ευθυγραμμίζονται ιδανικά. Η δουλειά της γίνεται εύκολα αντιληπτή. Δημιουργεί ένα παζλ για δύσκολους λύτες και δίνει την αίσθηση της ολοκλήρωσης στον θεατή μέσα σε ένα σύντομο διάστημα που δεν τον εξαντλεί σε καμία περίπτωση.

Με τη σφραγίδα της αφήνει ελπίδα για το μέλλον και τα επόμενά της έργα. Με τη μυθοπλασία δείχνει την ουσία απέναντι στα λαϊκά δικαστήρια που κάνουν το μίσος να κυριαρχεί. Η διαχείριση της απόρριψης αποτελεί τελικά το μείζον ζήτημα που αναλύει με έναν μοναδικό τρόπο. Όσα λιγότερα γνωρίζει κανείς πριν πάει στο σινεμά για να δει την “Αρπαγή” τόσο καλύτερα. Η έκπληξη θα είναι ευχάριστη, όπως υποστηρίζει το κοινό που ήδη την παρακολούθησε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Αφήστε τα προβλήματα για λίγο και επιτρέψτε σε αυτήν τη σπουδαία επιλογή να σας ταξιδέψει στον κόσμο της. Δε θα το μετανιώσετε.