To σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μιλάντ Αλαμί, “Charmer” (2018) είχε κερδίσει τις εντυπώσεις και συνάντηση μεγάλη απήχηση σε κοινό και κριτικούς. Αυτή τη φορά επιστρέφει με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, “Αντίπαλος”. Μεγαλωμένος στη Δανία ο ιρανικής καταγωγής δημιουργός έχει την ευκαιρία να ξεφύγει από το κλασικό μοτίβο των έργων της πατρίδας του και να χρωματίσει με την παλέτα του την εξέλιξη της πλοκής μπροστά από το λευκό φόντο του βορρά της Σουηδίας. Αφετηρία στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, πέρασμα από τις Νύχτες Πρεμιέρας και από σήμερα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Η πρώτη σκηνή γεννά ερωτηματικά. Γρήγορα ο σκηνοθέτης κερδίζει το ενδιαφέρον του θεατή και τον φέρνει σε θέση συμπρωταγωνιστή. Ξαφνικά το σκηνικό αλλάζει και μεταφέρεται σε μία εντελώς διαφορετική συνθήκη. Ο Ιμάν από αγρίμι στην πατρίδα του μετατρέπεται σε έναν απλό υπάλληλο στην Ευρώπη. Τι μεσολάβησε και μαζί με τη Μαριάμ και τα δύο παιδιά τους πήραν την μεγάλη απόφαση; Δε γίνεται ξεκάθαρο, αλλά είναι εύκολο να ψυχανεμιστεί κανείς τι έχει συμβεί όσο ξεδιπλώνεται το φιλμ. Το μυστικό μένει κρυφό, αλλά οι υπαινιγμοί είναι σαφείς και δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Ακόμα κι ένα βλέμμα είναι ικανό να προδώσει τον πρωταγωνιστή και το παρελθόν του.
Επομένως μπορούμε να πούμε πως δοκιμάζει ένα ταξίδι προς την ελευθερία με την ευρύτερη σημασία του όρου. Στο Ιράν μία φήμη, ακόμα κι ανυπόστατη είναι ικανή να σε στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν είχε την πολυτέλεια να ρισκάρει. Είχε πίσω του την οικογένειά του. Καλούνται πλέον όλοι μαζί να ακροβατούν καθημερινά στα δαιδαλώδη μονοπάτια της γραφειοκρατίας υπό τον φόβο της απέλασης. Όσον κι αν τρέχει μεταφορικά ο Ιμάν κάτι τον κυνηγάει και του δίνει την αίσθηση πως στο τέλος θα τον πιάσει. Το νιώθει και δεν μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα θέλω και τα πρέπει. Άγχος και καταπίεση στοιχειώνουν τη ζωή της φαμίλιας στις καθημερινές της πτυχές.
Από τη μία σιωπά για να επιβιώσει στο νέο περιβάλλον, από την άλλη αναζητεί διεξόδους να διοχετεύσει την έντασή του. Επιστρέφει στην ελληνορωμαϊκή πάλη, το πάθος του. Η σύζυγός του αναρωτιέται πώς μετά τα όσα έγιναν. Ο ίδιος όμως έχει πάρει την απόφασή του. Θα βρεθεί ξανά στην αρένα κι η μοίρα θα του επιφυλάσσει μία μεγάλη έκπληξη. Σαν το κάρμα του να τον κυνηγάει. Δε θα προσπαθήσει όμως να προστατευτεί. Θα δηλώσει παρών σε αυτό το μεγάλο ραντεβού κι είναι έτοιμος να υποστεί τις συνέπειες.
Σε επίπεδο ερμηνειών φυσικά ο μπαρουτοκαπνισμένος Παϊμάν Μααντί (“Ένας Χωρισμός”) ξεχωρίζει και μαγνητίζει. Η κάμερα του έχει κάνει “κεφαλοκλείδωμα”. Ο φακός του Σεμπαστιάν Γουϊντέρο εστιάζει με τέτοιον τρόπο στο πρόσωπό του που επιτείνει την αίσθηση του εγκλωβισμού. Είναι πλέον αδύναμος να αποδράσει. Ακριβώς όπως ο λύκος που του θυμίζει την ανοιχτή πληγή, το τραύμα που δεν έχει επουλωθεί. Θα παλέψει, αλλά γνωρίζει πως είναι ανέφικτο να φτάσει αλώβητος μέχρι το τέλος. Δεν παραιτείται, δεν μεμψιμοιρεί, αλλά αναγνωρίζει τα όριά του και τις αντικειμενικές δυσκολίες στη διαμορφωθείσα νέα κατάσταση.
Οι στίχοι της Όντρι Λορντ έρχονται να λειτουργήσουν σαν μία έμμεση προ-οικονομία και προοδευτικά θα επιβεβαιωθούν. Η επαλήθευσή τους φέρνει όσους παρακολουθούν την ταινία πιο κοντά στη λύση του γρίφου. Όσες αποδείξεις κι αν αναζητήσει ο Ιμάν η εξέλιξη από ένα σημείο και μετά μοιάζει προδιαγεγραμμένη. Με σφιχτό σενάριο και ιδανική διάρκεια προκειμένου να περάσει το μήνυμά του ο Αλαμί πετυχαίνει τον σκοπό του και δίνει συνέχεια στο συνολικό του έργο με μία ακόμα αξιοπρεπή απόπειρα που αφήνει ανοιχτούς λογαριασμούς για το μέλλον, προκειμένου να αναμένουμε την εκτόξευσή του μέσω της νέας του προσπάθειας τα επόμενα χρόνια.