Το “Αnimal” της Σοφίας Εξάρχου ήταν μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις του περασμένου Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Μετά το “Park” (2016), είδαμε τη σκηνοθέτη να κάνει σταθερά βήματα μπροστά και να μας παρουσιάζει ένα πλήρες πορτραίτο, έχοντας και πάλι στο κέντρο του τον άνθρωπο. Αυτή τη φορά επιχειρείται μία διείσδυση στα άδυτα του κόσμου των animateurs, που βρίσκονται στα μεγάλα τουριστικά θέρετρα για να διασκεδάζουν τους τουρίστες στο ελληνικό καλοκαίρι. Ελάχιστοι όμως έχουν αναλογιστεί ποια είναι η δική τους πραγματικότητα μέχρι να βγουν στη σκηνή.

Αυτήν την επώδυνη εξερεύνηση έχει αποφασίσει να κάνει η δημιουργός. Η Κάλια ηγείται του group. Είναι αυτή που το έχει ξανακάνει αρκετές φορές και γνωρίζει καλά τόσο πως θα κερδίσει την εμπιστοσύνη των συνεργατών, όσο και πως θα διαχειριστεί τις δύσκολες καταστάσεις που θα προκύψουν. Η ζωή της μοιάζει με μια διαρκή ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί. Τα όνειρά της τη στοιχειώνουν. Δεν είναι λίγες οι φορές που δείχνει εξωτερικά δυνατή, αλλά εμείς αντιλαμβανόμαστε ποσό ευάλωτη είναι εκείνη τη στιγμή. Προσπαθεί να ξεχνά και να ξεσπά. Να μην αφήνει το μυαλό της να σκεφτεί και να σχεδιάζει συνεχώς την υλοποίηση του επόμενου στόχου.

Μπορεί ο τουρισμός να χαρακτηρίζεται από αρκετούς ως η «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας, ωστόσο εδώ δε μιλάμε με νούμερα που αφορούν το ΑΕΠ, αλλά με συμπεριφορές που καθορίζουν την μοίρα του ανθρώπου. «Δε βρήκα χειρότερα κι είπα να ξαναέρθω». Η ανάγκη φέρνει ξανά και ξανά τους πρωταγωνιστές στο ίδιο μέρος. Δουλειά, πίεση, διπλά μεροκάματα και άγχος, για έναν χειμώνα που έρχεται και μάλλον θα πρέπει να ζήσουν με αυτά τα χρήματα και μια μικρή επιδότηση από το ταμείο ανεργίας για όσους πληρούν τα κριτήρια. Δε χάνουν όμως το χιούμορ τους και διασκεδάζουν κάθε στιγμή, σαρκάζοντας πρώτα απ΄όλα τον ίδιο τους τον εαυτό. «Τέρμα τα ποτάκια, πάμε για νεράκια».

Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου (“Aερολίν”) έρχεται από το σανίδι του θεάτρου στην μεγάλη οθόνη και μαγνητίζει τα βλέμματα. Είναι ο κύριος μοχλός του ξετυλίγματος της πλοκής. Υπάρχει σε όλα τα πλάνα. Τραγουδά, χορεύει, αφήνεται, πονάει, ματώνει. Δεν είναι άτρωτη, είναι ίσως γενναία, αλλά είναι μία από εμάς. Είναι ένας άνθρωπος που η ανάγκη τον έφερε στη συγκεκριμένη γεωγραφική τοποθεσία να κάνει αυτήν την εργασία. Δίπλα της αναδύεται το άστρο της Φλομαρία Παπαδάκη. Έρχεται να συμπληρώνει ένα αταίριαστο δίδυμο και να χρωματίσει με την παρουσία της το πέρασμα και την παράδοση της σκυτάλης σε έναν αέναο κύκλο.

Τα καλοκαιριά γράφονται μικρές ιστορίες που πιθανώς θα μείνουν ανείπωτες. Αναμνήσεις που σε κάνουν να χαμογελάς κι άλλες που πληγώνουν. Τι κόστος έχει για τους καλλιτέχνες η παραγωγή αυτού του τύπου διασκέδασης και τι θα συμβεί αν βρέξει; Ερωτήματα που γεννιούνται, καθώς παρακολουθούμε την ταινία. Κάθε ημέρα είναι και μία νέα πρόκληση για όλη την ομάδα, αλλά κυρίως για αυτήν που έχει την ευθύνη της οργάνωσης και πρέπει να εντυπωσιάσει τους “φιλοξενούμενους” που έχουν έρθει να απολαύσουν και να χαλρώσουν. Ξυπνάει από τις ακτίνες του ηλίου και πρέπει να στήσει το νέο σχέδιο με κόστος ψυχής.

Η ταινία ολοκληρώνεται με την ίδια σκηνή που ξεκινάει, θέλοντας να επιβεβαιώσει το αίσθημα του εγκλωβισμού σε μία πραγματικότητα που η πλειοψηφία αρνείται να αντικρίσει πόσο δε μάλλον να συναισθανθεί. Το “Υes Sir, I can boogie” μένει σαν ήχος στα αυτιά μας, σαν εικόνα, αλλά κυρίως ως σκέψη στον νου μας αποχωρώντας από την αίθουσα. Μετά τη “Φόνισσα” της Εύας Νάθενα, έρχεται ακόμα μία επιλογή που δείχνει πως το ελληνικό σινεμά επανέρχεται δυναμικά κι όπως μας είπε η Δήμητρα Βλαγκοπούλου στη συζήτησή μας, «oι καλύτερες ταινίες είναι αυτές που δεν έχουν γυριστεί ακόμα».