Μέσα σε 117 λεπτά ταινίας, ένας περίεργος και ελαφρώς ατημέλητος τύπος με κοιλιά, που φοράει διαρκώς ένα μπουρνούζι ή ρόμπα με παντόφλες ή πέδιλα θαλάσσης, λέει τη λέξη «man» 147 φορές και την λέξη «fuck» άλλες 292.

Είναι ο «Dude» ή «Τζέφρι Λεμπόφσκι» του Τζεφ Μπρίτζες.

«Μεγάλος», όσο και ο τίτλος που τον συνοδεύει, σαν έναν κινηματογραφικό Μεγαλέξανδρο.

«Στρατηλάτη» και «αρχιστράτηγο» της ατάκας, ατακοδόρο μέχρι παρεξηγήσεως, έναν κυνικό υμνητή του «τίποτα» και της ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής, έναν γερασμένο χίπη που κουράστηκε νωρίς και τα παράτησε όλα πολύ νωρίτερα.

Η λέξη «Dude» ακούγεται άλλες 161 φορές μέσα στην ταίνια «Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι», η οποία βγήκε στο σινεμά σαν σήμερα πριν 25 ακριβώς χρόνια, στις 6 Μαρτίου του 1998.

Η έβδομη μεγάλου μήκους ταινία των αδερφών Τζόελ και Ίθαν Κοέν, το «The Big Lebowski», είναι μια απο τις καλύτερες της καριέρας τους – και παρόλο που το φιλμ παρουσιάστηκε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Βερολίνου τον Φεβρουάριο του 1998, χωρίς να αποσπάσει κάποιο βραβείο, η ταινία κατάφερε να κερδίσει την προσοχή και την αποδοχή τόσο των κριτικών, όσο και του κοινού, φτάνοντας σήμερα, ακριβώς 25 χρόνια μετά, να θεωρείται καλτ.

Το cult status της είναι, λοιπόν, ήδη αποκατεστημένο, καθώς η ταινία παρακολουθεί τον άνεργο Λεμπόφσκι και τον κολλητό του, τον Γουόλτερ Σόμπτσακ (τον εξίσου υπέροχο Τζον Γκούντμαν), πρώην βετεράνο του Βιετνάμ, την ώρα που προσπαθούν από κοινού, στα διαλείμματα ενός τουρνουά μπόουλινγκ να ξεδιαλύνουν την υπόθεση μιας απαγωγής και της συνωνυμίας του Dude με έναν διάσημο εκατομμυριούχο.

Η έμπνευση για το σενάριο κρύβεται στον ίδιο τον τίτλο της ταινίας: το νουάρ λογοτεχνικό αριστούργημα «Ο Μεγάλος Ύπνος» του συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Raymond Chandler και την ομώνυμη ταίνια του Howard Hawkes από το 1946, με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στο ρόλο του επιθεωρητή Φίλιπ Μάρλοου.

Από το «Big Sleep» μέχρι τον «Big Lebowski» ένα τσιγάρο δρόμος, με ένα διάλειμμα για δυο larger than life χαρακτήρες που χρησίμευσαν ως πρότυπο για τους δυο κεντρικούς πρωταγωνιστές: αφενός τον Jeff Dowd, έναν χίπη, πολιτικό ακτιβιστή και μέλος της «Seattle Seven», της ακτιβιστικής οργάνωσης που δρούσε την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ (ο ίδιος ο Λεμπόφσκι «πετάει» κάποια στιγμή στην ταινία ότι υπήρξε μέλος των «Seattle Seven»).

Και αφετέρου τον John Milius, γνωστό ως σεναριογράφο των ταινιών «Αποκάλυψη Τώρα!», «Dirty Harry» και «Κόναν τον Βάρβαρο», πάνω στην θρυλική μορφή του οποίου βασίστηκε ο οξύθυμος, νευρικός και φωνακλάς Σόμπτσακ.

Το υπόλοιπο καστ είναι εξίσου εξαιρετικό: o Steve Buscemi του Ντόνυ – κατά κόσμο «Theodore Donald Kerabatsos» -, ο εξαιρετικός καρατερίστας Peter Stormare που μαζί με τον Flea των Red Hot Chili Peppers και τη «Maude Lebowski», την κόρη του εκατομμυριούχου Λεμπόφσκι της φοβερής Julianne Moore, υποδύονται την συμμορία που κάνουν τον εκβιασμό, αλλά και ο στωικός Sam Elliott στο ρόλο του ανώνυμου αφηγητή-καουμπόι.

Κυρίως όμως, η υπερ-μορφή του Jesus Quintana (του πάντα σπουδαίου John Turturro) που εμφανίζεται ελάχιστα στην ταινία, όμως με την ολιγόλεπτη εμφάνισή του δημιουργεί σχεδόν… σχολή υποκριτικής, με την εικόνα του Κιντάνα με τη χαρακτηριστική μοβ στολή του να γλείφει σχεδόν… φετιχιστικά την μπάλα του μπόουλινγκ.

Οι διάλογοι, ασφαλώς, είναι απίστευτοι. Οι ατάκες πέφτουν βροχή, με την επόμενη να είναι πιο αξιομνημόνευτη από την προηγούμενη, με τους πρωταγωνιστές να πετάνε… μαργαριτάρια απέναντι σε θεσμούς και «θεσμούς» της αμερικανικής κοινωνίας, από το σύστημα υγείας, μέχρι τα παπούτσια του μπόουλινγκ και μέχρι τους, μουσικούς αγαπημένους του αμερικανικού κοινού, Eagles και Creedence Clearwater Revival.

Η ταινία είναι, εσκεμμένα, χαλαρή και ταυτόχρονα «χαλαρουίτα», όπως ο Dude: ένας τύπος που αρνείται να πανικοβληθεί ή να κουνήσει το ποδαράκι του και το δακτυλάκι του και (απο)δέχεται τα πάντα στην καθημερινότητά του αδιαμαρτύρητα, σαν μια αδιευκρίνιστη νομοτέλεια της τεμπελιάς και της επαγγελματικής φυγοπονίας του (καθώς αρνείται με κάθε τρόπο να εργαστεί). Η προσωπική του «τεμπέλικη Βίβλος» δεν καταστρατηγείται ούτε μια στιγμή.

Η ταινία ακολουθεί πιστά και με θρησκευτική ευλάβεια την κεντρική της ύπαρξη, δηλαδή την διακριτική αντίστιξη των «τεμπέληδων τως εύφορης κοιλάδας» απέναντι στους άκρως ανταγωνιστικούς γιάπηδες της δεκαετίας του ’80: το slacker και τεμπέλικο κλίμα της δεκαετίας του ’90 που ήρθε να αντικαταστήσει την «Μεγάλη Ευμάρεια» του ριγκανισμού, όπως αυτός μεταλαμπαδεύτηκε στην αμερικανική κοινωνία ως οικονομικός και φιλελεύθερος «ανθυποριγκανισμός» διαμέσου των κυβερνήσεων Τζορτζ Μπους πατέρα.

Και, στο κεντρικό κάδρο της βάζει τον κεντρικό και τον αφανή πρωταγωνιστή της, τους συνώνυμους Λεμπόφσκι, εκ των οποίων ο Dude είναι ο «ηττημένος» slacker των ΗΠΑ και ο δισεκατομμυριούχος Λεμπόφσκι είναι ο απόλυτος κερδισμένος του «αμερικανικού ονείρου» made in the USA, καθώς η ταινία διαδραματίζεται το 1991, όταν ξεκινούσε ο πόλεμος του Περσικού Κόλπου.

Δυστυχώς, ανάμεσα στα διάφορα κινηματογραφικά παρελκόμενα του λεμποφσκικού σύμπαντος συγκαταλέγεται και το πρόσφατο spin-off του «Jesus Rolls».

Η ταινία, που κυκλοφόρησε το 2020, διηγείται την ιστορία του Jesus Quintana που συναγωνίζεται με έναν άλλο ώστε να δώσουν σε μια γυναίκα τον πρώτο της οργασμό, όταν πέφτουν πάνω σε μια εχθρικη κομμώτρια με μια παροιμιώδη αγάπη απέναντι στα όπλα.

Oι John Hamm, Cristopher Walken, Audrey Tautou (η ανοργασμική νυμφομανής που κυνηγάει ο Κιντάνα), Susan Sarandon και Pete Davidson κάνουν ένα πέρασμα από ένα, δυστυχώς φιλμ-μπουγαδόνερο του «Τhe Big Lebowski», χωρίς αρχή, μέση και τέλος, μια ταινία που αμαυρώνει την φήμη του αρχικού Λεμπόφσκι του 1998.

Καμία αξιομνημόνευτη ατάκα, κανένα σενάριο και, κυρίως, ένα κακέκτυπο υποκριτικής που δεν έχει απολύτως κανένα λόγο κινηματογραφικής ύπαρξης.

Μπορείτε να δοκιμάσετε να το δείτε, ασφαλώς, αλλά πάω στοίχημα ότι πάνω στο μισάωρο θα παρατήσετε την ταινία και θα ξαναβάλετε να δείτε, για νιοστή φορά, τον «Μεγάλο Λεμπόφσκι».