Μπορεί η ταινία του 1993 να εξόργισε τους κριτικούς και να πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τις κινηματογραφικές αίθουσες, όμως τελικά, αργά και σταθερά, βρήκε το κοινό της και κατάφερε να αναδειχθεί σε καλτ ταινία μέσα σε τρεις δεκαετίες από την πρεμιέρα της. Μετά από απαίτηση του φανατικού κοινού της πρώτης ταινίας, το κερί της μαύρης φλόγας ξανάναψε την περασμένη Παρασκευή αποκλειστικά στην πλατφόρμα της Disney, καθηλώνοντας εκατομμύρια θαυμαστές ανά τον κόσμο μπροστά από τις οθόνες τους.
Όσον αφορά τη ζήτηση για τη δεύτερη αυτή ταινία, αρκεί να πούμε μόνο ότι το πρώτο τρέιλερ που κυκλοφόρησε η Disney για το πολυαναμενόμενο sequel στα τέλη του περασμένου Ιουνίου συγκέντρωσε περισσότερες από 40 εκατομμύρια προβολές παγκοσμίως μέσα στις πρώτες 24 ώρες.
Για αρκετούς millennials υπάρχει κάτι απόλυτα τελετουργικό στην κατανάλωση ξανά και ξανά, κάθε Οκτώβρη, της ταινίας του 1993, μιας ταινίας που είναι συνυφασμένη με την ημέρα του Halloween. Γιατί για πολλούς από εμάς (ω, ναι, ανήκω κι εγώ σε εκείνη τη γενιά), ήταν αυτή η ίδια ταινία που μας εισήγαγε στον – άγνωστο στη σφαίρα της ελληνικής πραγματικοτητας εκείνης της εποχής – μαγικό κόσμο του Halloween. Και παρόλο που, μεγαλώνοντας αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε πως λατρέψαμε αυτήν την ταινία λιγότερο για το περιεχόμενο και περισσότερο για όλο αυτό που αντιπροσώπευε από την βιωμένη εμπειρία μας ως παιδιά, η νοσταλγία συνεχίζει ακόμα και σήμερα να καταβροχθίζει την αντικειμενικότητα. Και κάπως έτσι, η ανυπομονησία για την νέα ταινία Hocus Pocus ουσιαστικά πηγάζει από και βασίζεται στην τυφλή αγάπη μας για εκείνην του 1993.
Η νέα ταινία ξεκινά πολλά υποσχόμενη. Όπως και η πρωτότυπη, κάνει αναδρομή στο μακρινό παρελθόν. Αλλά εκεί που η πρώτη ταινία ξεκινούσε με τις τρεις μάγισσες να ρουφάνε τη ζωή ενός μικρού παιδιού σε μια ακραία campy σκηνή, αυτή εδώ τις στήνει ως αντισυμβατικές κορασίδες. Το σίκουελ μας ταξιδεύει πίσω στο ακόμα πιο μακρινό 1653 για να δώσει ένα δυνατό back story στις ανήλικες τότε αδελφές Σάντερσον. Πρόκειται για ένα back story που θυμίζει κι εκείνο που δόθηκε στην Cruella. Έτσι, ενώ 29 χρόνια πριν οι τρεις μάγισσες τρέφονταν και αναζωογονούνταν εισπνέοντας τη ζωτική δύναμη μικρών παιδιών, τώρα παρουσιάζονται ως τρεις γυναίκες βαθιά παρεξηγημένες που κλήθηκαν από πολύ μικρή ηλικία να αντιμετωπίσουν την πατριαρχία του Σάλεμ, βρίσκοντας μια διέξοδο στον απελευθερωτικό χώρο της μαγείας.
Και οι εκπλήξεις τελειώνουν εδώ. Σε μια εξόφθαλμη επανάληψη της πλοκής της πρώτης ταινίας, και πάλι, οι μάγισσες έρχονται αντιμέτωπες με τη νεότερη γενιά, η οποία καλείται να σταματήσει ένα σατανικό σχέδιο. Οι τρεις πρωταγωνίστριες Kathy Najimy, Bette Midler και Sarah Jessica Parker επιστρέφουν στους ρόλους τους σαν να μην πέρασε μια μέρα και, δυστυχώς, αυτό που θα μπορούσε να είναι ένα ξεκάθαρο 90λεπτο υπερθέαμα χάνει πολλή από τη λάμψη του στο δεύτερο μισό. Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, η αναρχική ενέργεια των πρώτων σκηνών βουλιάζει γρήγορα σε μια εντελώς προβλέψιμη περιπέτεια με γλυκανάλατο φινάλε.
Ωστόσο, εκείνο που κρατάμε είναι οι σκηνές στις οποίες η Disney ξεπερνά τον ίδιο της τον εαυτό και κάνει επιτέλους βήματα προς μια λιγότερο συντηριτική κατεύθυνση από την συνηθισμένη μανιέρα που ακολουθεί εδώ και δεκαετίες με ελάχιστες εξαιρέσεις. Τα βήματα αυτά είναι σαφώς κάπως ατσούμπαλα, αλλά γίνονται και είναι αυτά ακριβώς που κρατούν το ενδιαφέρον ως ένα σημείο. Κορυφαία στιγμή η σκηνή της επιστροφής των Σάντερσον με ένα εντελώς αψυχολόγητο και, ταυτόχρονα, απολύτως φαντασμαγορικό μουσικό νούμερο που κλείνει το μάτι στον Έλτον Τζον και καταλήγει σε ένα εξαιρετικό jump scare. Λίγο αργότερα οι Σαντερσον εισβάλουν σε ένα drag show περιτριγυρισμένο από αποφοίτους του RuPaul’s Drag Race, τραγουδούν Blondie και όλο αυτό καταλήγει σε ένα απολύτο queer flash mob.
Παρόλα τα ελαττώματά της, λοιπόν, η νέα ταινία “Hocus Pocus 2” μπορεί να ρίχνει πάνω κάτω τα ίδια υλικά στο τσουκάλι, αλλά τουλάχιστον δεν δίνει την εξόφθαλμη αίσθηση της αρπαχτής.