Είχα την τύχη να γνωρίσω τον κόσμο του Φλόριαν Ζέλερ περίπου τρία χρόνια πριν με την μεταφορά του «Πατέρα» στην μεγάλη οθόνη. Ένα έργο που του έδωσε το Oscar διασκευασμένου σεναρίου (μαζί με τον μόνιμο συνεργάτη του, Κρίστοφερ Χάμπτον) κι έφερε το Χρυσό Αγαλματίδιο στον Άντονι Χόπκινς. Η παρουσία του στον «Γιο» λειτουργεί ως γέφυρα. Υπάρχει μία χρονική γραμμικότητα με το πέρασμα από γενιά σε γενιά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για συνέχεια μίας ενιαίας ιστορίας ή μίας εναλλακτικής οπτικής γωνίας των πεπραγμένων.

Το γεγονός που έχει σημαδέψει τη ζωή του Νίκολας είναι ο χωρισμός των γονιών του. Αδυνατεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Βιώνει ταυτόχρονα παραμέληση εξωτερικά και μοναξιά εσωτερικά. Προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει σανίδα σωτηρίας, ωστόσο σε κάθε του βήμα το έδαφος μοιάζει μετέωρο. Ο πατέρας του Πίτερ, ένας επιτυχημένος δικηγόρος, χτίζει εκ νέου τη ζωή του και ο γιος καλείται να βρει τον ρόλο του σε μία πραγματικότητα που «τρέχει» με φρενήρεις ρυθμούς. Ο σκηνοθέτης με τον δικό του τρόπο απομυθοποιεί μία εποχή που μας καθιστά περισσότερο «μηχανές» (homo deus) και λιγότερο ανθρώπους. Όταν όμως ένας έφηβος είναι τόσο ευάλωτος, ακόμα κι όλα τα χρήματα του κόσμου δεν είναι ικανά από μόνα τους να καλύψουν τα υπαρξιακά κενά του.

Στη δική του δύσκολη διαδρομή αναζητά αγάπη κι ενδιαφέρον. Ψάχνει χαραμάδα φωτός την ώρα που το σκοτάδι του κλείνει κάθε διαδρομή εξωστρέφειας. Υποφέρει, εγκλωβίζεται και αδυνατεί να κοινωνικοποιηθεί. Στο μυαλό μου έρχονται συνειρμικά παρακολουθώντας τον «Γιο» οι φορείς της κοινωνικοποίησης που διδαχθήκαμε. Η οικογένεια απούσα. Δεν έχει βάλει τις βάσεις κι ο ίδιος ανήμπορος να πατήσει στα πόδια του και να περπατήσει το δύσβατο μονοπάτι βρίσκοντας μέσω κοπιώδους διαδικασίας αντίβαρα στο σχολείο, στη γειτονιά, στην κοινωνία. Η παραίτηση φαντάζει ως κάτι αναπόφευκτο. Μοιραία η αφήγηση εξελίσσεται σε ένα δράμα εσωτερικού χώρου που μεγεθύνει το πρόβλημα. Παράλληλα έρχεται ένα ντόμινο αρνητικών επιπτώσεων και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.

Όλα αυτά γιατί οι πρωταγωνιστές δεν έχουν τη διάθεση να παγώσουν τον χρόνο, που πάντα τρέχει, ώστε να κάνουν την πολυπόθητη επανεκκίνηση. Η ψυχοθεραπεία ίσως ήταν η ενδεδειγμένη οδός για να κλείσουν πληγές του παρελθόντος και να γίνουν τα επόμενα βήματα με το μικρότερο δυνατό κόστος. Για να συμβεί όμως αυτό και να επιδράσει καταλυτικά, ίσως και λυτρωτικά κυρίως για τον Νίκολας, αλλά και για τα υπόλοιπα μέλη, θα έπρεπε να υπάρχουν ανοιχτοί ορίζοντες και μία αχτίδα ελπίδας που θα δώσει κίνητρο για το αποφασιστικό βήμα.

Μεγάλη έμφαση δίνεται στους χαρακτήρες, τον συναισθηματικό αντίκτυπο των πράξεων και την έλλειψη επικοινωνίας. Ο Χιου Τζάκμαν ως Πίτερ προσπαθεί (με επιτυχία) να αποδώσει μία βιωματική ερμηνεία, όπως ο ίδιος υποστηρίζει. Στον ρόλο που υποδύεται, εντάσσει βιωματικά στοιχεία από τον δικό του πατέρα. Ο Ζεν ΜακΓκραθ ως γιος – υστερεί μάλλον – ως εκτόπισμα κι εκεί δημιουργείται ένα χάσμα, μέσα σε ένα περιβάλλον συνολικών αναντιστοιχιών που δίνει ο δημιουργός μέσα από το τριγωνικό σχήμα (παππούς-πατέρας-γιος).

Συνολικά η νέα ταινία του Ζέλερ υπόσχεται πολλά, υλοποιεί στην πράξη όμως περίπου τα μισά με επάρκεια. Η μεταφορά από το θέατρο και η χρονική διάρκεια πιθανώς «μπέρδεψαν» τους συντελεστές. Το μοντάζ του Γιώργου Λαμπρινού είναι στιβαρό, η φωτογραφία – κάδρα του Μπεν Σμίτχαρντ εσωτερικεύει πόνο και θλίψη. Δημιουργείται ένα «παιχνίδι» που φέρνει στο κέντρο του τις αισθήσεις. Ο (μονο)δρομος φαντάζει να μην έχει επιστροφή. Ο θεατής νιώθει την ανάγκη να επέμβει, αλλά η Τέχνη δεν του αφήνει το περιθώριο. Οφείλει να φτάσει μέχρι τέλους «να πεθάνει» και «να αναστηθεί». Αυτό είναι το μεγαλείο του έργου του Ζέλερ που δεν πρέπει να αφήσει κανένας σινεφίλ, αλλά κι άνθρωπος με κοινωνικές ευαισθησίες να περάσει στα ψιλά. «Γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα»