Οι ταινίες της Marvel συνηθίζουν να γεμίζουν τους θερινούς κινηματογράφους. Μπήκαμε στον Μάη, οι περισσότεροι μπορεί ακόμα να μην έχουν ανοίξει, καθώς ο καιρός δεν ευνοεί σε απόλυτο βαθμό. Η επιστροφή των «Φυλάκων» είναι όμως γεγονός. Πέρασε από χίλια κύματα, αλλά η Disney τελικά αποφάσισε να επαναφέρει τον Τζέιμς Γκαν (μετά το «Suicide Squad») κι ενώ είχε αναπτυχθεί μία φημολογία για τον Τάικα Γουαιτίτι. Καθοριστικός πιθανώς να ήταν κι ο ρόλος της παρέμβασης του Dave Bautista, που τάχθηκε ξεκάθαρα υπέρ της υπεράσπισης του Γκαν για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος. Μιλάμε άλλωστε για μία παρέα που πέρασε από την μεγάλη οθόνη και στην πραγματικότητα. Αυτή ίσως και να είναι η μεγαλύτερη επιτυχία που αντικατοπτρίζεται στη σειρά των έργων, που έσπασε κάθε ρεκόρ σε διάρκεια (ακόμα και του «Doctor Strange»), καθώς το β΄μέρος προβλήθηκε το 2017 και το τρίτο το 2023.

Δράση, περιπέτεια χιούμορ επιστρέφουν σε μία παραγωγή που τα εφέ συναντούν την μουσική, που έρχεται να δέσει αρμονικά με το περιεχόμενο. Ο Πίτερ Κουίλ πενθεί για τον χαμό της Γκαμόρα. Ήδη από αυτό το γεγονός γίνεται ξεκάθαρο πως οι υπερήρωες έχουν τα τρωτά σημεία των απλών θνητών. Έχουν ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Η παρέα του Σταρ Λορντ έχει αυτή τη φορά μία νέα πρόκληση. Πιο εσωτερική, πιο βαθιά. Ο «High Evolutionary» επιθυμεί διακαώς τον Ρόκετ. Εδώ μέσω της επίκλησης στο συναίσθημα ο σκηνοθέτης κρατάει τον θεατή, τον εγκλωβίζει στον λαβύρινθό του. Ας μη ξεχνάμε πως μιλάμε για μία ταινία 150΄. Μία διττή μάχη, που αφορά τις μονάδες και τις αδυναμίες τους που παρουσιάζονται, αλλά και το συλλογικό την ομάδα. Για να καταφέρουν να κρατηθούν ζωντανοί πρέπει να καταφέρουν για μία ακόμα φορά να ξεπεράσουν τον εαυτό τους.

Από το πρώτο μέρος που έφερε στα ταμεία 770.000.000, στο δεύτερο και καλύτερο όλων στα δικά μου μάτια που άγγιξε τον ουρανό με 860.000.000 και σε ένα τρίτο πιο υπαρξιακό. Από την οικογένεια με την ευρύτερη έννοια στο άνοιγμα προς τον δημιουργό, προς το εξιδανικευμένο. Το τρίτο μέρος αποκτά και μία φιλοσοφική χροιά που κρύβεται πίσω από τις αυξομειώσεις της έντασης. Ένα καταφύγιο και μία διάσωση που για να επιτευχθεί οι πρωταγωνιστείς οφείλουν να συμπεριφερθούν ως ηπερήρωες. Ακόμα κι έτσι όμως κανείς δεν μπορεί να προδικάσει ένα φινάλε που κρύβει σπουδαίες εκπλήξεις κι όχι απαραίτητα ένα λυτρωτικό τέλος.

Αυτή η διαδρομή παρ΄ότι είναι εξαντλητική, αυτός που παρακολουθεί και έχει συνδεθεί με αυτήν την τριλογία δε θέλει να δει να ολοκληρώνεται. Μαζί της πιθανώς να κλείνει κι ένα μεγάλο κεφάλαιο για τον ίδιο τον κινηματογράφο. Ένα αντίο, ένας ιδιαίτερος επίλογος που τελικά κρύβει μέσα του νοσταλγία κι ως έναν βαθμό λυρισμό. Αυτή είναι όμως η ζωή κι αυτή είναι η Τέχνη. Χαρούμενοι που το ζήσαμε, με την ελπίδα το μέλλον να ανατρέψει την προδιαγεγραμμένη πορεία και να ξεπεράσει το παρόν.