Αποτελεί μια απολαυστική εμπειρία από μόνη της να παρακολουθείς την Κέιτ Μπλάνσετ να παίζει σε μια ταινία.

Η γυναίκα αυτή είναι τόσο υποβλητικά μαεστρική (#διπλής) στην κάθε της ερμηνεία, ώστε κάνει την κάθε Μέριλ Στριπ να τρώει την υποκριτική σκόνη της, κάθε φορά που η Αυστραλή εμφανίζεται στην μεγάλη οθόνη.

Η Μπλάνσετ είναι συγκλονιστική ως Lydia Tar, μια μαέστρος της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, η οποία χρησιμοποιεί την θέση της προκειμένου να έχει όλα τα προνόμια και τα δικαιώματα της αρχιμουσικού, αλλά όχι τις υποχρεώσεις που εκπορεύονται από την θέση της -(ή, τουλάχιστον, όχι ΟΛΕΣ τις υποχρεώσεις, τουλάχιστον τις απολύτως αυτονόητες).

Αρα, από την πρώτη σκηνή κιόλας, καταλαβαίνουμε ότι η συγκεκριμένη ταινία, παρόλο που τριγυρνάει γύρω και από τον χώρο της κλασσικής μουσικής και των μεγάλων ορχηστρών, δεν είναι μια ταινία ΓΙΑ την κλασσική μουσική per se.

Είναι μια ταινία που άπτεται πολλών καίριων ζητημάτων της εποχής μας, από το cancel culture μέχρι το #metoo κίνημα. Κυρίως όμως, στον απόλυτο πυρήνα της ταινίας, βρίσκεται τοποθετημένη, με σχεδόν χειρουργική ακρίβεια, μια και μόνο έννοια: αυτή της δύναμης (και της ταυτόχρονης επιβολής της απέναντι στους άλλους γύρω σου) που πηγάζει από την κατάληψη μιας επιτελικής θέσης.

Δηλαδή, το γνωστό «άρχη άνδρα δείκνυσι» – καθώς για όλα έχει μιλήσει προ πολλού η αρχαία ελληνική γραμματεία, εγκαίρως και καίρια μαζί.

Η Ταρ λοιπόν είναι μια λεσβία μαέστρος που, συχνά πυκνά, εκμεταλλεύεται τη θέση της προκειμένου να προσελκύει νεαρές μουσικούς που πιθανώς θα ήθελαν να κάνουν σεξ μαζί της, με αντάλλαγμα την ανέλιξή τους, διαμέσου της Ταρ, σε κομβικούς ρόλους / θέσεις της ορχήστρας.

Το σενάριο μάς κλείνει ελαφρά το μάτι στην προ ετών υπόθεση με τον Πλάθιντο Ντομίνγκο, ο οποίος κατηγορήθηκε από τουλάχιστον 10 γυναίκες ότι επεδίωκε σεξουαλικές σχέσεις μαζί τους -με το αζημίωτο φυσικά.

Σε μια αντιστροφή γένους, αυτή την φορά, η Ταρ είναι αυτή που κάνει, εμφανώς, κατάχρηση της εξουσίας της και μηχανεύεται διαρκώς νέους τρόπους προκειμένου να ικανοποιήσει το πάθος της με μια πανέμορφη ρωσίδα τσελίστρια, η οποία με το που καταφτάνει στην ορχήστρα και ενώ είναι εμφανώς λιγότερο ταλαντούχα από άλλες συναδέλφους της («δεν έχω ούτε ένα cd του Ροστροπόβιτς», λέει η 18χρονη κοπέλα στην Ταρ σε μια έξοδό τους για φαγητό, «ό,τι έχω δει από αυτόν, είναι στο YouTube», προσθέτει σε εμφανώς Gen Z κλίμα), επειδή η αρχιμαέστρος έχει καταγοητευθεί μαζί της, την «σπρώχνει» στην θέση της αρχι-τσελίστριας, ενώ την παίρνει και μαζί της, με όλα τα έξοδα πληρωμένα, σε ένα ταξιδάκι στη Νέα Υόρκη με την ελπίδα να γίνει εκεί το «κονέ» (που τελικά δεν γίνεται ποτέ).

Η Ταρ είναι ανηλεής και σκληρή απέναντι σε όλους και όλα, άλλοτε δικαιολογημένα και άλλοτε παντελώς αδικαιολόγητα: δικαιολογημένα όταν, σε μια φανταστική σκηνή της ταινίας, ένας 18χρονος φοιτητής στην φημισμένη σχολή Juilliard School, της λέει ορθά-κοφτά ότι «αρνείται να παίξει Μπαχ επειδή ο ίδιος, ως cis άνδρας, δεν θέλει να ασχοληθεί με το έργο ενός μισογύνη που το μόνο που έκανε είναι να σπέρνει παιδιά».

Η Ταρ τον ψιλοξεφτιλίζει δημοσίως και μπροστά στους συμφοιτητές του για το cancel που επιχειρεί να κάνει (σε ποιον;) στον Μπαχ και ο 18χρονος σηκώνεται και φεύγει από την αίθουσα εκνευρισμένος (και μετά την κάνει «βούκινο» με ένα insta story του στα social media του, παρουσιάζοντας την, αδίκως ως μια αγενή και δεσποτική μαέστρο, η οποία απλώς τού λέει τα αυτονόητα: ότι δεν μπορείς να κάνεις cancel σε έναν μουσουργό, ο οποίος, να πάρει ο διάολος, έζησε στις αρχές του 1700, δηλαδή πριν από 300 χρόνια).

Ο σεναριογράφος ψηλαφήζει εδώ πολύ ωραία όλο αυτό το ζήτημα της πολιτικοκορεκτίλας που έρχεται από μια νέα γενιά υπερ-woke ατόμων, το ανελέητο και δίχως συγκεκριμένο κριτήριο wokeness των οποίων απειλεί, ωστόσο (όπως σημειώνει υπαινικτικά η ταινία) την ίδια την Τέχνη και την ύπαρξή της στο μέλλον. Πόση λογοκρισία να φάει ο κάθε Μπαχ και ο κάθε Μπετόβεν δηλαδή; Και για ποια «εγκλήματα» που έκαναν πριν 200-300 χρόνια;

Η Ταρ όμως είναι, ενίοτε, και αδιανόητα αδικαιολόγητη (σχεδόν ψυχοπαθής) στις αντιδράσεις της: κινούμενο από ένα σχεδόν αρρωστημένο υπερεγώ, πάει και απειλεί μια οκτάχρονη συμμαθήτρια της κόρης της, η οποία κάτι τής είπε ή την πείραξε. Είναι εξαιρετική η σκηνή που βλέπεις μια 50άρα να απευθύνεται με «μεγαλίστικους» όρους μπούλινγκ σε ένα οκτάχρονο κοριτσάκι, που απλά την κοιτάει έτοιμο να μπήξει να κλάμματα.

Το «Whiplash» συναντάει το «Black Swan»

Η ταινία ήδη έχει προκαλέσει αντιδράσεις πάντως ένθεν κακείθεν: η ίδια η σπουδαία μαέστρος Μαρίν Αλσοπ με δημόσιες δηλώσεις της διαμαρτυρήθηκε εντόνως, καθώς θεώρησε ότι ο χαρακτήρας της Ταρ στηρίχτηκε στην ίδια. Η αλήθεια είναι ότι όντως η Αλσοπ είναι και δεδηλωμένη λεσβία, αλλά και μαθήτρια του Λέοναρντ Μπέρνστάιν (όπως, υποτίθεται, και η Ταρ, αντίστοιχα), μόνο που για την Αλσοπ δεν έχει ακουστεί ποτέ τίποτα στο χώρο περί τυχόν «κατάχρησης της εξουσίας» της.

Η ίδια όμως η μαέστρος δήλωσε «προσβεβλημένη» από μια πιθανή σύνδεσή της, στο θυμικό των θεατών, της ίδιας με την ναρκισσίστρια και ξεκάθαρα προβληματική Λίντια Ταρ. Η Μπλάνσετ, με την σειρά της, χθες, με δηλώσεις της υπεραμύνθηκε του σεναρίου και της ίδιας της ταινίας, κάνοντας λόγο για «μια ξεκάθαρα προβοκατόρικη απεικόνιση του χώρου της κλασσικής μουσικής, εκεί όπου η δύναμη και η κατάχρηση εξουσίας δεν έχουν γένος».

Σπόιλερ δεν θα κάνουμε ως προς την κατάληξη της Ταρ, αλλά ο καθένας μπορεί αν υποψιαστεί προς τα που θα γείρει η ταινία, στο τέλος της.

Μια ταινία που ανακατεύει με εύσχημο τρόπο το μπούλινγκ του «Whiplash», εκεί όπου ο καθηγητής ντραμς υπερβαίνει όρια και (υπερ)εξουσίες προκειμένου να οδηγήσει τους μαθητές του στην περιλάλητη «αριστεία» και παικτική τελειότητα (το ίδιο επιδιώκει και η τελειομανής Ταρ από τους μουσικούς τους οποίους διευθύνει) με την σκοτεινή πλευρά του κόσμου του μπαλέτου του «Μαύρου Κύκνου» του Αρονόφσκι, εκεί όπου η, επίσης τελειομανής, Νάταλι Πόρτμαν οδηγείται στην καλλιτεχνική αριστεία (αλλά και στην σωματικοψυχολογική τρέλα), ερχόμενη σε αντιπαραβολή με την φωτεινή και την σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα της – όπως ακριβώς και η ίδια η Ταρ, μια σπουδαία μουσικός με φοβερές γνώσεις και μουσικό ένστικτο, η οποία, ωστόσο, και αυτή η ίδια, μέσα στην μεγαλοφυία της, παλεύει καθημερινά με τους δαίμονές της και την λεσβιακή της ταυτότητα.

Και, εν κατακλείδι, για να απαντήσω και στο ερώτημα του τίτλου του άρθρου, όχι, δεν πιστεύω ότι το «Tar» είναι η καλύτερη ταινία της χρονιάς, όπως υποστηρίζουν πολλά κινηματογραφικά sites. Είναι, βέβαια, μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, δίχως αμφιβολία και ίσως να ήταν η καλύτερη αν ήταν ελαφρώς μικρότερη σε διάρκεια (160 λεπτά είναι υπερ-αρκετά και θα έπρεπε να είχε γίνει καλύτερο μοντάζ), αν οι χαρακτήρες ήταν λίγο πιο ανεπτυγμένοι (π.χ. ο θεατής δεν μαθαίνει απολύτως τίποτα για το παρελθόν της Ταρ και για ποιο λόγο έχει όλα αυτά τα ζητήματα ναρκισσισμού της), αν το σενάριο ήταν λίγο πιο «συμμαζεμένο» και όχι τόσο απλωμένο και αν η συζήτηση περί cancel culture και της προαιώνιας ερώτησης «εν τέλει, πρέπει να διαχωρίζουμε το έργο ενός καλλιτέχνη από την προσωπική του ζωή;» πήγαινε λίγο πιο βαθιά και ο σκηνοθέτης Τοντ Φιλντ τολμούσε να κάνει μερικές τομές ακόμη.

Είναι, ωστόσο, μια ταινία όπου η Μπλάνσετ αποδεικνύει για ακόμη μια φορά για ποιο λόγο είναι η σπουδαιότερη ηθοποιός της εποχής της.