Σπούδασε Κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο της Μανιτόμπα του Καναδά, και στη συνέχεια Κοινωνική Ανθρωπολογία, στο πανεπιστήμιο Αιγαίου, διεξάγοντας την επιτόπια έρευνα της διατριβής του στην Αβάνα η οποία είχε θέμα τη σχέση κινηματογράφου και κοινωνίας στην Κούβα της δεκαετίας του ’90. Σε καθημερινή επαφή με την Ταινιοθήκη, μέσα από τις αποδελτιώσεις, τις συνεντεύξεις και τις ατέλειωτες ώρες αλληλεπίδρασης, εντρύφησε στο σινεμά του τόπου και του κόσμου. «Αυτή είναι μια πολύ ωραία δουλειά», σκέφτηκε τότε.
Το 1999 βρέθηκε στο αφιέρωμα που διοργάνωσε το Φεστιβάλ στον κινηματογράφο της Κούβας στην Αθήνα κι εκεί το κάρμα του είχε κλείσει ένα ραντεβού ζωής. Η πρόκληση της ένταξης στην ομάδα του Φεστιβάλ ήταν μια μοναδική ευκαιρία. Ο Μισέλ Δημόπουλος και ο Δημήτρης Εϊπίδης, ο οποίος ουσιαστικά έστησε το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, τον εμπιστεύτηκαν και σήμερα πρέπει να νιώθουν περήφανοι για την εμπιστοσύνη που του έδειξαν. Από τη διαδρομή του δεν μπορεί να ξεχάσει τον Θωμά Λιναρά, τον Νίκο Σαββάτη και τον Δημήτρη Μπάμπα, ανθρώπους δίπλα στους οποίους έμαθε και με τους οποίους συνεργάστηκε για πολλά χρόνια. Σήμερα συνεχίζουν να έχουν φιλική σχέση.
– “Ματιές στα Βαλκάνια”, κάτι σαν παιδί σου, Δημήτρη. Μίλησε μας για αυτό το τμήμα, που παραδοσιακά κερδίζει το κοινό.
Το τμήμα συστήθηκε το 1994, επί Μισέλ Δημόπουλου. Στόχος ήταν να αναδείξει τις δημιουργικές κινηματογραφικές δυνάμεις των βαλκανικών χωρών και να αναζητήσει γέφυρες επικοινωνίας μέσα από τις κοινές πολιτισμικές τους πολιτιστικές ρίζες, σε μια εποχή που εξαιτίας του εμφύλιου πολέμου στη Γιουγκοσλαβία τα Βαλκάνια παρουσιάζονταν διεθνώς ως εστία βαρβαρότητας. Εγώ ανέλαβα την επιμέλεια του τμήματος το 2002. Στη διάρκεια αυτής της πολύχρονης διαδρομής δημιουργήθηκε μια ζεστή σχέση με το κοινό, που αγκάλιασε τον βαλκανικό κινηματογράφο παρά την αρχική προκατάληψη. Βήμα βήμα, ο κόσμος αναγνώρισε το ταλέντο των σκηνοθετών κι ένιωσε πως οι ιστορίες που αφηγούνται είναι πολύ κοντά σε μας ιδιοσυγκρασιακά και πολιτισμικά. Ένιωσε μια οικειότητα, με τις ταινίες να αγγίζουν το συναίσθημά τους. Αγαπήθηκε, κι αυτή είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση του τμήματος και αυτή νιώθω πως είναι η δική μου συνεισφορά. Προβλήθηκε συστηματικά το έργο μεγάλων σκηνοθετών, εξοικειώνοντας το κοινό με μεγάλους δημιουργούς όπως ο Τζεϊλάν, ο Μουντζίου, ο Ζούντε, ο Γκολούμποβιτς, ο Αλπέρ κ.ά., και κερδίζοντας το ενδιαφέρον των Ελλήνων διανομέων. Σήμερα που οι σκηνοθέτες αυτοί έχουν καθιερωθεί στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα, πολλές φορές δυσκολευόμαστε να εξασφαλίσουμε την προβολή των ταινιών τους στο Φεστιβάλ, παρόλο που τους πρωτοσυστήσαμε. Η δύναμή του βαλκανικού σινεμά είναι η Ρουμανία και η Τουρκία, ενώ οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας (Σερβία, Κροατία, Βοσνία, Κόσοβο) αναδεικνύουν συνεχώς σημαντικούς δημιουργούς και σπουδαίες ταινίες.
– Σχετικά με το φετινό πρόγραμμα και το αφιέρωμα στον Αλεξάνταρ Πέτροβιτς;
Φέτος ήταν μια δύσκολη χρονιά παγκοσμίως. Τα αποτελέσματα του COVID-19 φάνηκαν στην παραγωγή, σε αντίθεση με την περσινή που προβλήθηκαν πολλές ταινίες που είχαν κρατηθεί από το προηγούμενο έτος, με την ελπίδα να σβήσει η πανδημία. Αυτό φάνηκε και στο Φεστιβάλ των Καννών, που αποτελεί το βαρόμετρο του παγκόσμιου κινηματογράφου. Εξασφαλίσαμε, ωστόσο, δέκα ταινίες μεγάλους μήκους, μεταξύ των οποίων τέσσερις πρεμιέρες, δύο παγκόσμιες, μία διεθνή και μία ευρωπαϊκή, και δύο από τις καλύτερες ταινίες που είδα φέτος, τις “Ημέρες Ξηρασίας” του Εμίν Αλπέρ και το “Metronom” του Aλεξάντρου Μπελκ. Το πρόγραμμα παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία και έχει ένα έντονο πολιτικό υπόβαθρο. Αυτό, άλλωστε, αποτελεί αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του προφίλ του. Είμαι, επίσης, πολύ χαρούμενος για το αφιέρωμα στον μεγάλο γιουγκοσλάβο δημιουργό Αλεξάνταρ Πέτροβιτς. Μ’ αυτό το αφιέρωμα κλείνουμε τον κύκλο του Γιουγκοσλαβικού «Μαύρου Κύματος», έχοντας παρουσιάσει στο παρελθόν το έργο των Ντούσαν Μακαβέγιεφ, Ζέλιμιρ Ζίλνικ και, παλαιότερα, επί θητείας Μισέλ Δημόπουλου, ένα μικρό αφιέρωμα στον Ζινοβίν Πάβλοβιτς. Επτά από τις εννέα μεγάλου μήκους ταινίες του Πέτροβιτς προβάλλονται αυτές τις μέρες. Δύο από αυτές είχαν προβληθεί στο Φεστιβάλ και στο παρελθόν. Μάλιστα, το «Συνάντησα και ευτυχισμένους Τσιγγάνους», που είχε προβληθεί το 1968, είχε αποσπάσει μια εύφημο μνεία, αν δεν απατώμαι. Χαίρομαι που οι νεότεροι σινεφίλ έχουν την ευκαιρία να δουν το έργο του, ενώ οι παλαιότεροι έχουν τη δυνατότητα να επανεκτιμήσουν τη δουλειά του.
– Ποια είναι η σχέση της Ελλάδας με τα Βαλκάνια με βάση τη δική σου οπτική πάνω στην Τέχνη και τον Πολιτισμό;
Η Ελλάδα είναι μια βαλκανική χώρα και συνάμα ευρωπαϊκή. Βρίσκεται στο σταυροδρόμι διαφορετικών πολιτισμών κι έτσι έχει αφομοιώσει στοιχεία από διαφορετικές κουλτούρες και αυτό την κάνει ξεχωριστή. Σε πολλούς Έλληνες δεν αρέσει να αποκαλούνται Βαλκάνιοι, προτιμούν να θεωρούνται Ευρωπαίοι. Παρόλ’ αυτά, επικαλούνται συχνά (και με περηφάνεια) τη βαλκανική τους ταυτότητα, κατά πως τους συμφέρει. Η αλήθεια είναι πως ιδιοσυγκρασιακά είμαστε περισσότερο Βαλκάνιοι παρά Ευρωπαίοι. Η μία ταυτότητα δεν αποκλείει την άλλη. Προσωπικά νιώθω και Έλληνας και Βαλκάνιος και Ευρωπαίος. Δεν ντρέπομαι για τη βαλκανική πτυχή της ταυτότητάς μου. Με τις βαλκανικές χώρες μάς συνδέει ένα κοινό πολιτισμικό παρελθόν, το οποίο έχει καθοριστεί από την Οθωμανική κληρονομιά. Από αυτό προκύπτουν τα κοινά χαρακτηριστικά των βαλκανικών λαών. Το τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια» προβάλει αυτή την ιδιαιτερότητα και αναδεικνύει στοιχεία που ίσως δεν θέλουμε να παραδεχτούμε. Τα στοιχεία αυτά είναι εκεί και, όταν οι θεατές έρχονται αντιμέτωποι μ’ αυτά, δεν μπορούν να τα αρνηθούν. Ίσως αυτός να είναι ένας ακόμη λόγος που οι βαλκανικές ταινίες αρέσουν στους θεατές, καθώς κατά κάποιον τρόπο τούς απελευθερώνουν. Αναδεικνύουν ένα ψυχισμό, έναν συναισθηματικό κόσμο, μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αρνηθούμε, καθώς είναι κομμάτι αυτού που είμαστε.
– Ποια είναι η άποψή σου για το ελληνικό σινεμά σήμερα; Πώς σχολιάζεις την επιτυχία του Γιώργου Λάνθιμου, το «weird» ρεύμα όπως ονομάστηκε κυρίως από τους κριτικούς;
Ο ελληνικός κινηματογράφος έγινε «μόδα» με το weird wave. Υπήρξε μια περίοδος που όλα τα διεθνή Φεστιβάλ ήθελαν να εντάξουν στο πρόγραμμά τους μια ελληνική ταινία. Χωρίς να είναι ένα συγκροτημένο κίνημα, οι ταινίες αυτές έδωσαν μια τεράστια ώθηση και ορατότητα στο ελληνικό σινεμά. Οι επιρροή του είναι ακόμη και σήμερα εμφανής, όχι μόνο σε κάποιες ελληνικές ταινίες, αλλά και σε ξένες παραγωγές. Για παράδειγμα, φέτος παρουσιάσαμε στις «Ματιές στα Βαλκάνια» μια κροατική ταινία, τον «Θείο», η οποία αντλεί από τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου. Αυτό είναι, νομίζω, ενδεικτικό της δυναμικής που έχει αποκτήσει στις μέρες μας το ελληνικό σινεμά. Παράλληλα, με την ανάπτυξη των συμπαραγωγών (με βαλκανικές, αλλά και ευρωπαϊκές χώρες), ο ελληνικός κινηματογράφος έχει ωφεληθεί, συνεχίζει να αναπτύσσεται και να γνωρίζει άνθηση. Το ελληνικό σινεμά έχει γίνει πιο εξωστρεφές. Η νέα γενιά είναι δημιουργική, δυναμική και θεωρώ πως το μέλλον του εγχώριου κινηματογράφου της ανήκει.
– Τι θα συμβεί στην μετά-COVID εποχή; Θα αντέξει η αίθουσα;
Υπάρχει η διεθνής τάση να επιστρέψουμε στη σκοτεινή αίθουσα και τη μεγάλη οθόνη. Οι sales agents (οι πράκτορες πωλήσεων, δηλαδή) και οι διανομείς αποφεύγουν όλο και περισσότερο να δίνουν τα δικαιώματα των ταινιών τους για online χρήση. Φέτος, και στη δική μας διοργάνωση πολύ λιγότερες ταινίες προβάλλονται διαδικτυακά. Οι πλατφόρμες, παρόλο που είναι χρήσιμες, είναι μεγάλος κίνδυνος για την παραδοσιακή αίθουσα. Ο κινηματογράφος είναι ένα γεγονός της αίθουσας κι όχι της τηλεόρασης ή της πλατφόρμας. Ελπίζω να επιστρέψουμε πολύ δυναμικά στις αίθουσες και οι πλατφόρμες να λειτουργούν στο μέλλον επικουρικά. Όχι όμως να είναι το μέσο προβολής του κινηματογράφου.