Για εκείνους που λατρεύουν την γραφή του Σάμιουελ Μπέκετ, ίσως αυτό το κείμενο περιττεύει. Κάποιοι θα σπεύσουν στα σινεμά, για να δουν την ταινία «Χορεύοντας με τον Μπέκετ» (Dance First), η οποία υπόσχεται, από το τρέιλέρ της ακόμα, ότι θα μας χαρίσει μια σαρωτική αφήγηση της πολυδιάστατης ζωής του σπουδαίου συγγραφέα, μια ασυνήθιστη βιογραφία. Η ανασκόπηση γίνεται μέσα από το πρίσμα των σφαλμάτων του και περιστρέφεται γύρω από τις σημαντικότερες σχέσεις του, κυρίως με τις γυναίκες που τον αγάπησαν, αλλά που ο ίδιος ένιωθε ότι είχε αδικήσει. Άλλοι, πάλι, μπορεί να μην ενδιαφέρονται καθόλου να μάθουν περισσότερα από όσα ήδη γνωρίζουν ή φαντάζονται για τον αγαπημένο τους συγγραφέα, που επαναπροσδιόρισε τι σημαίνει γράψιμο και λογοτεχνία, δημιουργώντας ακαταμάχητο στιλ και αλησμόνητους ήρωες.

Όμως, για όσους δεν ξέρουν τι πάει να πει Μπέκετ, αυτή η ταινία, με λαμπερούς πρωταγωνιστές και βραβευμένο οσκαρικά σκηνοθέτη, μπορεί να αποτελέσει η τέλεια αφορμή για να μυηθούν στο δαιδαλώδες, πολυτάραχο, ερωτικό μπεκετικό σύμπαν. Οι λόγοι να ασχοληθούμε με τον Μπέκετ ξανά, να ασχολούμαστε με τον Μπέκετ πάντοτε, είναι πολλοί. Πριν πάμε στις σκοτεινές αίθουσες, ας δούμε δέκα από αυτούς.

 

1. Ο Μπέκετ ήξερε να ζει

«Είδα τον Σάμιουελ Μπέκετ παρέα με τον ζωγράφο Bram Van Velde στην Coupole. Πέρασαν ώρες μαζί, ακίνητοι, δίχως να ανταλλάσσουν ούτε λέξη. Όταν χώρισαν, ο Μπέκετ είπε: «Ωραία ήταν! Να το ξανακάνουμε», λέει ο Ιονέσκο σε συνέντευξή του. Είναι 1959 και ο Μπέκετ βγαίνει στο Παρίσι με φίλους, ξενυχτά τις 4 το πρωί κλασικά στο Μονπαρνάς. Ουίσκι, κρασί, μπίρες, σαμπάνια, τσιγάρα πολλά. Γυρνάνε πίσω με οκτάρια, απαγγέλοντας ποιήματα. Η Σουζάν, η εγκρατής σύζυγος, έχει εγκαταλείψει προ πολλού. Ο Σαμ δεν δείχνει ποτέ μεθυσμένος, η μνήμη του είναι απίστευτη, μιας που ξέρει απέξω βιβλία ολόκληρα και απίθανες λεπτομέρειες εκατοντάδων πινάκων. Συναντιούνται συχνά «κατά τύχη» με τον στενό του φίλο Τζιακομέτι, ο οποίος μετά τη δουλειά πάει και τρώει όλα τα ορεκτικά της Coupole. Ο Σαμ ήταν ένας τύπος φοβερά γενναιόδωρος, μες στην καλοσύνη, που αγαπούσε τα παιδιά, παίκτης (σκακιού, μπιλιάρδου, πιάνου), σπορτίφ (κολύμπι, πεζοπορία, κρίκετ, ράγκμπι).

2. Ο Μπέκετ ήταν και ποίημα και ποιητής

Τύπος, λένε, φοβερά γενναιόδωρος. Με ιδιαίτερα χούγια, λάτρης του ψαριού, επιβλητικός, εμφανίσιμος, ευγενής, βαθιά ανθρώπινος, με αδυναμία στα μικρά παιδιά και την φύση. Ο μύθος θέλει τον Μπέκετ να είναι ένας νεκροζώντανος μαριονετίστας και τον ίδιο τον βόλευε αυτή η εικόνα, ώστε να τον αφήνουν στην ησυχία του, αλλά τίποτα δεν είναι πιο ανακριβές- η ταινία φιλοδοξεί να ξεσκεπάσει αυτή την εικόνα. Ο Μπέκετ δεν ήταν ένας ψυχρός κύριος που έγραφε αριστουργήματα. Ήταν πρώτα ο ίδιος ένα κινούμενο αριστούργημα, με βίο και πολιτεία άξιο να εμπνεύσει ακόμα και έναν 15χρονο του 2024

3. Ο Μπέκετ ήταν Δουβλινέζος-και όλοι ξέρουμε ότι αυτό σημαίνει πολλά, ιδίως αν είσαι συγγραφέας

Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1906 σ’ ένα προάστιο του Δουβλίνου, σε μια μεγαλοαστική, προτεσταντική οικογένεια. Η μαμά του ήταν νοσοκόμα, ο μπαμπάς υπάλληλος. Ο νεαρός Σαμ γαπούσε την ποίηση, τη μουσική. Όπως ο τεράστιος Όσκαρ Ουάιλντ, σπούδασε στο Protora Royal, ένα από τα παλαιότερα προτεσταντικά κολέγια της Ιρλανδίας και συνέχισε στο Trinity College. Στα πρώτα του βήματα, έδειξε σφοδρό ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία. Εξάλλου, το πτυχίο του (όπως και το πρώτο του μεγάλο ποίημα) ήταν πάνω στον Καρτέσιο. Αλλά κυρίως ενδιαφερόταν για τις ρομανικές γλώσσες, αυτό ήταν το κοινό του με τον Τζέιμς Τζόις. Μεταξύ 1948 και 1951, ο Μπέκετ γράφει ακατάπαυστα.

4. Ο Μπέκετ έζησε μυθιστορηματική ζωή, στ’ αλήθεια

Στον πόλεμο, παίρνει μέρος στην Αντίσταση. Αντιναζιστής μέχρι το κόκαλο. Το 1926, επισκέπτεται για πρώτη φορά την Γαλλία, γυρνώντας με ποδήλατο τα châteaux de la Loire. Μαγεύεται. Θα επιστρέψει στο Παρίσι το 1928 ως λέκτορας αγγλικών στην Ecole Normale Supérieure. Το 1930, θα γράψει το πρώτο του σημαντικό δοκίμιο για έναν άλλον συγγραφέα του εσωτερικού μονολόγου: τον Μαρσέλ Προυστ. Ως το 1947, ο Μπέκετ γράφει κυρίως στα αγγλικά: ποιήματα, μυθιστορήματα, τον Μέρφυ, το Watt. Κάνει πολύ παρέα με τον Τζόις, τον οποίο γνώρισε δίνοντας διαλέξεις στη Σορβόννη. Το 1937 επιστρέφει στο Παρίσι για να εγκατασταθεί οριστικά και γίνεται ο εραστής της Πέγκι Γκούγκενχαϊμ για 13 μήνες. Ένας μαστροπός του χώνει ένα μαχαίρι στο στήθος και νοσηλεύεται. Στο νοσοκομείο, τον επισκέπτεται μια παλιά φίλη από την Ecole Normale με την οποία είχαν χαθεί, η Suzanne Dechevaux-Dumesnil, μια πιανίστρια επτά χρόνια μεγαλύτερή του. Δεν θα χωρίσουν ποτέ.

5. Αχ, τα γραπτά του, τα γραπτά του!

Στα 42 του χρόνια, ο Σάμιουελ γράφει το πρώτο αριστούργημά του: τον Μολλόυ. Τότε ξεκινά μια περιπέτεια που φαντάζει απίστευτη: ψάχνει εκδότη και δεν βρίσκει. Το χειρόγραφο απορρίπτουν έξι παρισινοί εκδότες στη σειρά. Μόνο το 1951, ένας νεαρός που μόλις είχε εξαγοράσει τις Editions de Minuit, ο Jérôme Lindon, 26 ετών, το διαβάζει και ενθουσιάζεται.  Η τεράστια, διεθνής επιτυχία ήρθε με το έργο Περιμένοντας τον Γκοντό. Δεν είναι ο μόνος. Μπορεί αρχικά οι αναγνώστες να ήταν λίγοι, αλλά για κάποιους απ’ αυτούς το σοκ ήταν τεράστιο: Ένα θεατρικό σε δύο πράξεις όπου εμφανίζονται επί σκηνής δυο φουκαράδες που περιμένουν, δίχως κι οι ίδιοι να ξέρουν γιατί, έναν κάποιον Γκοντό που δεν έρχεται ποτέ. Το θέατρο του παραλόγου του Μπέκετ δυναμιτίζει εδώ όλα τα γνωστά θεατρικά μέσα, αρχίζοντας από τη δράση. Όλα σβήνονται, ακόμα και το νόημα της γλώσσας, μπροστά σ’ αυτήν την αναπόδραστη αναμονή που συνεχίζεται επ’ άπειρον.

Το γράψιμο του Μπέκετ προσανατολίστηκε στην καταγραφή “κάποιου πράγματος που ακολουθεί την πορεία του”, το έργο του θανάτου μέσα από τα παιχνίδια της εξουσίας και του έρωτα, τη διαδικασία της δημιουργίας του κενού στην καθημερινή ιδιωτική ζωή. Το βλέμμα του Μπέκετ δεν απέφυγε ποτέ το απερίγραπτο και το ακατονόμαστο, ο ίδιος υπήρξε πάντα ηχηρός και ανατρεπτικός.  “Προσπαθήστε κι άλλο. Αποτύχετε ξανά. Αποτύχετε ακόμα περισσότερο. Ή ακόμα χειρότερα. Αποτύχετε ακόμα χειρότερα. Ακόμα χειρότερα από χειρότερα”. Η ιδιοσυγκρασία του προσδιόρισε σε τεράστιο βαθμό, μαζί με τους Ευγένιο Ιονέσκο, Ζαν Ζενέ και Αρτύρ Αντάμοφ, αυτό που ο Μάρτιν Έσλιν  χαρακτήρισε το 1961 ως θέατρο του παραλόγου (theatre of the absurd).

6. Ναι, θέατρο του παραλόγου, από έναν παράλογα λογικό και ευαίσθητο δημιουργό

Ήταν η “Φαλακρή τραγουδίστρια” του Ιονέσκο (1950) εκείνη που σημάδεψε τη γέννηση του θεάτρου του παραλόγου και το “Περιμένοντας τον Γκοντό” του Μπέκετ, ακολούθησε και εδραίωσε το κύμα αυτό. Δεν αναγνωρίστηκε, πάντως, ούτε ως σχολή, ούτε καν ως κάποια τάση που μπορούσε να προσδιοριστεί με σαφήνεια. Είναι καλύτερο να αναφερόμαστε σε αυτό ως ”κίνημα”. Η τετράδα Ιονέσκο, Ζενέ, Αντάμοφ και Μπέκετ, υπερασπίστηκε ένα θέατρο ανορθολογικό, σουρεαλιστικό και ονειρικό, εγκαταλείποντας την αρχή της ταυτότητας και της ενότητας των χαρακτήρων. Στο θέατρο του παραλόγου δεν υπάρχει δράμα ούτε τραγωδία, το τραγικό γίνεται κωμικό, το κωμικό είναι τραγικό και η ζωή γίνεται χαρούμενη, με τρόπο πάντως παράδοξο. Η γλώσσα, οι κοινωνικοί κώδικες, τα αντικείμενα, όλα λειτουργούν σαν ολέθριοι παράγοντες αλλοτρίωσης. Αυτές οι “διαταραχές” εξέφρασαν από την πλευρά των δημιουργών, μια έντονη κριτική των μοντέρνων καιρών, της κομφορμιστικής, εκβιομηχανοποιημένης και αυτοματοποιημένης ζωής, πάντα όμως με την προοπτική μιας επαναστατικής αλλαγής και μέσα από ένα μοντέλο επεξεργασμένης και ανήσυχης γραφής.

7. Η επανάσταση και η αμφισβήτηση, θεμέλιοι λίθοι του μπεκετικού σύμπαντος

Ο Μπέκετ έχτισε εξ ολοκλήρου την επανάστασή του, διαλέγοντας ελεύθερα το πεπρωμένο του και μεταμορφώνοντας τη συγγραφή σε μια γνήσια τελετουργία εξιλέωσης. Αναπαρήγαγε έναν άκαμπτο κόσμο, όπου τα πρόσωπα προσδιορίζονται από τις πράξεις τους και συγχρόνως, είναι δέσμια ενός τραγικού συμβολισμού. Όρισε εκ πρώτης τον μηδενισμό, μα κατ’ ουσίαν τον ξεπέρασε διότι, όπως γράφει, αν δεν προσπαθήσεις, δεν θα αποτύχεις, υπονοώντας όμως πως αν δεν προσπαθήσεις δεν θα έχεις κάνει τίποτα, δεν θα έχεις μιλήσει, θα έχεις εγκλωβιστεί στο κενό, ενώ απεναντίας όταν θα προσπαθήσεις, μπορεί να αποτύχεις, ή μάλλον σίγουρα θα αποτύχεις, αλλά θα έχεις αν μη τι άλλο προσπαθήσει, και κάθε φορά θα αποτυγχάνεις, αλλά καλύτερα.  Ο Μπέκετ, πολιτικός με έναν sui generis τρόπο, μάς λέει μέσα από τα έργα του (και ιδίως τον Γκοντό) ότι η ύπαρξη βάθους δε λειτουργεί σε συνάρτηση με την ύπαρξη νοήματος και πως θέατρο και κοινωνία δεν ξεδιπλώνονται απαραίτητα τελεολογικά˙ ο χρόνος δεν προσδιορίζεται, δεν υφίσταται καν μια καταληκτική κατάσταση, παρά μόνο μια αίσθηση ροής και αυτοματισμού.

8. Το βραβείο Νόμπελ το σωτήριο έτος 1969

Το βραβείο Νόμπελ του 1969 τρομοκράτησε τον Σάμιουελ Μπέκετ-η ταινία το δείχνει πολύ ωραία αυτό το κομμάτι. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποφύγει τους δημοσιογράφους. Το βραβείο παρέλαβε αντ’ αυτού ο εκδότης και φίλος του Jérôme Lindon, ο οποίος έλεγε για κείνον: «Θά ‘θελα να ξέρετε το εξής, αυτό και μόνον: ότι στη ζωή μου δεν συνάντησα άλλον άνθρωπο που να συνδυάζει σε τέτοιο υψηλό βαθμό ευγένεια και ταπεινότητα, διαύγεια και καλοσύνη. Ποτέ μου δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως μπορεί να υπάρξει κάποιος τόσο αληθινός, κάποιος τόσο μεγάλος, κάποιος τόσο εντάξει». Ενώ το «νέο μυθιστόρημα» και το «νέο θέατρο» των ’50s γέρναγαν, το δικό του έργο αποκτούσε όλο και μεγαλύτερο βάρος. Συνέχιζε να γράφει μη επαναπαυόμενος σε καμία δάφνη. Ο Σάμιουελ Μπέκετ είναι από πολλές απόψεις ο πιο σημαντικός συγγραφέας του 20ου αιώνα, όπως λέγεται και γράφεται συχνά για εκείνον. Και χαλκέντερος, εργατικός, ασίγαστος: γράφει πρόζα, ποίηση, θεατρικά. Για το ραδιόφωνο, για την τηλεόραση, σενάρια ταινιών. Το 2013, το πανεπιστήμιο του Reading στην Αγγλία αγόρασε το χειρόγραφο του Μέρφυ (το πρώτο του μυθιστόρημα εν έτει 1938) σε δημοπρασία των Sotheby’s έναντι 962.500 λιρών.

9. Οι ατακάρες του

”Ναι, στη ζωή μου, αφού πρέπει να τη λέω έτσι, υπήρχαν τρία πράγματα: η ανικανότητα να μιλήσω, η ανικανότητα να σωπάσω, κι η μοναξιά. Μ’ αυτά έπρεπε να τα βγάλω πέρα” και ”Τι γνωρίζω σχετικά με την ανθρώπινη μοίρα; Θα μπορούσα να σας πω περισσότερα σχετικά με τα ραδίκια!”, αλλά και ”Συμβαίνει μερικές φορές –και θα ξανασυμβεί μερικές φορές– να ξεχνάω ποιος είμαι και να βαδίζω καμαρωτός καμαρωτός μπροστά στα μάτια μου, σαν κάποιος ξένος.” Πολλές από αυτές υπάρχουν στην ταινία. Ο τύπος ήταν φοβερός.

10. Η μοναδική σχέση του με τον θάνατο

Στον Μπέκετ άρεσαν τα κοιμητήρια, τα οποία μάλιστα επισκεπτόταν συχνά. Αυτά που τον ενδιέφεραν, βασικά στην ζωή του, ήταν ο θάνατος και η υπαρξιακή δυσφορία. Ίσως αυτό οφειλόταν στην αντίληψη που είχε για το σώμα του -συχνά άρρωστο. Όλοι οι αναγνώστες του Μπέκετ ξέρουν ότι τα πρόσωπα των έργων του έχουν την ιδιαιτερότητα να θεωρούν το σώμα μια κατσαρόλα που είναι ατυχώς δεμένη σ’ ένα κεφάλι. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα περνάει σε ένα ζοφερό γηροκομείο παρέα με ένα μπουκάλι Jameson, ένα πούρο και κάποιους λίγους φίλους. Η Peggy Sinclair, ο πρώτος του έρωτας, πέθανε από φυματίωση το 1933. Δύο μήνες αργότερα, είχε έρθει η σειρά του πολυαγαπημένου του πατέρα, του βράχου του, στα 61 του. Ακόμα και λίγο πριν πεθάνει, ο Μπέκετ απαγγέλλει ποιήματα. Εν μέσω παραληρήματος. Η Σούζαν, η γυναίκα της ζωής του, είχε φύγει λίγους μήνες πριν. Ο Μπέκετ, χωρίς να νοιάζεται ούτε λίγο γι’ αυτό, κατάφερε να απο-θανατωθεί. Να μείνει αθάνατος. Να διαβάζεται και να επηρεάζει μέχρι σήμερα.

ΥΓ: (Εξοχικός δρόμος με δέντρο. Σούρουπο.) Εστραγκόν: Δε γίνεται τίποτα./ Βλαδίμηρος: Αυτό αρχίζω να πιστεύω κι εγώ.

*Με πληροφορίες και από: Andro.gr, News24/7, Bookpress.gr