Σε σενάριο και σκηνοθεσία του Andrew Haigh και εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα του Taichi Yamada, “Strangers” του 1987, το “All of Us Strangers” βουτά στον φαντασιακό κόσμο ενός gay σεναριογράφου, του Adam (Andrew Scott), που ζει απομονωμένος στον έκτο όροφο ενός ουρανοξύστη στα περίχωρα του Λονδίνου, που μοιάζει να είναι άδειος. Σε ηλικία 12 ετών έχασε τους γονείς του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και από τότε φαίνεται να συμβιώνει με τη μοναξιά, με τα ψηλά παράθυρα του διαμερίσματός του να αποτελούν το συναισθηματικό δίκτυ ασφαλείας του.

Όμως, η εμφάνιση ενός γείτονα του Harry (Paul Mescal) αλλάζει τα δεδομένα και τη ζωή του. Η αρχή της σχέσης τους ξεκινάει με σεξ, ναρκωτικά και αλκοόλ, ωστόσο στη συνέχεια η μεταξύ του σύνδεση γίνεται ουσιαστική. Παράλληλα, αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό του, όμως, τον περιμένει μία έκπληξη. Οι γονείς του βρίσκονται εκεί, στην ηλικία που ήταν όταν συνέβη το ατύχημα και, μετά από ένα οικογενειακό δείπνο, ξεκίνησε να τους εξιστορεί όσα έγιναν στη ζωή του από τον θάνατό τους και μετά.

Το μεταφυσικό εύρημα του σκηνοθέτη, δηλαδή, οι γονείς ως φαντάσματα, απαλύνει το ανοιχτό τραύμα της βίαιης απώλειας των γονιών του. Ο Adam προσπαθεί να αναπληρώσει το ψυχικό κενό και να τους μιλήσει για όσα δε μπορούσε ακόμα κι όταν ήταν ζωντανοί. Το coming-out, η αποκάλυψη της σεξουαλικής του ταυτότητας, αλλά και της σχολικής κακοποίησης που δεχόταν, φαίνεται ότι λειτούργησαν απελευθερωτικά γι’ αυτόν και είναι κομβικό σημείο της ταινίας με καθολική απεύθυνση. Η αναζήτηση της αποδοχής από τη μητέρα του έρχεται σε πρώτο πλάνο και είναι δύσκολο να μην εντοπίσουμε κάποιο κομμάτι του εαυτού σε αυτό, έστω και μικρό.

Ποιος δεν θα ήθελε άλλωστε να είχε μία ακόμη ευκαιρία, έστω και μερικά δευτερόλεπτα, και να ξαναμιλήσει με κάποιο/ α από τα αγαπημένα του πρόσωπα; Ή ακόμα και να βάλουμε μία τελεία στα αποσιωπητικά που είχαμε αφήσει. Να μοιραστούμε τις βαθύτερες σκέψεις μας. Αυτό ο Adam το κάνει. Κι αν ενοχληθείτε ή νιώσετε αμήχανα, ίσως να είναι επειδή δεν θα έχετε ποτέ την ευκαιρία να βρεθείτε στη θέση του. Γιατί, προσωπικά μία ενόχληση την ένιωσα, που για να είμαστε ειλικρινείς, ήταν καθαρή ζήλεια.

Ο σκηνοθέτης ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στη σχέση του πρωταγωνιστή με την οικογένειά του και με τη νέα του σχέση, που όπως παραδέχθηκε ο ίδιος, ήταν μόνος του για καιρό. Κοινό στοιχείο στις δύο σχέσεις του Adam είναι η δύναμη της αγάπης που ξεπερνά τον χώρο και τον χρόνο, με τον ίδιο να βρίσκεται κολλημένος ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον. Το τραύμα της απώλειας φαίνεται να μη του επιτρέπει να ζήσει το παρόν, όμως, του δίνεται η ευκαιρία να εξερευνήσει βαθύτερα τον έρωτα και τη θλίψη, χωρίς όμως να αποκτά καμία σχέση με τη πραγματικότητα. Και αυτό, αποδεικνύεται στο τέλος της ταινίας, το οποίο προφανώς και δεν θα αποκαλύψουμε.

Η απενεχοποίηση της μοναξιάς επιτυγχάνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, φυσικά και αυτός άλλωστε είναι και ο στόχος. Ο Adam από παιδί ήταν μόνος του, δεν μπορούσε να μιλήσει στους γονείς του, στο σχολείο τον εκφόβιζαν, η ενήλικη ζωή τον βρήκε σε έναν σχεδόν άδειο ουρανοξύστη, με ένα επάγγελμα χωρίς κοινωνική επαφή, αποκομμένο από όλα και όλους. Σύμφωνα με τον πατέρα του, άνηκε στο είδος του ανθρώπου που γνώριζε λιγότερα για τον κόσμο από οποιονδήποτε άλλον. Στην πραγματικότητα, τα τραύματά του τον έκαναν μοναχικό και αυτό συνέβη μετά από αλληλένδετα γεγονότα.

Τελικά πόσο μας καθορίζει η απώλεια; Αυτό το ερώτημα μένει ανοιχτό και θα έχετε δουλειά για το σπίτι. Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι ήταν ολίγον τι κουραστική σε κάποια σημεία. Αν η πλοκή ήταν πιο συμπυκνωμένη, θεωρώ ότι θα απογειωνόταν. Το μόνο σίγουρό είναι ότι όταν δείτε, πρέπει να είσαστε προετοιμασμένοι ψυχολογικά γιατί όλο και κάποια φλέβα θα καταφέρει με μαεστρία να σας χτυπήσει ο Andrew Haigh. Αν δε το καταφέρει μόνος του, η εύστοχη μουσική επένδυση με τους προσεκτικά επιλεγμένους στίχους των τραγουδιών της δεκαετίας του ’80, ίσως ωθήσουν κάποιο από τα δάκρυά σας να κυλήσει.