Διαχρονικά το καλοκαίρι έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης και κεντρικό φόντο σε ταινίες του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου. Αυτή τη φορά ταξιδεύουμε στις τρεις τελευταίες δεκαετίες ξεκινώντας τη διαδρομή μας από τις “Ήσυχες Ημέρες του Αυγούστου” και φτάνοντας μέχρι το παρόν και το “Καλοκαίρι της Κάρμεν” του Ζαχαρία Μαυροείδη που είχε συμπαθητική ανταπόκριση από το κοινό στις θερινές αίθουσες. Ενδιάμεσες στάσεις και επιλογές από τους Σταύρο Τσιώλη, Γιάννη Οικονομίδη, Μάκη Παπαδημητρίου, Κωνσταντίνο Γιάνναρη κι Aργύρη Παπαδημητρόπουλο.
Ήσυχες Ημέρες του Αυγούστου, του Παντελή Βούλγαρη (1991)
Τρεις ιστορίες, η μία ανάμεσα στην άλλη. Μία ηλικιωμένη κυρία αναπτύσσει δεσμούς φιλίας με μία νεαρή κοπέλα. Ένας τραπεζικός υπάλληλος συνομιλεί με μία άγνωστη στο τηλέφωνο κι ερωτοτροπούν. Τέλος ένας βετεράνος ναυτικός βρίσκει μία γυναίκα λιπόθυμη στις γραμμές του ηλεκτρικού κι αποφασίζει να τη βοηθήσει όπως επιτάσσει η ανθρώπινη ηθική. Τι ενώνει αυτές τις φαινομενικά αταίριαστες υποθέσεις; Η μοναξιά στο άστυ. Σε μία φλεγόμενη Αθήνα που έχει μείνει κενή απ΄όλες τις απόψεις, καθώς τέτοιες ημέρες όποιος μπορεί να αποδράσει το κάνει προς πάσα κατεύθυνση. Η αριστοτεχνική σκηνοθεσία έρχεται να δέσει μαεστρικά με την μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Θανάσης Βέγγος αποτελεί πυλώνα του φιλμ. Ονειρεύεται ένα βράδυ στη θάλασσα των Κοραλλιών, να απολαύσει το τροπικό φεγγάρι. Οικοδομεί μία σχέση εμπιστοσύνης με τη Χρυσούλα Διαβάτη. Δίνεται σώμα και ψυχή γιατί αυτό του λέει η καρδιά του. “Ποιος μπορεί να πει πότε πρέπει να φύγει κάποιος”; Η ζωή θα συνεχιστεί. Το καλοκαίρι θα δώσει τη θέση του στο φθινόπωρο κι αυτό με τη σειρά του στον χειμώνα. Ο κύκλος θα συνεχιστεί για μία αιωνιότητα.
Ας περιμένουν οι γυναίκες, του Σταύρου Τσιώλη (1998)
Tο αποκορύφωμα της τριλογίας των γυναικών. Από το “Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε” με τον αείμνηστο Χρήστο Βακαλόπουλο και πριν το “Γυναίκες που Περάσατε Από Εδώ” με πρωταγωνιστές τους Ερρίκο Λίτση και Κωνσταντίνο Τζούμα, δημιουργεί την απόλυτη ταινία για την εποχή που εξερευνά τα όρια της ανδρικής φιλίας. Το χιούμορ έρχεται να δράσει ως καταλύτης στο ξετύλιγμα της πλοκής κι οι ατάκες που θα ακουστούν γίνονται μύθος στον χρόνο κι αντέχουν, καθώς μεταφέρονται από στόμα σε στόμα. Ο Τσιώλης βρίσκει την αξία της Τέχνης στα μικρά καθημερινά της ζωής. Στοχαστικό, ποιητικό κι ίσως βαθιά φιλοσοφικό μάθημα, με έντονη θεατρικότητα και ταπεινά πλάνα.
Δεκαπενταύγουστος, του Κωνσταντίνου Γιάνναρη (2001)
Τι κρύβει πίσω του ένα αντικείμενο; Ο δημιουργός εξερευνά δύσκολα μονοπάτια κι εστιάζει στις ανθρώπινες σχέσεις, τις κοινωνικές ανισότητες και την αποξένωση που χαρακτηρίζει την αστική ζωή. Μέσα σε ένα λαβύρινθο ερμηνειών έρχεται στην επιφάνεια το μωσαϊκό της σύγχρονης μεγαλούπολης και τα προβλήματα που το συνοδεύουν. Η παγίδα της ρουτίνας εγκλωβίζει τα μέλη των οικογενειών και αναζητείται η διέξοδος της απόδρασης. Ένα έργο προσωπικό και ταυτόχρονα συλλογικό που ταξίδεψε στον κόσμο και ευαισθητοποίησε Έλληνες και ξένους θεατές που με κάποιον τρόπο ταυτίστηκαν με το περιεχόμενο κι αποφάσισαν τον δικό τους επαναπροσδιορισμό και την επανιεράρχηση των προτεραιοτήτων τους.
Σπιρτόκουτο, του Γιάννη Οικονομίδη (2003)
Ένα κλειστοφοβικό θρίλερ με εκκωφαντική ένταση από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Αθήνα 2002 στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, στον Κορυδαλλό. Ο Δημήτρης ζει με την οικογένειά του. Τα προβλήματα δεν απουσιάζουν. Παλεύει να τα φέρει βόλτα με δυσκολία. Είναι έτοιμος να κάνει ένα νέο άνοιγμα, μία νέα αρχή με τον κουνιάδο του Γιώργο που μοιάζει ακόμα επιφυλακτικός. Ο Ερρίκος Λίτσης ενσαρκώνει έναν χαρακτήρα που αδυνατεί να σωπάσει. Mία χειμαρρώδης ερμηνεία. Μέρα με την μέρα βλέπει το σπίτι του να καταρρέει κυριολεκτικά, αλλά κυρίως μεταφορικά. Είναι η ηθική κρίση που δε ξεκίνησε το 2009 μαζί με την οικονομική ύφεση, αλλά έχει βαθιά τις ρίζες της στο παρελθόν, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 80′. Τίποτα δεν πηγαίνει καλά. Βρωμιά, βρωμιά και δυσωδία. Οι σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών ακροβατούν σε λεπτές γραμμές. Μία πλήρης αποσύνθεση. “Ξέρεις πώς είναι ο πόλεμος ρε”; Η ταινία όταν κυκλοφόρησε δεν πήγε καλά εισπρακτικά, η δικαίωσή της ήρθε χρόνια μετά και μάλιστα επέστρεψε στη Στέγη ως ένα σύγχρονο θεατρικό.
Τσίου, του Μάκη Παπαδημητρίου (2005)
Στην άδεια Αθήνα του 15Αύγουστου ένας νεαρός χρήστης ναρκωτικών προσπαθεί να βρει μία άκρη, προκειμένου να εξασφαλίσει τη δόση του. Ελπίδα, εθισμός, ανάγκη, φόβος, ματαιώσεις. Ο Τσίου ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί κι η απειλή της πτώσης αυτές τις ώρες είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με ένα μείζον, διαχρονικό ζήτημα και το αντιμετωπίζει με το απαιτούμενο βάθος και μία ανθρώπινη ματιά που δεν αφήνει περιθώρια “κατηγορίας” για τον πρωταγωνιστή. Παντρεύοντας την ευαισθησία με τον κυνισμό πετυχαίνει να αποδώσει μία από τους σπουδαιότερες ελληνικές της δεκαετίας (2000-2010).
Suntan, του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (2016)
Ο σκηνοθέτης συνθέτει το ψηφιδωτό της ελληνικής κοινωνίας. Ένας μοναχικός άνδρας μεταβαίνει στην Αντίπαρο, προκειμένου να κάνει το αγροτικό του. Aναζητεί ένα σκίρτημα, μία όαση στην έρημο της μονοτονίας. Σύντομα μία ομάδα τουριστών φτάνει στο νησί. Μέλος της η Άννα. Ο Κωστής μαγεύεται. Είναι ικανός να ζήσει το όνειρο στα όρια του εφιάλτη. Να ρισκάρει. Η ταινία ακροβατεί μεταξύ του δράματος και της κωμωδίας. Το παιχνίδι με τον ήλιο και το νερό, με το γυμνό και ντυμένο σώμα. Δύο κόσμοι συγκρούονται. Ο σοβαρός γιατρός, μετρημένος και πνιγμένος στην καθημερινότητα κι οι φιλοήδονοι τουρίστες που διασκεδάσουν, χωρίς να σκέφτονται το αναστολές. Ο Παπαδημητρίου από “κομπάρσος” της τηλεόρασης, μετά το “Chevalier” εξελίσσεται στον απόλυτο πρωταγωνιστή της μεγάλης οθόνης.
Winona, του Αλέξανδρου Βούλγαρη (2019)
Mε ξεχωριστή αισθητική δημιουργείται ένα ακόμα πορτρέτο του ελληνικού καλοκαιριού που κυριαρχούν τα χρώματα. Σε μία ερημική παραλία τέσσερις νεαρές γυναίκες περνούν μία ημέρα μαζί. Οι διάλογοί τους δημιουργούν τη συνθήκη περισυλλογής μέσα από ρητορικά ερωτήματα που δεν απαντώνται ποτέ κι άλλα υπαρξιακά που προκαλούν σκέψη. Η μνήμη, η απώλεια, η διαχείριση των τραυμάτων. Μελαγχολία, νοσταλγία και για μία ακόμα φορά αποκάλυψη του ερμηνευτικού άστρου της Σοφίας Κόκκαλη, που έχει το μοναδικό χάρισμα να σωματικοποιεί και να δίνει θεατρική διάσταση σε κάθε της ρόλο.
Το Καλοκαίρι της Κάρμεν, του Ζαχαρία Μαυροειδή (2024)
Ανεξαρτήτως καταβολών και επιθυμιών ο Δημοσθένης και ο Νικήτας μοιράζονται στιγμές και αγωνίες ανιδιοτελώς. Είναι εκεί ο ένας για τον άλλον χωρίς να βάζουν στη ζυγαριά τι προσφέρει ο ένας σήμερα και τι περιμένει από τον άλλον αύριο κι αντίστοιχα. Ελληνικό καλοκαίρι, υψηλές θερμοκρασίες, ζεστός αέρας. Μία ζωή σαν σενάριο. Ο κύριος στοχασμός του σκηνοθέτη αφορά τον τρόπο με τον οποίο αλλάζουν οι άνθρωποι μέσα στον χρόνο. Μέσα από διαδοχικές στιχομυθίες και παίζοντας αριστοτεχνικά με την έννοια του χωροχρόνου μαγνητίζει τον θεατή. Τον οδηγεί μαγικά σε μία συνθήκη χαλάρωσης και του “κοινωνεί” το μήνυμά του. Η δύναμη της θάλασσας, το μοτίβο του ονείρου και της ελευθερίας κοιτώντας τον ορίζοντα. Η αίσθηση της λύτρωσης της ψυχής που πλησιάζει, αλλά αποτελεί ερωτηματικό αν τελικά έρχεται στην ουσία της. Κάθε συνάντηση με το παρελθόν κρύβει εκπλήξεις. Αρκετές φορές όμως είναι επιβεβλημένο να συζητήσεις, να μοιραστείς, να ακούσεις κι ίσως τότε αντιληφθείς πως φοράς παρωπίδες και πρέπει έστω την ύστατη ώρα να αναθεωρήσεις την κοσμοθεωρία σου.
Διαχρονικά το καλοκαίρι έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης και κεντρικό φόντο σε ταινίες του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου. Αυτή τη φορά ταξιδεύουμε στις τρεις τελευταίες δεκαετίες ξεκινώντας τη διαδρομή μας από τις “Ήσυχες Ημέρες του Αυγούστου” και φτάνοντας μέχρι το παρόν και το “Καλοκαίρι της Κάρμεν” του Ζαχαρία Μαυροείδη που είχε συμπαθητική ανταπόκριση από το κοινό στις θερινές αίθουσες. Ενδιάμεσες στάσεις και επιλογές από τους Σταύρο Τσιώλη, Γιάννη Οικονομίδη, Μάκη Παπαδημητρίου, Κωνσταντίνο Γιάνναρη κι Aργύρη Παπαδημητρόπουλο.
Ήσυχες Ημέρες του Αυγούστου, του Παντελή Βούλγαρη (1991)
Τρεις ιστορίες, η μία ανάμεσα στην άλλη. Μία ηλικιωμένη κυρία αναπτύσσει δεσμούς φιλίας με μία νεαρή κοπέλα. Ένας τραπεζικός υπάλληλος συνομιλεί με μία άγνωστη στο τηλέφωνο κι ερωτοτροπούν. Τέλος ένας βετεράνος ναυτικός βρίσκει μία γυναίκα λιπόθυμη στις γραμμές του ηλεκτρικού κι αποφασίζει να τη βοηθήσει όπως επιτάσσει η ανθρώπινη ηθική. Τι ενώνει αυτές τις φαινομενικά αταίριαστες υποθέσεις; Η μοναξιά στο άστυ. Σε μία φλεγόμενη Αθήνα που έχει μείνει κενή απ΄όλες τις απόψεις, καθώς τέτοιες ημέρες όποιος μπορεί να αποδράσει το κάνει προς πάσα κατεύθυνση. Η αριστοτεχνική σκηνοθεσία έρχεται να δέσει μαεστρικά με την μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Θανάσης Βέγγος αποτελεί πυλώνα του φιλμ. Ονειρεύεται ένα βράδυ στη θάλασσα των Κοραλλιών, να απολαύσει το τροπικό φεγγάρι. Οικοδομεί μία σχέση εμπιστοσύνης με τη Χρυσούλα Διαβάτη. Δίνεται σώμα και ψυχή γιατί αυτό του λέει η καρδιά του. “Ποιος μπορεί να πει πότε πρέπει να φύγει κάποιος”; Η ζωή θα συνεχιστεί. Το καλοκαίρι θα δώσει τη θέση του στο φθινόπωρο κι αυτό με τη σειρά του στον χειμώνα. Ο κύκλος θα συνεχιστεί για μία αιωνιότητα.
Ας περιμένουν οι γυναίκες, του Σταύρου Τσιώλη (1998)
Tο αποκορύφωμα της τριλογίας των γυναικών. Από το “Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε” με τον αείμνηστο Χρήστο Βακαλόπουλο και πριν το “Γυναίκες που Περάσατε Από Εδώ” με πρωταγωνιστές τους Ερρίκο Λίτση και Κωνσταντίνο Τζούμα, δημιουργεί την απόλυτη ταινία για την εποχή που εξερευνά τα όρια της ανδρικής φιλίας. Το χιούμορ έρχεται να δράσει ως καταλύτης στο ξετύλιγμα της πλοκής κι οι ατάκες που θα ακουστούν γίνονται μύθος στον χρόνο κι αντέχουν, καθώς μεταφέρονται από στόμα σε στόμα. Ο Τσιώλης βρίσκει την αξία της Τέχνης στα μικρά καθημερινά της ζωής. Στοχαστικό, ποιητικό κι ίσως βαθιά φιλοσοφικό μάθημα, με έντονη θεατρικότητα και ταπεινά πλάνα.
Δεκαπενταύγουστος, του Κωνσταντίνου Γιάνναρη (2001)
Τι κρύβει πίσω του ένα αντικείμενο; Ο δημιουργός εξερευνά δύσκολα μονοπάτια κι εστιάζει στις ανθρώπινες σχέσεις, τις κοινωνικές ανισότητες και την αποξένωση που χαρακτηρίζει την αστική ζωή. Μέσα σε ένα λαβύρινθο ερμηνειών έρχεται στην επιφάνεια το μωσαϊκό της σύγχρονης μεγαλούπολης και τα προβλήματα που το συνοδεύουν. Η παγίδα της ρουτίνας εγκλωβίζει τα μέλη των οικογενειών και αναζητείται η διέξοδος της απόδρασης. Ένα έργο προσωπικό και ταυτόχρονα συλλογικό που ταξίδεψε στον κόσμο και ευαισθητοποίησε Έλληνες και ξένους θεατές που με κάποιον τρόπο ταυτίστηκαν με το περιεχόμενο κι αποφάσισαν τον δικό τους επαναπροσδιορισμό και την επανιεράρχηση των προτεραιοτήτων τους.
Σπιρτόκουτο, του Γιάννη Οικονομίδη (2003)
Ένα κλειστοφοβικό θρίλερ με εκκωφαντική ένταση από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Αθήνα 2002 στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, στον Κορυδαλλό. Ο Δημήτρης ζει με την οικογένειά του. Τα προβλήματα δεν απουσιάζουν. Παλεύει να τα φέρει βόλτα με δυσκολία. Είναι έτοιμος να κάνει ένα νέο άνοιγμα, μία νέα αρχή με τον κουνιάδο του Γιώργο που μοιάζει ακόμα επιφυλακτικός. Ο Ερρίκος Λίτσης ενσαρκώνει έναν χαρακτήρα που αδυνατεί να σωπάσει. Mία χειμαρρώδης ερμηνεία. Μέρα με την μέρα βλέπει το σπίτι του να καταρρέει κυριολεκτικά, αλλά κυρίως μεταφορικά. Είναι η ηθική κρίση που δε ξεκίνησε το 2009 μαζί με την οικονομική ύφεση, αλλά έχει βαθιά τις ρίζες της στο παρελθόν, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 80′. Τίποτα δεν πηγαίνει καλά. Βρωμιά, βρωμιά και δυσωδία. Οι σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών ακροβατούν σε λεπτές γραμμές. Μία πλήρης αποσύνθεση. “Ξέρεις πώς είναι ο πόλεμος ρε”; Η ταινία όταν κυκλοφόρησε δεν πήγε καλά εισπρακτικά, η δικαίωσή της ήρθε χρόνια μετά και μάλιστα επέστρεψε στη Στέγη ως ένα σύγχρονο θεατρικό.
Τσίου, του Μάκη Παπαδημητρίου (2005)
Στην άδεια Αθήνα του 15Αύγουστου ένας νεαρός χρήστης ναρκωτικών προσπαθεί να βρει μία άκρη, προκειμένου να εξασφαλίσει τη δόση του. Ελπίδα, εθισμός, ανάγκη, φόβος, ματαιώσεις. Ο Τσίου ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί κι η απειλή της πτώσης αυτές τις ώρες είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με ένα μείζον, διαχρονικό ζήτημα και το αντιμετωπίζει με το απαιτούμενο βάθος και μία ανθρώπινη ματιά που δεν αφήνει περιθώρια “κατηγορίας” για τον πρωταγωνιστή. Παντρεύοντας την ευαισθησία με τον κυνισμό πετυχαίνει να αποδώσει μία από τους σπουδαιότερες ελληνικές της δεκαετίας (2000-2010).
Suntan, του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (2016)
Ο σκηνοθέτης συνθέτει το ψηφιδωτό της ελληνικής κοινωνίας. Ένας μοναχικός άνδρας μεταβαίνει στην Αντίπαρο, προκειμένου να κάνει το αγροτικό του. Aναζητεί ένα σκίρτημα, μία όαση στην έρημο της μονοτονίας. Σύντομα μία ομάδα τουριστών φτάνει στο νησί. Μέλος της η Άννα. Ο Κωστής μαγεύεται. Είναι ικανός να ζήσει το όνειρο στα όρια του εφιάλτη. Να ρισκάρει. Η ταινία ακροβατεί μεταξύ του δράματος και της κωμωδίας. Το παιχνίδι με τον ήλιο και το νερό, με το γυμνό και ντυμένο σώμα. Δύο κόσμοι συγκρούονται. Ο σοβαρός γιατρός, μετρημένος και πνιγμένος στην καθημερινότητα κι οι φιλοήδονοι τουρίστες που διασκεδάσουν, χωρίς να σκέφτονται το αναστολές. Ο Παπαδημητρίου από “κομπάρσος” της τηλεόρασης, μετά το “Chevalier” εξελίσσεται στον απόλυτο πρωταγωνιστή της μεγάλης οθόνης.
Winona, του Αλέξανδρου Βούλγαρη (2019)
Mε ξεχωριστή αισθητική δημιουργείται ένα ακόμα πορτρέτο του ελληνικού καλοκαιριού που κυριαρχούν τα χρώματα. Σε μία ερημική παραλία τέσσερις νεαρές γυναίκες περνούν μία ημέρα μαζί. Οι διάλογοί τους δημιουργούν τη συνθήκη περισυλλογής μέσα από ρητορικά ερωτήματα που δεν απαντώνται ποτέ κι άλλα υπαρξιακά που προκαλούν σκέψη. Η μνήμη, η απώλεια, η διαχείριση των τραυμάτων. Μελαγχολία, νοσταλγία και για μία ακόμα φορά αποκάλυψη του ερμηνευτικού άστρου της Σοφίας Κόκκαλη, που έχει το μοναδικό χάρισμα να σωματικοποιεί και να δίνει θεατρική διάσταση σε κάθε της ρόλο.
Το Καλοκαίρι της Κάρμεν, του Ζαχαρία Μαυροειδή (2024)
Ανεξαρτήτως καταβολών και επιθυμιών ο Δημοσθένης και ο Νικήτας μοιράζονται στιγμές και αγωνίες ανιδιοτελώς. Είναι εκεί ο ένας για τον άλλον χωρίς να βάζουν στη ζυγαριά τι προσφέρει ο ένας σήμερα και τι περιμένει από τον άλλον αύριο κι αντίστοιχα. Ελληνικό καλοκαίρι, υψηλές θερμοκρασίες, ζεστός αέρας. Μία ζωή σαν σενάριο. Ο κύριος στοχασμός του σκηνοθέτη αφορά τον τρόπο με τον οποίο αλλάζουν οι άνθρωποι μέσα στον χρόνο. Μέσα από διαδοχικές στιχομυθίες και παίζοντας αριστοτεχνικά με την έννοια του χωροχρόνου μαγνητίζει τον θεατή. Τον οδηγεί μαγικά σε μία συνθήκη χαλάρωσης και του “κοινωνεί” το μήνυμά του. Η δύναμη της θάλασσας, το μοτίβο του ονείρου και της ελευθερίας κοιτώντας τον ορίζοντα. Η αίσθηση της λύτρωσης της ψυχής που πλησιάζει, αλλά αποτελεί ερωτηματικό αν τελικά έρχεται στην ουσία της. Κάθε συνάντηση με το παρελθόν κρύβει εκπλήξεις. Αρκετές φορές όμως είναι επιβεβλημένο να συζητήσεις, να μοιραστείς, να ακούσεις κι ίσως τότε αντιληφθείς πως φοράς παρωπίδες και πρέπει έστω την ύστατη ώρα να αναθεωρήσεις την κοσμοθεωρία σου.