Με τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι να πλησιάζουν, πάμε ακριβώς έναν αιώνα πίσω, στην ίδια ακριβώς πόλη: στο Παρίσι του 1924, το «θέατρο» όπου διαδραματίστηκε η θρυλική ταινία “Οι Δρόμοι της Φωτιάς” (Chariots of Fire) του 1981, σε σκηνοθεσία Χιου Χάντσον. H ταινία αναφέρεται στην αληθινή ιστορία δύο Βρετανών ερασιτεχνών δρομέων οι οποίοι, καθένας για δικούς του λόγους, έβαλαν στόχο να κερδίσουν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 στο Παρίσι, που πραγματοποιήθηκαν στο στάδιο Κολόμπ.
Η ιστορία είναι βασισμένη στην αληθινή ιστορία δύο Βρετανών ερασιτεχνών δρομέων που έχουν βάλει στόχο, να κερδίσουν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 στο Παρίσι στο τρέξιμο 100 μέτρων και που το κατάφεραν. Πρόκειται για τον Χάρολντ Έιμπραχαμς ο οποίος είναι εβραϊκής καταγωγής και βιώνει τον κρυφό ρατσισμό των Άγγλων, επιθυμεί τη συμμετοχή του στους Αγώνες προκειμένου να πάρει το αίμα του πίσω, και τον Έρικ Λίντελ, θεολόγο ο οποίος είναι από τη φύση του γρήγορος και θέλει να τιμήσει τον Θεό για το χάρισμα που κατέχει. H ταινία τμήθηκε με τέσσερα Όσκαρ: Καλύτερης ταινίας, σεναρίου, κοστουμιών και μουσικής για το πασίγνωστο θέμα του Βαγγέλη Παπαθανασίου (Vangelis).
Οι αλήθειες και οι ιστορικές ανακρίβειες
Θυμάστε τους τίτλους αρχής από τους “Δρόμους της Φωτιάς” (1981); Στην πρώτη και την τελευταία σεκάνς της ταινίας, οι βρετανοί αθλητές τρέχουν σε slow motion κατά μήκος της ακτής υπό τους ήχους της μουσικής του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Η συγκεκριμένη ακτή, βέβαια, δεν βρίσκεται στο Μπρόντστερς, μια παραθαλάσσια πόλη στο ανατολικό Κεντ, όπως πιστεύεται μέχρι σήμερα (και που για τον λόγο αυτό σπεύδουν πολλοί επισκέπτες μέχρι εκεί). Στην πραγματικότητα, η ταινία γυρίστηκε στη Σκωτία, 800 χλμ. μακριά από το Μπρόντστερς, γράφει στον Guardian ο Νιλ Ντάνκανσον και για την ακρίβεια δίπλα στο διασημότερο γήπεδο γκολφ στον πλανήτη, στο Σεντ Αντριους.
Αρχικά, υποτίθεται ότι η ταινία θα περιλάμβανε τις ιστορίες τριών Βρετανών, σημειώνει ο Guardian: του Ερικ Λίντελ, του επίσης σπρίντερ Χάρολντ Εϊμπραμς και του Ντάγκλας Λόου. Αλλά ο Λόου, τότε συνταξιούχος δικαστής που πλησίαζε τα 80, αρνήθηκε να έχει σχέση με την ταινία. Οπότε το όνομά του ουδέποτε αναφέρεται σε αυτήν.
Το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ αρνήθηκε, επίσης, να δώσει άδεια να κινηματογραφηθεί το Great Court Run, ο διάσημος αγώνας δρόμου γύρω από το Τρίνιτι Κόλετζ. Έτσι ο σκηνοθέτης πήγε με το συνεργείο του για τα γυρίσματα στο παλιό του σχολείο, το κολέγιο Ιτον στο Μπέρκσαϊρ.
Στην ταινία φαίνεται ότι ο Εϊμπραμς ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έκανε τον γύρο του τετραγώνου πριν το ρολόι του κολεγίου χτυπήσει δώδεκα. Στην πραγματικότητα δεν το επιχείρησε ποτέ. Αυτό επιτεύχθηκε για πρώτη φορά το 1927 από τον λόρδο Μπέργκλεϊ, ο οποίος επίσης δεν ήθελε να έχει σχέση με την ταινία και αντικαταστάθηκε από τον επινοημένο χαρακτήρα του λόρδου Λίνσεϊ που έκανε προπόνηση στις πλαγιές του κτήματός του τοποθετώντας ποτήρια με σαμπάνια πάνω στα εμπόδια – ενώ ο πραγματικός λόρδος χρησιμοποιούσε απλά… σπιρτόκουτα.
Στην ταινία το χάλκινο μετάλλιο στα 100 μ. παίρνει ένας φοιτητής της Οξφόρδης από τη Νέα Ζηλανδία, ο Τομ Γουάτσον. Στην πραγματικότητα νικητής ήταν ο Αρθουρ, μετέπειτα λόρδος Πόριτ και χειρουργός της βασιλικής οικογένειας, ο οποίος έτρεξε στους Ολυμπιακούς Αγωνες του 1924 στο Παρίσι εκπροσωπώντας την πατρίδα του Νέα Ζηλανδία. Αλλά αρνήθηκε να επιτρέψει τη χρήση του πραγματικού του ονόματος. Λάθος το οποίο παραδέχθηκε κατόπιν.
«Νόμιζα ότι θα ήταν μια ασήμαντη ταινία, που δεν θα έκανε καλό στον φίλο μου τον Χάρολντ Εϊμπραμς ή στους Ολυμπιακούς Αγώνες, και δεν ήθελα να είμαι μέρος της. Πόσο λάθος έκανα» παραδέχτηκε πολλά χρόνια αργότερα ο λόρδος Πόριτ.
Επιπλέον, ο Εϊμπραμς δεν γνώρισε τη σύζυγό του, Σίμπιλ, πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, γεγονός που παραδέχτηκε και ο σεναριογράφος Κόλιν Γουέλαντ, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι «δεν ήταν καλό για το στόρι ένας από τους βασικούς ήρωες της ταινίας να ερωτευτεί μετά το τέλος της». Ποιητική αδεία, σαν να λέμε…
Στην ταινία η αρραβωνιστικιά του Εϊμπραμς λέγεται Σίμπιλ Γκόρντον και είναι σοπράνο της D’ Oyly Carte Opera Company, ενώ στην πραγματική ζωή γνώρισε τη Σίμπιλ Ιβερς το 1934 και παντρεύτηκαν δύο χρόνια αργότερα.
Οσο για την σύγκρουση μεταξύ του Λίντελ και του Εϊμπραμς, oi δυο σπρίντερ δεν αντιμετώπισαν ποτέ ο ένας τον άλλον σε 100στάρια. Συναντήθηκαν μόνο δύο φορές, σε αγώνα του πρωταθλήματος AAA στις 220 γιάρδες, τον οποίο κέρδισε ο Λίντελ, και στον τελικό των 200 μ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 στο Παρίσι, στον οποίο ο Λίντελ κέρδισε το χάλκινο βραβείο και ο Εϊμπαμς ήρθε τελευταίος – αλλά η ταινία δεν το αναφέρει καν.
Η διάσημη σκηνή, δε, όπου ο Λίντελ επιβιβάζεται στο καράβι για τη Γαλλία και ένας δημοσιογράφος τον ρωτάει για τις πιθανότητές του στα 100 μ. την Κυριακή, είναι επίσης απολύτως αναληθής καθώς ο Λίντελ γνώριζε το πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων μήνες νωρίτερα και σχεδόν αμέσως ξεκαθάρισε ότι δεν θα ήθελε να τρέξει στα 100 μ.
Και μερικά ακόμη παραλειπόμενα: ο προϋπολογισμός της ταινίας δεν έφτανε για να γίνουν γυρίσματα στη Γαλλία, έτσι οι αθλητικές σεκάνς των «Δρόμων της Φωτιάς» γυρίστηκαν στο Oval Sports Leisure Centre του Μπέμπινγκτον στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε κάθε περίπτωση, η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία. Το 1999, όταν το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου συγκέντρωσε τις 100 καλύτερες βρετανικές ταινίες του 20ού αιώνα, μπήκε στις 20 κορυφαίες. Η παραγωγή της κόστισε μόλις 4 εκατ. λίρες (4,73 εκατ. ευρώ) αλλά απέφερε περισσότερα από 50 εκατ. λίρες (πάνω από 59 εκατ. ευρώ) παγκοσμίως, ενώ σηματοδότησε και το ντεμπούτο του Κένεθ Μπράνα στη μεγάλη οθόνη.
Πώς το Chariots Of Fire χάλασε την φιλία του Παπαθανασίου με τον Λογαρίδη
Ήταν πριν από ακριβώς 42 χρόνια, στις 29 Μαρτίου του 1982, όταν o Βαγγέλης Παπαθανασίου τιμούταν με το Όσκαρ Μουσικής Επένδυσης για το soundtrack της ταινίας «Chariots of Fire» –μάλιστα, το βράδυ της απονομής, ο συνθέτης δεν ήταν καν στην αίθουσα και δεν παρέλαβε το βραβείο γιατί, όπως είπε, «κοιμόμουν στο σπίτι μου».
Το soundtrack της ταινίας ήταν αποκλειστικά ορχηστρικό, αλλά γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία φθάνοντας στο Νο1 του αμερικάνικου chart και στο Νο 5 του βρετανικού, ενώ το single πήγε κι αυτό στο Νο 1 του αμερικάνικου chart, πράγμα σπάνιο για ορχηστρικό κομμάτι.
Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο Σταύρος Λογαρίδης συνδέονταν με πολυετή φιλία και μάλιστα με το συγκρότημα του Λογαρίδη, τους «Ακρίτας», είχαν γράψει μαζί και κάποια τραγούδια που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ.
Το μέλος των Poll (τους οποίος σχημάτισε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 μαζί με τον Κώστα Τουρνά και τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς) δεν έκρυψε ποτέ του την εκτίμηση για τον κορυφαίο Vangelis και η εκτίμηση αυτή ήταν αμοιβαία και εκ μέρους του Παπαθανασίου.
Ωστόσο, η πολυετής φιλία τους διαλύθηκε πριν 35 χρόνια όταν ο Λογαρίδης έσυρε στα βρετανικά δικαστήρια τον Παπαθανασίου, κατηγορώντας τον ότι η μουσική για το κομμάτι «Titles» του «Chariots Of Fire» ήταν κλεμμένη από τη μουσική που έγραψε ο μηνυτής για την ταινία «Μενεξεδένια Πολιτεία».
Όλα ξεκίνησαν το 1975, όταν ο Λογαρίδης, μετά τη διάλυση των «Ακρίτας», συνέχισε την προσωπική του καριέρα συνθέτοντας και ηχογραφώντας μουσικές για ταινίες και τηλεοπτικές σειρές – όπως π.χ. τη μουσική της σειράς «Μενεξεδένια Πολιτεία» σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη που προβλήθηκε στην ΕΡΤ την περίοδο 1975-76.
Δώδεκα χρόνια μετά, ο Λογαρίδης πήρε αυτό το υλικό (και συγκεκριμένα το ορχηστρικό κομμάτι «City of Violets») και το ενσωμάτωσε μέσα στο άλμπουμ «Alchemy» (που κυκλοφόρησε από την δισκογραφική ΚΡΜ το 1987). Και την ίδια περίοδο, ο Λογαρίδης εκμεταλλεύτηκε την κυκλοφορία του εν λόγω άλμπουμ προκειμένου να κινηθεί δικαστικά εναντίον του Παπαθανασίου.
Τότε ήταν που η EMI Music Publishing Ltd, που εκπροσωπούσε τον Λογαρίδη, κατέθεσε μήνυση εναντίον των Spheric BV, Warner Bros Music Inc και Warner Bros Music Ltd, που εκπροσωπούσαν τον Παπαθανασίου.
Ποια ήταν η κατηγορία: ότι η πηγή έμπνευσης του «Titles» ήταν το «City of Violets», με την πλευρά του Λογαρίδη να ισχυρίζεται μάλιστα ότι ο συνθέτης είχε στείλει το κομμάτι στον Παπαθανασίου πολύ πριν ο Βαγγέλης συνθέσει το «Titles».
Η δίκη ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1987 και διήρκεσε ένα μήνα, με την υπεράσπιση του Παπαθανασίου να παραδέχεται αρχικά ότι ο συνθέτης είχε όντως παραλάβει από τον Λογαρίδη το κομμάτι «City of Violets», αν και υποστήριξε ότι «ο Παπαθανασίου δεν πρόλαβε να το ακούσει ποτέ του».
Στην συνέχεια, ο δικαστής ζήτησε από τον Παπαθανασίου να δείξει στο δικαστήριο τον τρόπο με τον οποίο συνθέτει τα κομμάτια του και εκείνος όντως κουβάλησε μερικά συνθεσάιζερ μέσα στην δικαστική αίθουσα προκειμένου να καταδείξει το αυτοσχεδιαστικό ύφος των συνθέσεών του. Επίσης ο Παπαθανασίου απέδειξε ότι ένα επίμαχο σημείο όπου ο δικαστής διαπίστωσε σαφή ομοιότητα μεταξύ των δύο συνθέσεων, είχε προηγουμένως χρησιμοποιηθεί από τον ίδιο τον Vangelis στο κομμάτι «Wake Up» των Aphodite’s Child που προηγήθηκε μερικά χρόνια του «City of Violets».
Τελικά το δικαστήριο δικαίωσε τον Παπαθανασίου με το σκεπτικό ότι «αν και δεν ήταν απίθανο να έχει ακούσει το κομμάτι του Λογαρίδη, κανείς δεν μπορεί να αποδείξει αν το αντέγραψε συνειδητά ή ασυνείδητα».
Η απόφαση άφηνε περιθώρια στον Λογαρίδη να ασκήσει έφεση αλλά εκείνος προτίμησε να σταματήσει εκεί την υπόθεση και να μην κάνει τίποτε άλλο.