Τι υπέροχο θέμα! Και, στην πραγματικότητα, για πρώτη φορά, ένα «παράδοξα παραμελημένο θέμα».
Έτσι ξεκίνησε το 1971 ο Κίνγκσλι Άμις το διάσημο δοκίμιό του για το χανγκόβερ. Πόσο διαφορετική είναι η σημερινή εποχή, όπου κι αν κοιτάξεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την ημέρα της Πρωτοχρονιάς που να μην βρεις μια σωρεία από άρθρα σχετικά με το πώς να αντιμετωπίσεις το χανγκόβερ. Κάθε εποχή έχει την προτιμώμενη θεραπεία της: Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος πρότεινε ωμά αυγά κουκουβάγιας μέσα σε κρασί. Ο Σαίξπηρ αναφέρεται στη «μικρή μπύρα», η οποία παρέμεινε δημοφιλής μέχρι τον 19ο αιώνα. Οι αρχές του 20ού αιώνα ήταν η χρυσή εποχή των κοκτέιλ για το χανγκόβερ, όπως το Bloody Mary και το Prairie Oyster – αλλά και το Alka-Seltzer. Ο Άμις συνιστά το «Polish Bison» – βότκα αναμεμειγμένη με ζεστό εκχύλισμα βοδινού κρέατος.
Ακόμα και οι επιστήμονες το ερευνούν με το χανγκόβερνα αποτελεί υποκατηγορία της ιατρικής και της ψυχολογίας. Μελέτες έχουν διερευνήσει τη σχέση μεταξύ της του χανγκόβερ και των διαταραχών χρήσης αλκοόλ, το οικονομικό κόστος του χανγκόβερ, την αποτελεσματικότητα των θεραπειών και τις ηθικές επιπτώσεις μιας φαρμακευτικής θεραπείας.
Τα κακά νέα είναι ότι, αν νιώθετε αδιαθεσία σήμερα το πρωί, όλες οι αξιόπιστες μελέτες έχουν δείξει ότι το μόνο πράγμα που εγγυάται την ανακούφιση των συμπτωμάτων είναι το πέρασμα του χρόνου.
Για να είμαστε δίκαιοι, ο Άμις δεν πίστευε ποτέ ότι οι θεραπείες – και οι φυσικές παρενέργειες, όπως ο πονοκέφαλος, η ναυτία και η αφυδάτωση – είχαν αγνοηθεί. Αυτό που πραγματικά είχε παραμεληθεί ήταν αυτό που ονόμασε «μεταφυσική υπερδομή» του χανγκόβερ. Δηλαδή όλο το συναισθηματικό φορτίο που συχνά ακολουθεί το ποτό: ενοχή, ντροπή, αυτολύπηση και ένα νεφελώδες στρες.
Η επιστήμη μπορεί να μας εξηγήσει το γιατί αισθανόμαστε άρρωστοι μετά από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ: αφυδάτωση, συστολή των αιμοφόρων αγγείων που προκαλεί πονοκεφάλους και συσσώρευση ακεταλδεΰδης. Αλλά όταν ένα χανγκόβερ μας κάνει να μην αισθανόμαστε καλά δεν εννοούμε μόνο τα σωματικά συμπτώματα.
Η επιστήμη διαπιστώνει ότι τα συναισθήματα είναι δυσκολότερο στο να μετρηθούν από ό,τι οι σωματικές επιπτώσεις του αλκοόλ. Για τα πρώτα, χρειαζόμαστε τη λογοτεχνία και τις τέχνες. Η λογοτεχνία αποτελεί διέξοδο για το συναίσθημα, αλλά κι επίσης τρόπο αυτοέκφρασης. Υπάρχει μια εκπληκτικά πλούσια παράδοση στη λογοτεχνία για το μεθύσι στον δυτικό πολιτισμό – σε συγγραφείς τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, όσο ο Σαίξπηρ και η Τζέιν Ώστιν, ο Ρόμπερτ Μπερνς και ο Τζορτζ Έλιοτ, η Τζιν Ρις και η Έλεν Φίλντινγκ – στην οποία δεν έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία και σε μεγάλο βαθμό εξηγεί τους λόγους που το μεθύσι μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε ότι χρειάζεται να διορθωθούμε.
Λογοτεχνία για το χανγκόβερ
Σε μια επιστολή του 1791 προς τη Μαρία Ρίντελ, ο Μπερνς σε κατάσταση τραγικού χανγκόβερ, ζητά συγγνώμη καθώς φλέρταρε και είχε ερωτικές περιπτύξεις με την κουνιάδα του. «Σου γράφω από την πιο σκοτεινή περιοχή της κόλασης, ζώντας τη φρίκη των καταραμένων», της γράφει, προτού μεμψιμοιρίσει για «το πονεμένο κεφάλι του ξαπλωμένο σε ένα μαξιλάρι με αγκάθια που τον τρυπούν ασταμάτητα» και αναφερθεί σε «έναν κολασμένο βασανιστή» που ονομάζεται «Ανάμνηση».
Πρόκειται για τη ρητορική της μετάνοιας, που μας υπενθυμίζει ότι ο Μπερνς έζησε στην αυστηρά ηθική πρεσβυτεριανή Σκωτία. Το σφυροκόπημα του κεφαλιού και η αφυδάτωση ήταν απλώς τα αντίποινα για τα ατοπήματά του και η επιστολή του είναι μια συγγνώμη για τις αμαρτίες του. Η ντροπή είναι μια ισχυρή πολιτισμική δύναμη: αν υπάρχει θεραπεία θα βρεθεί μόνο στη συγχώρεση.
Τα μεθύσια συχνά αποκαλύπτουν τις προσωπικές και κοινωνικές αξίες που μας κάνουν να αισθανόμαστε «κακοί». Με άλλα λόγια, ο πονοκέφαλος είναι τόσο φυσικός όσο και πολιτισμικός αποτρεπτικός παράγοντας. Η ενοχή και η ντροπή δεν είναι απλώς νευρικά αντανακλαστικά αλλά μέρος μιας υπερδομής αξιών κι ο ‘Αμις επέλεξε σοφά τις λέξεις του.
Άνδρες και γυναίκες
Η επιστήμη υποστηρίζει ότι η εμπειρία του χανγκόβερ είναι διαφορετική για τους άνδρες και τις γυναίκες, εστιάζοντας στον μεταβολισμό και τη σωματική μάζα. Αλλά σίγουρα οι πραγματικές διαφορές είναι κοινωνικοπολιτισμικές; Θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε τα χανγκόβερ του αλκοολικού δημοσιογράφου Πίτερ Φάλοου, από το βιβλίο του Τομ Γουλφ The Bonfire of the Vanities (1987), με εκείνα που υφίσταται η παρθένα Μπρίτζετ Τζόουνς της Έλεν Φίλντινγκ.
Κάθε φορά που είχε χανγκόβερ, ο Φάλοου προσπαθούσε να απαλύνει τα συμπτώματα μέσω έντονης γυμναστικής: «ποτέ ξανά, ποτέ ξανά,» και ξεκινούσε μια αποθεραπεία με γυμναστική το ίδιο κιόλας βράδυ ή έστω την επόμενη σε κάθε περίπτωση. O Γουλφκάνει εμφανές το γεγονός πως το άγχος του hungover δεν είναι ένα προσωρινό αίσθημα. Αντιθέτως προέρχεται από την αίσθηση ότι συνήθεις που μπορεί να έχουμε καταλήγουν σε πολιτισμικά κατακριτέες καταστάσεις. «Πίστευα ότι δεν θα ήταν τόσο αξιοθρήνητη αυτή η αμερικανική συνήθεια του τζόγκινγκ. Πίστευα ότι θα ήταν κάτι άλλος, καθαρό, γρήγορο, δυναμικό, κάτι… αγγλικό». Το σώμα με λίγα λόγια, είναι ένας τόπος που ο πολιτισμός αποκτά νόημα.
Η Τζόουνς έχει τρομερά χαμηλή αυτοεκτίμηση όταν είναι μεθυσμένη. Οι ανησυχίες της θυμίζουν επιφανειακά εκείνες του Φάλοου, αλλά η αρνητική εικόνα του εαυτού της περιλαμβάνει τις ιδιαίτερες πιέσεις που ασκούνται στις γυναίκες να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά. Έχει εμμονή με την αύξηση του σωματικού της βάρους, την εμφάνισή της – «Ω, γιατί να είμαι τόσο αντιαισθητική; Γιατί;», λέει – , την ικανότητά της να προσελκύσει έναν σύντροφο και το βιολογικό της ρολόι που χτυπάει.
Οικογενειακές αξίες
Οι επιπτώσεις του χανγκόβερ στην οικογενειακή ζωή έχουν βρεθεί στο επίκεντρο των μελετών που αφορούν το χανγκόβερ. Εδώ η βιβλιογραφία μας υποδεικνύει επίσης κάποιες σημαντικές πολιτισμικές μεταβλητές.
Η σύζυγος που γκρινιάζει στον σύζυγό της για τα μεθύσια του, αποτελεί βασική φιγούρα της κωμικής μυθοπλασίας από τον 16ο αιώνα έως σήμερα. Ο Τζον Τέιλορ αποτυπώνει αυτόν τον ανθρωπότυπο στο έργο του Skimmington’s Lecture (1639):
Ούτε μια λέξη … έχεις καταπιεί τη γλώσσα σου, αν είχες λίγη τσίπα μέσα σου, θα ντρεπόσουνα που είσαι τέτοιος ανελέητος μεθύστακας, ένα καθίκι.
Αλλά στη βικτοριανή περίοδο η Τζάνετ Ντέμπστερ στο έργο του Έλιοτ Τζάνετ Repentance (1857) μας μιλάει για μια διαφορετική δυναμική της οικογενειακής εξουσίας. Επειδή δεν είναι σε θέση να επιπλήξει τον κακοποιητικό, ωστόσο δημοφιλή σύζυγό της, πνίγει τον πόνο της στο αλκοόλ. Τα μεθύσια της Τζάνετ την οδηγούν στο να παραμελεί τις δουλειές του σπιτιού και χάνει την καλή της φήμη. Η ντροπή της δείχνει ότι υπόκειται σε διαφορετικά πρότυπα από τον σύζυγό της, τη στιγματισμένη θέση των γυναικών που πίνουν.
Πολιτισμική αντίσταση
Θα μπορούσαμε να αψηφήσουμε την ηθική κριτική για την έλλειψη αυτοφροντίδας, το χαμένο χρόνο ή την ντροπή μας. Ωστόσο, ακόμη και οι πιο επαναστατημένοι πότες της λογοτεχνίας αισθάνονται την αυτοαμφισβήτηση να τους δαγκώνει κατά τη διάρκεια του χανγόβερ. Ο Τζον Σελφ του Μάρτιν Άμις (Money, 1984), ο Άρθουρ Σίτον του Άλαν Σίλλιτο (Saturday Night and Sunday Morning, 1958) και η Χάνα Λάκραφτ της Α. Λ. Κένεντι (Paradise, 2004) είναι πασίγνωστοι για την επιπολαιότητα και την προκλητικότητα τους τις στιγμές που είναι μεθυσμένοι. Τα μεθύσια τους είναι, ωστόσο, από τα πιο καταστροφικά στη λογοτεχνία. Η Λάκραφτ μπορεί να απολαμβάνει τα μπλακ-άουτ και τις περιστασιακές σεξουαλικές επαφές, αλλά παραδέχεται: «Μέσα μου, είμαι φτιαγμένη κυρίως από τύψεις». Τα χανγκόβερ του Σελφ είναι ένας αναγκαίος φραγμός σε μια ιδιαίτερα τοξική πτυχή της αρρενωπότητας. Το σύνθημα του Σίτον είναι «μην αφήσεις τα καθάρματα να σε τσακίσουν», αλλά το μεθύσι του Κυριακάτικου πρωινού που διαδέχεται τα μεθυσμένα Σαββατόβραδα, τελικά υποτάσσεται στο γάμο και στη σταθερή εργασία.
Ίσως δεν χρειαζόμαστε άλλο ένα άρθρο για καλύτερα φάρμακα – αλλά αξίζει να σκεφτούμε ότι το χανγκόβερ είναι κάτι πολύ περισσότερο από τα σωματικά συμπτώματα. Η βιβλιογραφία που αφορά το χανγκόβερ μάς αποκαλύπτει πολλά πράγματα για τη στάση μας απέναντι στο αλκοόλ, πώς διαμορφώνεται και τι σημαίνει. Από αύριο, μαζί με το Bloody Mary, ίσως αξίζει να αγοράσετε κι ένα βιβλίο. Δεν ισχυρίζομαι ότι θα κάνει κανέναν να νιώσει καλύτερα, αλλά θα μπορούσε να μας βοηθήσει να καταλάβουμε λίγο περισσότερο γιατί την επόμενη μέρα μετά από ένα έξαλλο μεθύσι, νιώθουμε χάλια με τον εαυτό μας, τους γύρω μας και τη ζωή την ίδια.