Αν κάτι μένει σταθερό σ’ αυτόν τον μικρό κύκλο ημερών και υποχρεώσεων, είναι τα βιβλία. Μερικά καινούργια, μερικά ξεχασμένα που επιστρέφουν σαν παλιοί φίλοι που δεν σε ρώτησαν αν νοστάλγησες. Διαβάζονται στο λεωφορείο, στο διάλειμμα, στο κρεβάτι ή αρκετές φορές δε διαβάζονται ποτέ … Ακολουθούν λοιπόν πέντε τίτλοι που κάτι έχουν να πουν και μας προκαλούν να ταξιδέψουμε στον κόσμο τους.
“Τελειότητα”, του Βιντσέντσο Λατρονίκο (Εκδόσεις Loggia)
Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.
“Το Ήσυχο Βιβλιοπωλείο”, της Εvie Woods (Εκδόσεις Κλειδάριθμος)
Σε έναν ήσυχο δρόμο του Δουβλίνου, ένα χαμένο βιβλιοπωλείο περιμένει να το ανακαλύψουν. Για πολύ καιρό, η Όπαλιν, η Μάρθα και ο Χένρι ήταν δευτερεύοντες ήρωες της ίδιας τους της ζωής. Αλλά όταν ένα βιβλιοπωλείο που έχει εξαφανιστεί εισβάλλει με μαγικό τρόπο στη ζωή τους, αυτοί οι τρεις ανυποψίαστοι άγνωστοι ανακαλύπτουν ότι οι ιστορίες τους είναι εξίσου συναρπαστικές με εκείνες που κρύβονται στις σελίδες των αγαπημένων τους βιβλίων. Ξεκλειδώνοντας τα μυστικά των ραφιών, θα μεταφερθούν σε έναν θαυμαστό κόσμο… όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
“Το όνομά μου είναι Εμίλια Ντελ Βάγιε”, της Ιζαμπέλ Αλιέντε (Εκδόσεις Ψυχογιός)
«Με βάφτισαν Εμίλια ντελ Βάγιε Κλάρο, έτσι εμφανίζομαι στα κατάστιχα της ενορίας της Λα Μισιόν. Η μητέρα μου επέμενε στο «Ντελ Βάγιε» και ο δον Πάντσο επέβαλε και το επίθετο «Κλάρο», επειδή εγώ δεν ήμουν ένα τυχαίο μπάσταρδο αλλά η κόρη που πάντα ήθελε να έχει». Σαν Φρανσίσκο, 1866. Μια Ιρλανδή δόκιμη μοναχή, έπειτα από έναν τραγικό και θυελλώδη έρωτα με έναν Χιλιανό αριστοκράτη, γεννάει μια κόρη που την ονομάζει Εμίλια ντελ Βάγιε. Η Εμίλια μεγαλώνει κάτω από τη σκέπη ενός τρυφερού πατριού και γίνεται μια ανεξάρτητη και αυτάρκης γυναίκα. Προκειμένου να ακολουθήσει το πάθος της για τη συγγραφή, αψηφά τους κοινωνικούς κανόνες.
“Φαινότυποι”, του Πάουλο Σκοτ (Εκδόσεις Gutenberg)
Δύο αδέρφια, ίδιο αίμα – διαφορετικό χρώμα δέρματος. Ο Φεντερίκο «περνάει» για λευκός, ενώ ο Λορένσο είναι μαύρος. Το χρώμα τούς χωρίζει κοινωνικά. Ο πρώτος βασανίζεται από την ενοχή του προνομίου του κι ο δεύτερος σηκώνει σε όλη του τη ζωή το βάρος του ρατσισμού. Σε μια Βραζιλία όπου οι φυλετικές διακρίσεις είναι δομικό στοιχείο της κοινωνίας και οι φυλετικές ποσοστώσεις τη διχάζουν, ένα παλιό τραυματικό περιστατικό έρχεται στην επιφάνεια , ξύνοντας τις κρυμμένες πληγές του παρελθόντος. Με αφήγηση τολμηρή και βαθιά ανθρώπινη, ο Σκοτ επιχειρεί μια συγκλονιστική διερεύνηση της έννοιας της φυλής, της ενοχής και των δεσμών αίματος. Ένα μυθιστόρημα που καθηλώνει και προβληματίζει από τον πολυβραβευμένο Πάουλο Σκοτ (γενν. Πόρτο Αλέγκρε, 1966).
“Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι”, του Θοδωρή Γκόνη (Εκδόσεις Άγρα)
«Από μικρή δεν είχα θάρρος, ήμουνα συνεσταλμένη, δε μιλούσα με αγνώστους, το απέφευγα, μόνο στη θάλασσα ξανοιγόμουν, εκεί έβρισκα και το θάρρος και τα λόγια και τις λέξεις, μιλούσα καθαρά, μελωδικά, τραγουδιστά, σαν το πουλάκι της αυγής πάνω στο σύρμα, και ένα μικρό ψεύδισμα που είχα χανόταν, και ένα τραύλισμα και μια ταχυλογία της ντροπής και αυτή χανόταν, την έπαιρνε το κύμα μακριά, αλλά όχι στον αγύριστο, γυρνούσε μετά μαζί μου στο σπίτι, με ακολουθούσε με το βρεγμένο μαγιώ της και την πετσέτα, κρεμόταν πάλι με το μανταλάκι στα χείλη και στη γλώσσα μου, και κολυμπούσα με τις ώρες, εδώ, σε αυτήν τη Μυτίτσα, σε αυτά τα βράχια έμαθα να κολυμπώ σχεδόν από μόνη μου, μικρή μπήκα στα νερά, έπεσα από το βράχο και αυτό ήταν όλο».