Η ενασχόληση με τους ανθρώπους που έχουν χάσει μια ή περισσότερες από τις πέντε αισθήσεις τους είναι πάντα ένα αρκετά γοητευτικό θέμα ανάπτυξης, είτε σε συγγραφικό, είτε σε κινηματογραφικό επίπεδο (θυμηθείτε, ας πούμε, τα «Μαθήματα Πιάνου» ή το «Άρωμα Γυναίκας»).

Ε λοιπόν, στα «Μαθήματα Ελληνικών» της Χαν Κανγκ, τα «Μαθήματα Πιάνου» συναντούν ευσχήμως το «Άρωμα Γυναίκας», καθώς μια γυναίκα με αφωνία (ή αλαλία) συναντάει έναν άνθρωπο με ένα εκφυλιστικό πρόβλημα στην όρασή του.

Μια Νοτιοκορεάτισσα αποφασίζει να μάθει ελληνικά. Καθηγητής της είναι ένας συμπατριώτης της, πρώην μετανάστης που γεννήθηκε στην Γερμανία, ο οποίος παλαντζάρει, επικοινωνιακά, ανάμεσα σε τρεις γλώσσες: αυτή της οικογένειάς του, τα κορεατικά, αυτή της χώρας που γεννήθηκε, τα γερμανικά και εκείνης που διδάσκει με μεγάλη αγάπη, τα ελληνικά.

Αυτοί οι δυο άνθρωποι θα προσπαθήσουν να έρθουν κοντά ο ένας στον άλλον, πετώντας με χέρια, πόδια και ό,τι άλλο διαθέτουν τα όποια επικοινωνιακά εμπόδια έχουν μπροστά τους και τους εμποδίζει να μιλήσουν ή να δουν τον άλλον.

Το κεντρικό θέμα του βιβλίου της σπουδαίας Νοτιοκορεάτισσας συγγραφέως Χαν Κανγκ δεν είναι, φυσικά, ο έρωτας. Δεν γράφει ρομάντζα, ούτε περιγράφει ερωτικά τρίγωνα και τετράγωνα.

Η Χαν Κανγκ πραγματεύεται με αριστοτεχνικό τρόπο την απώλεια της σύνδεσής μας με το περιβάλλον γύρω μας – και τους πιθανούς τρόπους επανασύνδεσής μας με αυτό. Διαμέσου ΚΑΙ του έρωτα, αν και όχι στην κλασική, «δυτικότροπη» μορφή του, το οποίο τον βάζει εξίσου αριστοτεχνικά μέσα στην εξίσωση.

Εξου και η αφήγηση της Χαν Κανγκ δεν είναι η τυπική αφήγηση ενός «δυτικού» μυθιστορήματος.

Για όποιον έχει δει και μελετήσει προσεκτικά τον νοτιοκορεατικό κινηματογράφο, έτσι και τα βιβλία της Χαν Κανγκ διέπονται από την αίσθηση του ονειρικού. Ο αναγνώστης συχνά αναρωτιέται, προϊόντος του βιβλίου, πού σταματά το πραγματικό και που ξεκινάνε οι ονειροπόλες περιγραφές της Χαν Κανγκ –είναι περίπου σαν να διαβάζεις σε βιβλίο την σπουδαία νοτιοκορεατική ταινία «Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας… και Άνοιξη» του Κιμ Κι-Ντουκ.

Η συγγραφέας καταφέρνει να περιποιηθεί την κάθε της λέξη αντιμετωπίζοντάς την με την εσωτερικότητα που της αξίζει (και που, ταυτόχρονα, αρμόζει στην ασιατική και ειδικά στην κορεατική φιλοσοφία). Η εσωτερικότητα αυτή συχνά, βέβαια, ενίοτε (ευτυχώς σπάνια) της γυρνάει μπούμερανγκ: π.χ. θα ήθελα να μάθω ακόμη περισσότερα απ’ όσα αναφέρει η συγγραφέας για το παρελθόν της γυναίκας αυτής και τους λόγους και τις αιτίες που την οδήγησαν στο να πάσχει από αλαλία. Ούτως ή άλλως, το παρελθόν μας είμαστε εμείς. Το χθες είναι το σήμερά μας και αν είμαστε κάτι σήμερα, το οφείλουμε σε κάτι που συνέβη σε παρελθοντικό χρόνο.

Αυτό το συναίσθημα, αυτήν την αίσθηση την ψηλαφίζει η Χαν Κανγκ, αλλά κατά την γνώμη μου όχι αρκετά ικανοποιητικά. Και αυτό συμβαίνει, πιστεύω, για έναν λόγο: επειδή το βιβλίο έχει βαθιά της ρίζες του μέσα στην απόπειρα κατανόησης των αισθήσεων (από μια άφωνη γυναίκα και έναν ημί-τυφλο άνδρα), προσπαθεί να ωθήσει τον αναγνώστη της να βιώσει το έργο της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Όχι αποκλειστικά διαμέσου της αίσθησης της όρασης, μέσω των γραφομένων στις σελίδες της, αλλά και μέσω της αφής, της όσφρησης, της γεύσης και της ακοής.

Και δίπλα σε αυτές, υπάρχουν και οι υπόλοιπες αισθήσεις που ταλανίζουν τους δυο πρωταγωνιστές της: η αίσθηση ότι, εξαιτίας των γλωσσικών ή οπτικών σου περιορισμών, κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει αυτό που θέλεις να εκφράσεις ή να πεις.

Η αλήθεια είναι ότι, για εμάς όλους που διαθέτουμε και τις πέντε μας αισθήσεις, αυτό το συναίσθημα μας είναι εντελώς ξένο και για το μόνο που μπορούμε να έχουμε παράπονο είναι αυτό το αφόρητα αβάσταχτο κλισέ «κανείς δεν με καταλαβαίνει εμένα».

Θα υπάρξουν στιγμές όπου ο αναγνώστης θα χαθεί μέσα στο λαβυρινθώδες γλωσσικό σύμπαν της Χαν Κανγκ και θα βιώσει ακριβώς το ίδιο: ότι ενδεχομένως δεν καταλαβαίνει αρκετά απ’ όσα η συγγραφέας περιγράφει.

Αλλά, εντέλει, η γεύση που θα μείνει σε αυτόν που θα τελειώσει το υπέροχο βιβλίο της, είναι αυτή που διατρέχει και όλη την ασιατική κουζίνα: ουμάμι, δηλαδή μια όμορφη γεύση που παραμένει στον ουρανίσκο σου για πολύ ώρα και που είναι δύσκολο να περιγραφεί με λόγια γιατί είναι τόσο όμορφη.

Αλλά γι’ αυτό υπάρχουν οι αισθήσεις μας.

*Τα «Μαθήματα Ελληνικών» της Χαν Κανγκ κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.