Όταν εμφανίστηκε με το  “Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ” (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης, Αντίποδες, 2018), ο Εντουάρ Λουί προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση και εκδοτικό πάταγο μιλώντας με ωμότητα για την οδυνηρή πραγματικότητα τού να μεγαλώνεις ως ομοφυλόφιλος μέσα στην ασφυκτική κοινωνία ενός ξεχασμένου γαλλικού επαρχιακού χωριού. Πόσο μάλλον δε, όταν αυτό το βαρύ φορτίο συνοδεύεται κι από τις σκληρές συνθήκες ζωής μιας φτωχής οικογένειας, με τα προσωπικά της δράματα, που πρέπει κι εκείνη να αντέξει και να επιβιώσει μέσα σε έναν κόσμο ταξικά προσανατολισμένο και αμείλικτα εχθρικό απέναντι στους αδύναμους και στους «μη κανονικούς».

Ακολούθησαν  η  “Ιστορία της βίας” (μτφρ. Στέλλα Ζουμπουλάκη, Αντίποδες, 2019) και το “Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου” (μτφρ. Στέλλα Ζουμπουλάκη, Αντίποδες, 2020),  έργα στα οποία ο Λουί συνεχίζει με την ίδια αποφασιστικότητα να ανατέμνει κοινωνιολογικά το λογοτεχνικό του αφήγημα, κάθε φορά βασισμένο σε ένα τραυματικό προσωπικό βίωμα που το φέρνει στο φως όχι τόσο για να το ξορκίσει, όπως λέει, αλλά «για να κάνει την μπουρζουαζία να ντρέπεται». Οι σπουδές του στις Κοινωνικές Επιστήμες στην (υψηλής στάθμης) Ecole Normale του Παρισιού ήρθαν για να σφραγίσουν το πέρασμά του στην ενήλικη ζωή, μακριά πια από τον γενέθλιο τόπο μαρτυρίου του και σήμερα, ο Εντουάρ Λουί αποτελεί μια από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις συγγραφέα ο οποίος δεν γράφει λογοτεχνία για να εξωραϊσει τη χυδαιότητα αλλά για να αποκαλύψει τους κρυμμένους σκελετούς στη ντουλάπα ενός εκμεταλλευτικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος το οποίο, στην πράξη, ευθύνεται για κάθε έκφρασή της.

Στο τελευταίο του βιβλίο “Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας”, το οποίο κυκλοφόρησε στα τέλη του 2021 από τις εκδόσεις Αντίποδες και πάλι σε μετάφραση της Στέλλας Ζουμπουλάκη, ο Λουί συνεχίζει να περπατά στο τεντωμένο σχοινί της αυτοβιογραφικής λογοτεχνίας που συναντά τη μαρξιστική ματιά, αυτή τη φορά στρέφοντας τον φακό του στη σχέση του με τη μητέρα του, ή, για να ακριβολογούμε, στη σχέση εκείνης με τον εαυτό της και τη γυναικεία συνθήκη, που συνακόλουθα καθόρισε και την πορεία των συναισθημάτων του για αυτήν, από τα παιδικά χρόνια ως τώρα.

Ταυτόχρονα θύμα της πατριαρχίας και της κοινωνικής της τάξης, η Μονίκ συμμορφώνεται με έναν παθητικό και απερήφανο τρόπο ζωής, εκείνον της γυναίκας που, εξαρτημένη πλήρως οικονομικά και κοινωνικά από τον άντρα ή σύντροφο, υφίσταται αδιαμαρτύρητα σε ολόκληρη τη ζωή της βία και ταπεινώσεις, παραιτημένη από κάθε είδους αντίσταση ή έστω διεκδίκηση του ελάχιστου για τον εαυτό της. Ο Λουί στέκεται απέναντί της χωρίς συναισθηματισμούς, περιγράφοντας εκείνες τις στιγμές της μετάβασής της από ήττα σε ήττα, εκείνες τις στιγμές που την έβλεπε όλο και πιο πολύ να βυθίζεται στην ανυπαρξία, μέχρι και τη στιγμή του ανέλπιστου άλματός της, στα 44, προς την ανεξαρτησία και την αυτοκυριαρχία. Κατά κάποιον τρόπο θα λέγαμε ότι το βιβλίο έχει happy ending −ωστόσο ο θετικά σκεπτόμενος Λουί αντιμετωπίζει το θαύμα της αλλαγής της συγκρατημένα καθώς επιμένει να αναρωτιέται αν «μια αλλαγή είναι άραγε αλλαγή όταν συμβαίνει μέσα στο τόσο στενό πλαίσιο της ταξικής βίας;».

Η  βρετανίδα ψυχαναλύτρια και σοσιαλίστρια φεμινίστρια Juliet Mitchell, στο καθοριστικό έργο της “Women, the longest revolution¨ (Penguin,1971) , υποστήριξε ότι στον καθορισμό της κατάστασης των γυναικών συμμετέχουν τέσσερις δομές: η παραγωγή, η αναπαραγωγή, η σεξουαλικότητα και η κοινωνικοποίηση των παιδιών που βασίζονται στην οικογένεια. Μέσα από την εξέταση αυτών , ανέλυσε τους τρόπους με τους οποίους εσωτερικεύεται η υποταγή και σχεδιάζεται η συναίνεση, οδηγώντας εν τέλει στην περιγραφή των συνειδητών και ασυνείδητων τρόπων με τους οποίους διαμορφώνεται η ενήλικη ταυτότητα στην κοινωνία. Το ζήτημα αυτό δεν διαλανθάνει την προσοχή του Λουί στο Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας. Αντίθετα, θα έλεγε κανείς πως επανέρχεται συστηματικά, αφού ο Λουί περιγράφει όλα τα στάδια των συναισθημάτων του απέναντί της στην εξέλιξη της σχέσης τους (έχθρα, ανταγωνιστικότητα, οίκτος, συμφιλίωση) μέσα από τα μάτια του εξαρτημένου προσώπου από εκείνην, που την παρατηρεί σε όλες τις στιγμές που έπεσε αμαχητί δίχως να καταφέρει να βγει από τον λάκκο που της έσκαψε η τάξη και το φύλο της. Άραγε πόσο να τον έχει διαμορφώσει κι εκείνον η δική της παθητικότητα μέσα στα χρόνια;

Στο βιβλίο του ο Λουί μιλάει με δύο φωνές: αυτή του γιου των παιδικών χρόνων που συντρίβεται ή οργίζεται από την ανεπάρκεια της μητέρας του κι αυτή του ενήλικα που πια διαχειρίζεται τις πληγές του μέσα από την κατανόηση των αδυναμιών της μητρικής φιγούρας ως συνέπειας της έμφυλης και ταξικής καταπίεσης που εκείνη υφίσταται. Ωστόσο, δεν παραβλέπει και το στοιχείο της προσωπικής της ευθύνης. Με εναλλαγή από το β’ στο γ’ πρόσωπο και αντιστρόφως, ο Λουί αξιοποιεί το κείμενό του άλλοτε ως ευθεία εξομολόγηση/επίθεση στη μάνα και άλλοτε αφηγούμενος με ουδετερότητα τα γεγονότα έτσι ώστε να μπορεί ταυτόχρονα να  υπογραμμίζει τις αντιδράσεις της κοινωνιολογικά υπενθυμίζοντας το κοινωνικοταξικό τους πλαίσιο.

Όμως ο Λουί έχει αποδείξει ότι είναι αποφασισμένος να μιλήσει για  τον κόσμο «από τα κάτω», για όσους δεν έχουν φωνή, σε πείσμα  της συνήθειας η λογοτεχνία να γράφεται από και για τους ισχυρούς. Και το Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας  είναι, εν τέλει, μια πράξη αγάπης προς την −έκπτωτη, αρχικά, και στη συνέχεια νικήτρια −μητέρα του, γιατί είναι ένα κείμενο δικαιοσύνης. Και δεν θα μπορούσε να το έχει πει καλύτερα ο ίδιος: «Γιατί τώρα το ξέρω, έχτισαν αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνία ενάντια σε ζωές και σε σώματα σαν το δικό σου. Γιατί ξέρω πια πως το να γράψω για κείνη, και να γράψω για τη ζωή της, σημαίνει να γράψω ενάντια στη λογοτεχνία».

❈ Το βιβλίο “Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας” του Εντουάρ Λουί κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.