Δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το ότι το σύνολο του πολυσχιδούς έργου του Μίλαν Κούντερα εδράζεται στον πολιτικό και φιλοσοφικό στοχασμό. Ακόμη κι όταν μιλάμε για μυθιστόρημα, ποίηση ή θεατρικό έργο, ο δοκιμιακός του λόγος επιβάλλει στην πρόσληψη του κειμένου όρους πολιτικής και ιστορικής αναδίφησης, μέσα από μιαν ανάγνωση που παραγκωνίζει τον μύθο και βιώνει τη λογοτεχνική απόλαυση σαν ταξίδι στα όρια της σκέψης και του ατομικού/συλλογικού τραύματος του σταλινικού παρελθόντος.

Αν και ο ίδιος έχει δηλώσει ότι ενστερνίζεται περισσότερο τον χαρακτηρισμό του ως μυθιστοριογράφου παρά ως πολιτικού συγγραφέα, ωστόσο η πορεία του τον διαψεύδει δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του έργου του διαπλάθεται με τις αρνητικές αναμνήσεις της ζωής στην κομμουνιστική Τσεχία, την καταστολή και τις απαγορεύσεις, την ανελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης και την προσπάθεια αφομοίωσης της τσεχικής κουλτούρας από την novum ordinem του σοβιετικού κόσμου.

Το ιστορικής αναφοράς κείμενο του Κούντερα «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» πρωτοδημοσιεύεται το 1983 στο περιοδικό «Le débat» και μεταφράζεται αμέσως στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, προκαλώντας πλήθος αντιδράσεων, συζητήσεων και πολεμικών από την πλευρά της Γερμανίας και της Ρωσίας. Αντίθετα, για τον κόσμο της Δύσης, συνέβαλε στην «αναδιαμόρφωση του πνευματικού χάρτη της Ευρώπης», διατύπωση η οποία ανήκει στον τσέχο πολιτικό επιστήμονα και ακαδημαϊκό Ζακ Ρούπνικ, πριν από το 1989 και την κατάρρευση του σοβιετικού κόσμου. Τον Νοέμβριο του 2021 οι γαλλικές εκδόσεις Gallimard εκδίδουν σε βιβλίο το άρθρο αυτό σε συνδυασμό με ένα ακόμη ιστορικό κείμενο του Κούντερα, λιγότερο γνωστό, το οποίο αποτέλεσε την εναρκτήρια ομιλία του στο Συνέδριο των Τσεχοσλοβάκων Συγγραφέων το 1967, έναν χρόνο πριν από τη ρωσική εισβολή που κατέλυσε την περίφημη Άνοιξη της Πράγας και την ανεξαρτησία της χώρας.

Με αφορμή την τελευταία φράση του τηλεγραφήματος που έστειλε σε όλον τον κόσμο ο διευθυντής του ουγγρικού Πρακτορείου Ειδήσεων, λίγο πριν ισοπεδωθεί το γραφείο του από το πυροβολικό των ρωσικών δυνάμεων που πραγματοποιούσαν επίθεση στη Βουδαπέστη (1956), ο Κούντερα διερευνά και αποδεικνύει ιστορικά το ανήκειν των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία) στο corpus του Δυτικού Κόσμου και όχι σε αυτόν της Ανατολής.

Συγκεκριμένα, η φράση αυτή ήταν: «Θα πεθάνουμε για την Ουγγαρία και για την Ευρώπη». Επιχειρώντας μια ερμηνεία της για τους ανυποψίαστους ή τους κακόπιστους, ο Κούντερα πραγματοποιεί μια ιστορική τεκμηρίωση, ήδη από τα χρόνια της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, της ταυτοτικής και πολιτισμικής σχέσης των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης με τη Δύση, με βασικό επιχείρημα την (κοινή) ισχυρή λαϊκή κουλτούρα και πολιτισμική παράδοση της καθεμιάς, που αποτέλεσαν κάθε φορά τον πυρήνα εκείνων των ζυμώσεων, οι οποίες οδήγησαν στις εξεγέρσεις ενάντια στον σοβιετικό επεκτατισμό και στο κομμουνιστικό πρόσταγμα της κατάπνιξης των εθνικών χαρακτηριστικών και της απορρόφησής τους από τη σοβιετική αυτοκρατορία και το όραμα του εκρωσισμού.

Ακόμη, ο Κούντερα επισημαίνει τη σηματοδότηση της Ρωσίας ως Αντί Δύσης, διευκρινίζοντας, βέβαια, ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Αν και προβαίνει σε σαφή διάκριση ανάμεσα στον φασισμό των Ναζί και τον κομμουνισμό, αποδίδοντας στον τελευταίο παρά τα κακώς κείμενα ουμανιστικές αρετές, εν τούτοις επιμένει στο ότι το ανελεύθερο πνεύμα του απέχει παρασάγγας από τον εγγενή δυτικό χαρακτήρα των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης.

Για την απομάκρυνση αυτή των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης από τον δυτικό τους προορισμό, ο Κούντερα αποδίδει ευθύνες ένθεν κι ένθεν: από τη μία, η απατηλή «ιδεολογία του σλαβικού κόσμου», που συντηρήθηκε από τις χώρες αυτές τόσο ώστε να επιβληθεί και ως κοινός τόπος της παγκόσμιας ιστοριογραφίας, κι από την άλλη η αμηχανία της Δύσης – δηλαδή της Ευρώπης αφού αυτές οι λέξεις λειτουργούσαν ως συνώνυμα στο μυαλό των κεντρικοευρωπαίων – να αντιληφθεί την ισχύ της πολιτισμική ιστορίας των χωρών αυτών, η οποία αποτελούσε και το μεγάλο όπλο για την υπεράσπιση του δυτικού τους προσανατολισμού. Η Ευρώπη τότε «έβλεπε την Κεντρική Ευρώπη ως Ανατολική Ευρώπη». Με άλλα λόγια, ο Κούντερα τονίζε με όλους τους τρόπους την αξία της κουλτούρας και του πολιτισμού ως εχέγγυου για τη διασφάλιση της εθνικής και της ευρωπαϊκής ταυτότητας, πράγμα το οποίο, όπως ο ίδιος συμπληρώνει, δεν έγινε αντιληπτό τότε από την Ευρώπη, αφού και η ίδια παράλληλα έχανε το νόημα της δικής της πολιτισμικής ταυτότητας.

Ο προβληματισμός αυτός του Κούντερα για τη δυναμική της γλώσσας, της κουλτούρας και του πολιτισμού και το κατά πόσο αυτά συνδέονται με την επιβίωση των μικρών εθνών αποτελούν και το διακύβευμα του άρθρου που προτάσσεται στην έκδοση με τίτλο «Η λογοτεχνία και τα μικρά έθνη». Ευφυής επιλογή η έκδοση τους σε κοινό βιβλίο καθώς η ανάγνωση του ενός συμπληρώνει το άλλο, δίνοντας αφορμές για περαιτέρω συζήτηση γύρω από το ζήτημα σύζευξης της εθνικής ταυτότητας με την ευρωπαϊκή, εν τέλει γύρω από την ίδια την Ευρώπη και τους όρους υπό τους οποίους η ίδια δύναται να συνεχίζει να υπάρχει ως όλον με τη δική του πολιτισμική ιδιοσυγκρασία. Σήμερα ειδικά, και με τις τελευταίες εξελίξεις του ρωσοουκρανικού πολέμου, αυτή η συζήτηση επείγει πιο πολύ από ποτέ. Άλλωστε, από καιρό απασχολεί τις σημαντικές προσωπικότητες του χώρου της ιστορικής επιστήμης και της πολιτικής διανόησης, με αντιπροσωπευτικά της τάσης αυτής τα δοκίμια των Ian Kershaw (Η Ευρώπη σε δίνη, εκδ. Αλεξάνδρεια), Mark Mazower (Σκοτεινή Ήπειρος, ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, εκδ. Αλεξάνδρεια) και George Steiner (Η ιδέα της Ευρώπης, εκδ. Δώμα).

Ο «Ακρωτηριασμός της Δύσης ή η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» κυκλοφορεί σε μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη, μεταφραστή του συνολικού έργου του Κούντερα ήδη από το 1994, με τη σφραγίδα της ποιότητας των εκδόσεων του «Βιβλιοπωλείου της ΕΣΤΙΑΣ». Ανάγνωσμα μεγάλης σημασίας, όχι μόνο για την ιστορική γνώση του παρελθόντος, αλλά κυρίως για την ερμηνεία του παρόντος, απέναντι σε μια Ευρώπη που αναζητά τον εαυτό της.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ».