Θυμάμαι, μάλιστα, ότι η ταινία υπήρξε η αφορμή για να έρθω σε μία πρώτη επαφή με τον Κλάους Μαν εφόσον η νουβέλα του Λούντβιχ – Σιδερόφραχτο παράθυρο ήταν αυτή που πυροδότησε το εικαστικοδιανοητικό Σύμπαν του Βισκόντι για την ταινία. Η νουβέλα δημοσιεύεται το 1937, ένα μόλις χρόνο μετά τη δημοσίευση του εμβληματικού του μυθιστορήματος Μεφίστο. Κεντρικό πρόσωπο της νουβέλας ο «παράφρων» Λουδοβίκος Β’ της Βαυαρίας, ο οποίος είχε μία -σχεδόν ερωτική- μανία: α) με το χτίσιμο υπερπολυτελών ανακτόρων, β) με τον Βάγκνερ, και γ) με την αυτοκράτειρα Σίσσυ. Ο Λουδοβίκος Β’, πηγή έμπνευσης, επίσης, για καλλιτέχνες Ποιητές, όπως ο Πωλ Βερλαίν και ο Χανς Γιούργκεν Ζύμπερμπεργκ, αυτοκτόνησε στη λίμνη Στάρνμπεργκ κοντά στο Μόναχο.

Στο Σιδερόφραχτο παράθυρο (αυτός είναι ο τίτλος του πρωτοτύπου: Vergittertes Fenster), ο Κλάους Μαν μάς μιλάει με τον τρόπο της Λογοτεχνίας για τις τελευταίες ώρες της ζωής αυτού του εκκεντρικού Λουδοβίκου. Λέξεις όπως: άρρωστος, φρενοβλαβής, τρελός, παράνοια, που επαναλαμβάνονται σαν λούπα, ειδικά στην αρχή της νουβέλας, μας προϊδεάζουν για τον συγκεκριμένο -λογοτεχνικό πλέον- ήρωα. Είναι οι λέξεις με τις οποίες χαρακτηρίζουν όλοι όσοι περιτριγυρίζουν τον Λούντβιχ αυτές τις τελευταίες ώρες της ζωής του: γιατροί, νοσοκόμοι, άνδρες της Αυλής του Μονάχου και έφιπποι αστυνομικοί. Οι μόνοι που δεν πείθονται για το «υβρεολόγιο» που του προσάπτεται είναι οι υπηρέτες του: «Αυτό το απέκλειαν σθεναρά, ειδικά εκείνοι που τον είχαν υπηρετήσει προσωπικά…Οι μεγαλοπρεπείς, ακαταλόγιστοι τρόποι του μονάρχη που έρρεπαν στην υπερβολή και που έκαναν έξω φρενών τους υπουργούς του, εντυπωσίαζαν αυτούς τους ανθρώπους της υπαίθρου» (σ. 31/32).

Στην κρεβατοκάμαρα του Λουδοβίκου έχουν τοποθετηθεί κάγκελα. Και, μάλλον, τα κάγκελα είναι αυτά που εξάπτουν ολοκληρωτικά το -έτσι κι αλλιώς- εξημμένο μυαλό του κι αρχίζει να μονολογεί και να θυμάται και να σκέφτεται διά πένας Κλάους Μαν. Και στο σημείο αυτό, κατά τη γνώμη μου, υπεισέρχεται η ευφυία του Κλάους Μαν. Διότι ο Κλάους Μαν, με αφορμή το ιστορικό πρόσωπο, ΔΕΝ ΓΡΑΦΕΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Δεν είναι Ιστορικός. Λογοτέχνης είναι. Ο Κλάους Μαν, λοιπόν, με αφορμή τον Λουδοβίκο Β’, μας δίνει τα ακόλουθα: Κατ’ αρχάς, Το προφίλ ενός μονάρχη, ενός οποιουδήποτε μονάρχη, που (δικαιολογημένα ή όχι, δεν είναι της παρούσης) είναι σχεδόν πεπεισμένος ότι πίσω από τον εγκλεισμό του έχουν ήδη εξυφανθεί πολιτικού τύπου σχέδια και μηχανορραφίες «Τολμούν επίσης να με κατηγορήσουν πως τον τελευταίο καιρό παραμέλησα λιγάκι τις απερίγραπτα ανιαρές κρατικές υποθέσεις, τις “κρατικές σαχλαμάρες” δηλαδή» (σ.79). Κατά δεύτερον: Το προφίλ ενός οποιουδήποτε φυλακισμένου που «Τον κυρίεψε τρόμος όταν αντιλήφθηκε ξαφνικά πως τον παρακολουθούσαν» (σ.46). Κατά τρίτον: Το προφίλ ενός ερωτευμένου, ειδικά κάθε φορά που γίνεται λόγος για τον Βάγκνερ  «Ω ανώτερε, θεϊκέ μου φίλε! Μόνον εσείς και ο Θεός! Θα παραμείνω δικός σας ως το θάνατο, ως πέρα στο σκοτεινό βασίλειο της σκοτεινής νύχτας!» (σ.102). Και κατά τέταρτον: Το προφίλ ενός Ρομαντικού Καλλιτέχνη «Ο Λουδοβίκος βλέπει, καθώς στέκεται μπροστά στο σιδερόφραχτο παράθυρο, το φινάλε της δικής του τραγωδίας, σαν την πέμπτη πράξη ενός δράματος του Σίλλερ» (σ.87).

Κοινό σημείο και στα «τέσσερα διαφορετικά προφίλ του ίδιου προφίλ» είναι ότι «…οι σκέψεις μέσα στο κεφάλι του δεν μπορούσαν να μπουν σε μια σειρά· μπερδεύονταν καθώς πιέζονταν ασφυχτικά από άσχετες εικόνες, παραστάσεις, συνειρμούς, που δεν έκαναν τίποτ’ άλλο από το να τον ενοχλούν» (σ.48)

Ξαναδιαβάζοντας, πολλά χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση, τη νουβέλα του Κλάους Μαν για τις ανάγκες αυτού εδώ του μικρού άρθρου, σκέφθηκα ότι ο συγγραφέας έχει κάτι κοινό με τον Λουδοβίκο: Ο συγγραφέας Κλάους Μαν ζει σαν εξόριστος, από ένα σημείο και μετά, στον Κόσμο, όπως ακριβώς και ο εξόριστος, στα οροπέδια της Βαυαρίας, Λουδοβίκος. Και παρατήρησα, επίσης, και κάτι άλλο που μου έκανε πολλή Εντύπωση, αν και «λογικά» δεν θα έπρεπε: Υπάρχει ένα σημείο στη νουβέλα (δεν θα το παραθέσω, θα πω μόνο ότι βρίσκεται στη σελίδα 69), ένα σημείο το οποίο –έλα, Παναγιά μου, βόηθα δηλαδή- είναι λες και ο Κλάους Μαν έχει ενώσει σε Πρόζα τα Καβαφικά Ποιήματα «Επήγα» και «Ομνύει».

Διαβάστε το βιβλίο και μπείτε στο χαοτικό μυαλό του Λούντβιχ με την μαύρη κάπα· αφήστε που το Διάβασμα δεν βγαίνει ποτέ σε κακό.

➸ ΙΝΦΟ: Το Λούντβιχ-Σιδερόφραχτο παράθυρο, του Κλάους Μαν σε μετάφραση Αλέξανδρου Ίσαρη  κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, 1996.