Πώς μπορείς να μη γράψεις ένα κείμενο για μια ποιητική συλλογή την οποία ο δημιουργός της αποκαλεί «ικανοποιητική συλλογή»;

Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου είναι μέγας λεξιπλάστης, δεν χωρά αμφιβολία. Όμως λεξιπλάθει λειτουργικά, όχι με διαθέσεις επίδειξης. Κάθε τι που γράφει μοιάζει να βρίσκεται στην θέση που πρέπει να βρίσκεται για να καταφέρει να εκφράσει αυτό που επιθυμεί ο δημιουργός.

Σας μιλώ για το «μετά το ωμέγα», αυτό το κίτρινο βιβλίο (από την καλαίσθητη Κάπα εκδοτική) που έχει κάνει εδώ και λίγο καιρό τον γύρο του διαδικτύου, μιας που όσοι και όσες το έχουν στην κατοχή τους φαίνεται πως αγαπούν να το φωτογραφίζουν. Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου ξέρει πολύ καλά την αξία της αισθητικής, της εικόνας, όχι ως αντικαταστάτριας του ωραίου περιεχομένου, αλλά ως συνοδοιπόρου του.

Από τη νέα ελληνική ποίηση (που βγάζει νόστιμες, πλούσιες σοδειές τα τελευταία χρόνια) έχω ένα μικρό παράπονο: δεν τολμά να ξεπεράσει τον εαυτό της. Να βγει από τα ίδια της τα φουστάνια, τα πλαίσια, να αυτοαναιρεθεί ακόμα. Υπάρχει ένας φόβος, ίσως, μην «δεν μας πάρουν για σοβαρούς ποιητές», δεν ξέρω. Η ποίηση, όμως, είναι ο ορισμός της τόλμης, του θάρρους, της γυμνότητας, αλλά και της απογύμνωσης.

Ο Ευαγγελίου αποτινάσσει τα παλιά ενδύματα της ποίησης ως κατάστασης και, σχεδόν, την επανεφευρίσκει. Γράφει έξυπνα, χιουμοριστικά, απεγνωσμένα, συνταρακτικά. Και τα γραπτά του τα χωρά σε ένα βιβλίο, που ο ίδιος έχει σχεδιάσει, με μυρωδιά, χρώμα και διάσταση. Κάτω από το έντονο κίτρινο του εξωφύλλου, υπάρχει μια σελίδα μωβ. Έτσι, το Ωμέγα είναι μωβ και όταν ανοίγει κανείς το εξώφυλλο υπάρχει η εξής εξήγηση σχετικά με την επιλογή αυτού του χρώματος:

μωβ: το χρώμα που έχουν τα χείλη όταν έχουν καιρό να φιληθούν ή να φιλήσουν

ΜακρΩστενο σαν στάχυ

Το βιβλίο προλογίζουν δύο σημαντικές προσωπικότητες, διαφορετικού βάρους και καταβολής έκαστη. Ο ηθοποιός-καλλιτέχνης Γιάννης Ζουγανέλης, ένας άνθρωπος παντελώς συνώνυμος με την ίδια την ζωή και ο ποιητής Τσιμάρας Τζανάτος.

Δεν έχει νόημα να σας μεταφέρω εδώ τι γράφουν για το έργο και για τον δημιουργό του. Πάντως, είναι εμφανές ότι τα εννοούν. Κι είναι λόγια πολύτιμα, αληθινά.

Έχει νόημα, όμως, να σας προτρέψω να αναζητήσετε σε κάποιο βιβλιοπωλείο αυτό το βιβλίο, το «μετά το ωμέγα». Είναι σχεδόν θρασύ. Τόσο απλό ό, τι λέει μέσα (καμία βαριά φιλοσοφία, κανένα συγκλονιστικό εύρημα που αλλάζει τον κόσμο και τον άνθρωπο), κι όμως τόσο βαθύ. Σα να μας κερνά το βιβλιαράκι τούτο ένα ζευγάρι γυαλιά με μαγικούς φακούς. «Δες μαλάκα», μας λέει, «δες ότι ο κόσμος είναι κι έτσι».

Κι αν αυτό δεν είναι δουλειά της τέχνης, τότε δεν ξέρω τίνος δουλειά είναι.

Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου κάνει ό,τι οφείλει ένας καλός γραφιάς: είναι ειλικρινής, ξεβρακώνεται, είναι ευάλωτος και ευαίσθητος, σχεδόν διάφανος.

Μερικά από τα αγαπημένα μου:

1. Ιανουάρια φυλή [στην Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ]

Ο καλύτερος μήνας κάθε χρονιάς. Για έναν και μόνο λόγο. Γιατί δεν προλαβαίνεις να τον ζήσεις. Μέχρι να αρχίσεις να βάζεις στο τραπέζι τα όνειρα και τις επιθυμίες του νέου
έτους, έχει έρθει ο Φεβρουάριος. Ο Ιανουάριος είναι μήνας αόρατος. Μήνας κομπίνα. Μήνας καμπίνα. Αλλά τι να την κάνεις σ’ ένα ναυάγιο την καμπίνα, αφού πρέπει οπωσδήποτε
να βγεις από αυτή. Ο Ιανουάριος είναι αυτός που σου χαϊδεύει τα μαλλιά και σου δίνει ένα φιλί στο μέτωπο πριν βγεις στο μέτωπο των επόμενων μηνών. Πόλεμος έρχεται πάντα
μετά τον Ιανουάριο. Απώλειες πολλές και ο Ιανουάριος ποτέ δεν προλαβαίνει να κλάψει για κανέναν από εμάς. Δεν έχει συνείδηση ο Ιανουάριος και πάντα ο δικαστής τον απαλλάσσει λόγω βλακείας. Είναι σίγουρα βλακεία να είσαι πρώτος μήνας. Έχει τα θετικά του, ξέρω, μα τα αρνητικά είναι αυτά που γράφουν την ιστορία του. Ό,τι κακό συμβαίνει τον Ιανουάριο αποκτάει μία άλλη διάσταση. Πεθαίνει κάποιος και λένε «ακόμα δεν μπήκε ο νέος χρόνος και είχαμε απώλεια». Λες και οι άνθρωποι γεννήθηκαν για να πεθαίνουν τον Δεκέμβρη.

2. [κάποιες φορές η ευκαιρία κρύβεται στο να τη χάσεις]

3. Δεν είναι κουκούτσια
αυτά που βρίσκετε
μέσα στα μανταρίνια.
Ψυχές είναι, που έχασαν
τον δρόμο τους

4. Πηγαίνω σε
365 κηδείες
τον χρόνο.
Μόλις σιδέρωσα
το αγαπημένο μου
κίτρινο φούτερ.
Είμαι έτοιμος
και για την αυριανή.

Το «μετά το ωμέγα» δεν είναι απλώς μια ικανοποιητική συλλογή.

Είναι μια καινούργια πρόταση. Κάτι φρέσκο, μοσχοβολιστό, πρωτότυπο. Δεν καμώνεται το αριστούργημα-αν και σπαράγματά του, για μένα, ανήκουν στην Μεγάλη Λογοτεχνία. Κάνει για δώρο. Κάνει για δώρο στον εαυτό μας. Κάνει για στολίδι στο κομοδίνο, στο γραφείο. Κάνει για να μυήσετε, εσείς οι πωρωμένοι, κάποιο αγαπημένο σας πρόσωπο στην ποίηση. Ένα θεσπέσιο κιτρινομώβ ξεπαρθένιασμα.

Κάνει για συνεχές ξεφύλλισμα. Ω ναι, είναι από το βιβλία στα οποία άνετα επανέρχεσαι. Ξανά και ξανά.

Με κάνει να διψώ για το επόμενο του Ευαγγελίου. Να’ ναι χρωματιστό πάλι θέλω. Να το γεύομαι μπογιά στυφή στο στόμα για μέρες, όπως έπαθα με το «μετά το ωμέγα».

ΥΓ: Γιατί «μετά το ωμέγα»; Οι απαντήσεις στο πλησιέστερο βιβλιοπωλείο. Ανοίξτε αυτό το βιβλίο. Και με ευχαριστείτε μετά, κάποτε, ίσως και ποτέ, δεν πειράζει.