Η Άλις με τον Τζάσπερ εντοπίζουν ένα ερειπωμένο σπίτι στο Λονδίνο που θα στεγάσει το κοινόβιό τους. Μαζί με τους συντρόφους τους, προσπαθούν να το συμμαζέψουν, ενώ ταυτόχρονα οι ιδεολογικές και πολιτικές συζητήσεις τους δίνουν και παίρνουν. Η εξέγερση, η ένοπλη πάλη, η τρομοκρατία φαντάζουν πράγματα πολύ ελκυστικά γι’ αυτή την ομάδα των «ερασιτεχνών επαναστατών» με την αστική καταγωγή. Όσο, όμως, το παιχνίδι σοβαρεύει, και ανθρώπινες ζωές μπαίνουν σε κίνδυνο, η Άλις θα πρέπει ν’ αποφασίσει μέχρι πού είναι διατεθειμένη να φτάσει.

H καλή τρομοκράτισσα εκδόθηκε το 1985 (και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οδυσσέας το 1986). H μετέπειτα νομπελίστρια Ντόρις Λέσινγκ πρόσφατα είχε ολοκληρώσει τη σειρά πέντε μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας Κάνωπος στο Άργος, που εκδόθηκαν μεταξύ 1979 και 1983. Πρόκειται για εκτενή μυθιστορήματα ιδεών, που διαδραματίζονται σε φανταστικούς κόσμους και εκτείνονται σε μελλοντικούς αιώνες. Αντίθετα, H καλή τρομοκράτισσα ήταν ένα μυθιστόρημα κοινωνικού ρεαλισμού, γεγονός που ξάφνιασε τους θαυμαστές της. Σηματοδότησε επίσης μια στροφή στην πολιτική τοποθέτηση της Λέσινγκ, η οποία από καιρό θεωρείτο «συγγραφέας της Αριστεράς». Μια ομάδα αριστερών πολιτικών ριζοσπαστών γίνεται ο στόχος της καυστικής σάτιρας της: ήταν άραγε ένα μυθιστόρημα πολιτικής αποκήρυξης;

H καλή τρομοκράτισσα εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο, στενά επιτηρούμενο μέρος του Λονδίνου. Παρακολουθεί τη δράση των μελών μιας οιωνεί επαναστατικής ομάδας, που φέρνει σε γκρουπούσκουλο. Τα μέλη της διατηρούν πολύ χαλαρούς δεσμούς μεταξύ τους. Η ταξική τους σύνθεση ποικίλει. Οι ιδεολογικές τους διαφορές είναι έντονες και οι στόχοι τους κάθε άλλο παρά κατασταλαγμένοι. Σ’ αυτή τη μικρή κοινότητα, κάποιοι αποφασίζουν να κινηθούν προς την άμεση τρομοκρατία.

Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται η Άλις Μέλινγκς, μια ικανή οργανώτρια που ξέρει πώς να αντιμετωπίζει σχεδόν τα πάντα, εκτός από το κενό της ίδιας της ζωής. Αξιόπιστη, καθιστά τον εαυτό της απαραίτητο στην κοινότητα, κερδίζοντας ένα πολύτιμο αίσθημα του ανήκειν.

Η Άλις και οι σύντροφοί της έχουν ιδρύσει μια νέα πολιτική οργάνωση, την Κεντρική Κομμουνιστική Ένωση, η οποία έχει μόλις μερικές δεκάδες μέλη. «Τα μαζικά κόμματα χάνουν την επαφή με τον λαό», το αιτιολογεί αυτάρεσκα και αεροβατώντας ένα μέλος της οργάνωσης. Δύο άλλα μέλη, ο Τζάσπερ και ο Μπερτ, πηγαίνουν στην Ιρλανδία, για να προσπαθήσουν να προσφέρουν τις επαναστατικές τους υπηρεσίες στον IRA (που αναφέρεται πάντα με ένα είδος σεβασμού από τους «συντρόφους»). Αναπόφευκτα, όταν καταφέρνουν να συναντηθούν με κάποιον που μπορεί να έχει σχέση με τον IRA, ο έμπειρος επαναστάτης τους απορρίπτει με ψυχρή συγκατάβαση.

Όταν ξεκινά το βιβλίο, παρακολουθούμε της Άλις να ζει σε μια κατάληψη στο Λονδίνο μαζί με άλλα μέλη αυτής της ομάδας των μαρξιστών επαναστατών. Ενώ όλοι μιλάνε για το Κίνημα και κάνουν μεγαλεπήβολα σχέδια για να «προσφέρουν τις υπηρεσίες τους» στους Ιρλανδούς συντρόφους τους στον IRA, η Άλις είναι αυτή που καθαρίζει, οργανώνει και τροφοδοτεί με ρεύμα και νερό, γκρεμίζοντας όλα τα εμπόδια, γραφειοκρατικά και οικονομικά, με τη δύναμη της προσωπικότητάς της. Μπλοφάρει στην αστυνομία, εκφοβίζει τους γονείς της και τους αποκαλεί φασίστες, μετά τους παρακαλάει για χρήματα, μετά τους κλέβει, μετά επιστρέφει σε αυτούς και απαιτεί περισσότερες χάρες. Έχεις θράσος, θάρρος και φαίνεται ακούραστη. Από πολλές απόψεις, είναι μια αξιοθαύμαστη προσωπικότητα, γεμάτη καλές προθέσεις.

Έχει επίσης καταπιέσει εντελώς τις δικές της επιθυμίες και σταδιακά έχει σταματήσει να διακρίνει μεταξύ ηθικού σωστού και λάθους: «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Αφήνει τον εαυτό της να χρησιμοποιείται από τους αθέμιτους συντρόφους της και τον αθέμιτο «φίλο» της (που πραγματικά προτιμά τους άντρες).

Εξερευνώντας την προέλευση της τρομοκρατίας και την παρόρμηση να γκρεμίσουν τα πάντα, να σαρώσουν αυτή την «άθλια ζωή», η Λέσινγκ παρακολουθεί τους τρόπους με τους οποίους αυτοί οι νεαροί σύντροφοι προσπαθούν να αναδημιουργήσουν κάτι που, στις προηγούμενες ενσαρκώσεις του, τους έχει απογοητεύσει βαθιά: να δημιουργήσουν μια πιο αποτελεσματική, πιο επιτυχημένη εκδοχή οικογενειακής ζωής από αυτές που βίωσαν ως παιδιά. Η Λέσινγκ δεν είναι τόσο αδιάκριτη ώστε να εντοπίσει τις πράξεις όλων των τρομοκρατών και των επαναστατών πίσω σε μια δυστυχισμένη παιδική ηλικία, αλλά δείχνει πώς η παρόρμηση για καταστροφή αφορά τόσο, αν όχι περισσότερο, την προσπάθεια ανακτήσεως ενός χαμένου ιδανικού όσο και τη δημιουργία ενός νέου. Και έτσι η Άλις μετατρέπει σταδιακά το βρώμικο κατάληψη σε οικογενειακό σπίτι, σαν σε flashback σε μια εποχή που ζούσε εκεί μια πραγματική οικογένεια. Όχι μόνο θάβει τα σκουπίδια στον κήπο, αλλά καθαρίζει και τα πατώματα, ντύνει τα παράθυρα (με κουρτίνες κλεμμένες από τη μητέρα της) και τοποθετεί λουλούδια καλλιτεχνικά στην κουζίνα.

Όμως στην πορεία τα διακυβεύματα γίνονται πιο μεγάλα. Κάποιοι στην ομάδα φαίνεται να αποκτούν πραγματικούς συνδέσμους με μαχητές του IRA στη Βόρεια Ιρλανδία, ακόμη και με Σοβιετικούς που «στρατολογούν». Μια μικρή βόμβα πυροδοτείται σε έναν έρημο δρόμο…Το συμβάν γεννά επαναστατικές προσδοκίες, επικίνδυνα φιλόδοξες. Στο μεταξύ, ένας «επαγγελματίας» φέρεται να είναι πρόθυμος να συναντηθεί με την Άλις και να συζητήσει μαζί της τη μελλοντική στρατηγική της οργάνωσης.

Η πλοκή κινείται αργά – πολύ αργά. Για ένα βιβλίο με τρομοκράτες και βόμβες, δεν υπάρχει ιδιαίτερη δράση. Η καλή τρομοκράτισσα είναι σίγουρα ένα μυθιστόρημα με θέμα την πολιτική τρομοκρατία, στην παράδοση των Δαιμονισμένων του Ντοστογιέφσκι ή του Πατέρες και γιοί του Ιβάν Τουργκένιεφ. Συγχρόνως, είναι ένα βιβλίο που αναφέρεται σε κοινωνικά ζητήματα, σε ηθικές επιλογές και συγχρόνως αναδεικνύει ένα υπονοούμενο φεμινιστικό υποκείμενο. Εστιάζει στην διπλή ζωή και στις εσωτερικές συγκρούσεις μιας σεξουαλικά καταπιεσμένης Βρετανίδας της μεσαίας τάξης, η οποία αν και είναι ικανότατη η ίδια, αναλώνεται με το να κάνει παρέα όχι με πραγματικούς επαναστάτες ή τρομοκράτες, αλλά με άχρηστους μαλάκες.

Η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι πολύ, μα πολύ, βρετανική της δεκαετίας του ’80. Οι διάλογοι έχουν κάτι το κωμικό που υπονομεύει το δραματικό στοιχείο μιας ιστορίας που αναφέρεται στην τρομοκρατία – ώρες-ώρες θυμίζουν ένα πιο προσγειωμένο, σατιρικό σκετς των Monty Python.

Εμπνευσμένη από τη δική της θητεία στην Αριστερά, το πολιτικό και οικονομικό κλίμα της θατσερικής Αγγλίας, καθώς και τη δράση του IRA τη δεκαετία του ’80, η Ντόρις Λέσινγκ δημιουργεί ένα πολύπλευρο, εύστοχο και αδιόρατα ειρωνικό μυθιστόρημα για τα όρια ανάμεσα στο προσωπικό και το πολιτικό, τη στράτευση και τον εξτρεμισμό.

LINE

Η Doris May Tayler (Kermanshah, 1919 – Λονδίνο, 2013), όπως είναι το πατρικό όνομα της Doris Lessing, γεννήθηκε στην Περσία (σημερινό Iράν) από Άγγλους γονείς. Σε ηλικία πέντε ετών ακολούθησε τους γονείς της, έναν πρώην τραπεζικό υπάλληλο και μια νοσοκόμα, στη Nότια Pοδεσία (σημερινή Zιμπάμπουε), η οποία σπαρασσόταν από τις φυλετικές διακρίσεις (ο αδελφός της ήταν ρατσιστής, όπως αφηγείται η ίδια). Έχοντας περάσει τα παιδικά της χρόνια σε ένα αγρόκτημα της χώρας, εγκατέλειψε το σχολείο και την οικογενειακή εστία σε ηλικία 14 ετών, κάνοντας διάφορες δουλειές για να ζήσει, και συμμετέχοντας σε αριστερές οργανώσεις. Πριν εγκατασταθεί στην Aγγλία, το 1949, με τον μικρότερο γιο της, είχε ήδη κάνει δύο γάμους -με έναν νεαρό δημόσιο υπάλληλο, στα 17 της, και στη συνέχεια με τον Γερμανό κομμουνιστή Γκότφριντ Λέσινγκ- και είχε αποκτήσει δύο παιδιά από τον πρώτο και ένα από τον δεύτερο. Το πρώτο της μυθιστόρημα, “The Grass is Singing” (ελλ. μτφρ. “Τραγουδάει το χορτάρι”, εκδ. Γνώση, 1984), το οποίο εκδόθηκε το 1950, αναφέρεται ακριβώς σε μια «τραγωδία που αναμιγνύει την αγάπη με το μίσος, με υπόβαθρο τις ασυμφιλίωτες ρατσιστικές εντάσεις στην Αφρική». Το βιβλίο γνώρισε σημαντική επιτυχία στη Bρετανία, τις Hνωμένες Πολιτείες και μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Μεταξύ 1952 και 1956 υπήρξε μέλος του βρετανικού κομμουνιστικού κόμματος (“όλοι είμασταν κομμουνιστές τότε”, θα πει αργότερα η ίδια), αποχώρησε όμως μετά τα γεγονότα του 1956 στην Ουγγαρία. Ως συγγραφέας, διακρίθηκε όχι μόνο για τα μυθιστορήματά της, αλλά και για τα δοκίμια και τα διηγήματά της. Για τη συλλογή διηγημάτων “Πέντε” (“Five”) τιμήθηκε με το Bραβείο Σόμερσετ Mομ. Tο 1981 της απονεμήθηκε το Aυστριακό Kρατικό Bραβείο Eυρωπαϊκής Λογοτεχνίας και το 1982 το Bραβείο Σαίξπηρ της Ο. Δ. Γερμανίας. Mεταξύ των γνωστότερων μυθιστορημάτων της συγκαταλέγονται η πεντάτομη σειρά “Παιδιά της βίας” (“Children of Violence”), στην οποία περιγράφεται η πορεία του κεντρικού χαρακτήρα (Μάρθα Κουέστ) στη διαδρομή του 20ου αιώνα μέχρι τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο –“Μάρθα Κουέστ” (“Martha Quest”, 1952), “Ένας καλός γάμος” (“A Proper Marriage”, 1954), “Προμήνυμα καταιγίδας” (“A Ripple from the Storm”, 1958), “Landlocked” (1965), “The Four-gated City” (1969)-, “To χρυσό σημειωματάριο” (“The Golden Notebook”, 1962) -ένα “βιβλίο του 20ου αιώνα που σημάδεψε τον τρόπο που βλέπουμε τις σχέσεις ανδρών-γυναικών, σύμφωνα με τη Σουηδική Ακαδημία”-, “To καλοκαίρι πριν το σκοτάδι” (“The Summer Before the Dark”), “Οι αναμνήσεις ενός επιζώντος” (“Memoirs of a Survivor”), κ.ά. Διηγήματά της συμπεριλήφθηκαν στις συλλογές “Στο δωμάτιο δεκαεννιά” (“To Room Nineteen”) και “O πειρασμός του Tζακ Όρκνεϊ” (“The Tempation of Jack Orkney”), τα δε αφρικανικά της διηγήματα στις συλλογές: “H χώρα του γέρου φυλάρχου” (“This Was the Old Chief’s Country”) και “O ήλιος στα πόδια τους” (“The Sun Between their Feet”). Tο 1979, εκδόθηκε η “Σικάστα” (“Shikasta”), το πρώτο μιας σειράς πέντε μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας με το γενικό τίτλο “O Kάνωπος στο Άργος: Aρχεία” (“Canopus in Argos: Archives”). Για το μυθιστόρημά της “O καλός τρομοκράτης” (“The Good Terrorist”) τιμήθηκε το 1985 με το λογοτεχνικό βραβείο W. H. Smith. Η Ντόρις Λέσινγκ δεν έπαψε να βλέπει τη συγγραφή ως αλληλένδετη με την πολιτική της στράτευση υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των γυναικών. «Νομίζω ότι ξεκινάς να αλλάξεις την κοινωνία με τη λογοτεχνία και έπειτα, όταν δεν συμβαίνει αυτό, έχεις μια αίσθηση αποτυχίας. Έπειτα όμως αναρωτιέσαι: γιατί αισθάνθηκα ότι θα αλλάξω την κοινωνία; Κι έτσι συνεχίζεις…», λέει η ίδια στη συγγραφέα Τζόις Κάρολ Όουτς (εφημ. Τα Νέα, 12.10.2007). Το 2007, σε ηλικία 88 ετών, τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, σύμφωνα με το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας, ως μια “επική συγγραφέας της γυναικείας εμπειρίας, η οποία με σκεπτικισμό, φλόγα και ενορατική δύναμη υπέβαλε έναν διχασμένο πολιτισμό σε εξονυχιστική διερεύνηση”. Πέθανε στο Λονδίνο στις 17 Νοεμβρίου 2013, σε ηλικία 94 ετών.

Doris Lessing, Η καλή τρομοκράτισσα • μτφρ. Έφη Τσιρώνη • Εκδόσεις Διόπτρα, 2025 • σελ. 592

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.