Το «Ελεύθερη. Μεγαλώνοντας στο Τέλος της Ιστορίας» (Εκδόσεις Πατάκη) είναι τα απομνημονεύματα ενός παιδιού που μεγάλωσε στη σοσιαλιστική Αλβανία και ενηλικιώθηκε στην Αλβανία η οποία εισερχόταν στον Ελεύθερο Κόσμο. Η γραφή της περιγράφει σαν αυτόπτης μάρτυρας τη ζωή τόσο τη δική της και της οικογένειάς της, αλλά και ολόκληρης της χώρας, στο μεταίχμιο κοσμογονικών αλλαγών.

Ο Φράνσις Φουκογιάμα στο «Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος;» που κυκλοφόρησε το 1992 δήλωνε πως η ιδεολογική εξέλιξη της ανθρωπότητας είχε φθάσει πλέον στον τερματικό της σταθμό με τις φιλελεύθερες αξίες να κατισχύουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Η μεγάλη ιστορική αφήγηση, στην οποία ο Γκέοργκ  Χέγκελ είχε οραματιστεί τη νίκη μιας κοινωνίας βασιζόμενη στον ορθολογισμό, ήταν πλέον γεγονός: η πτώση του κομμουνισμού ήταν η απόδειξη πως η φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν  ο μοναδικός, αναντίρρητος ορίζοντας της ανθρωπότητας.

Η Λέα Ούπι γεννήθηκε στην Αλβανία και η παιδική της ζωή συνδέθηκε αξεδιάλυτα με την κοινωνία που είχε σφυρηλατηθεί από τις αξίες του κομμουνισμού, οι οποίες είχαν καθορίσει κάθε πτυχή της καθημερινότητας των πολιτών της. Στο ημερολόγιό της καταγράφει τις σημαντικότερες στιγμές της ενταγμένη στον σοσιαλιστικό παράδεισο, που η καθηγήτρια στο σχολείο της είχε εμφυσήσει την πίστη πως ζει και ακολούθως η ίδια είχε ασπαστεί ως μοναδική αλήθεια.

Το πάθος της για τη χώρα που περιβαλλόταν από μια χρυσή αύρα του παρελθόντος και την πίστη στο μέλλον αντιπαραβάλλεται με τον συγκρατημένο ρεαλισμό των γονιών της. Η Αλβανία της μικρής Λέα Ούπι ζούσε με τις δάφνες από την επικράτηση επί του φασισμού και την ανόρθωση του θαύματος του κομμουνισμού που ενσαρκωνόταν στο πρόσωπο του Ενβέρ Χότζα. Η χώρα της καμάρωνε για την αυτόφωτη πορεία της μακριά από μεγάλους προστάτες που βάδιζε, όπως και οι άλλες του λεγόμενου Ανατολικού Μπλοκ, προς το Τέλος της Ιστορίας.

Κάθε τέλος και δη απότομο πάντα κουβαλάει κάτι το μελαγχολικό, το οποίο όσο περνούν τα χρόνια διογκώνεται σε νοσταλγία. Νοσταλγία που κυρίως αφορά όσους ήταν μάρτυρες της ιστορίας, αυτούς που εκόντες άκοντες αποτέλεσαν μέρος της πραγμάτωσης του σοσιαλισμού και της απότομης αποκήρυξής του.

Το βιβλίο δεν έχει τη διάθεση να εξωραΐσει τα παιδικά χρόνια της συγγραφέως στη χώρα. Οι θετικές πτυχές του σοσιαλισμού, όπως αυτές μεταφράζονται στην αλληλεγγύη ανάμεσα στους γείτονες για να αντιστρατευτούν τις χρόνιες ελλείψεις, το κοινωνικό κράτος και η απουσία εξαθλίωσης από το δημόσιο αντιπαραβάλλονται με το σκοτεινό κάτοπτρό τους.

Η ζωή της μικρής Λέα Ούπι, όπως κάθε παιδιού, διαπνέεται από τις προσλαμβάνουσες του σχολείου και της οικογένειάς της, από την αισιοδοξία που δεν αμαυρώνεται από προβληματισμούς που θέτουν εν αμφιβόλω τα θέσφατά του. Η διαρραγή του Αλβανικού τείχους από τον έξω κόσμο, προφυλαγμένος από τις υπερβολές του Δυτικού κόσμου μόνο όταν δεν πρόκειται για εύπορους τουρίστες, η έξοδος της χώρας από την Ιστορία δημιουργεί ρωγμές για να φωτιστούν τα σκοτεινά μυστικά της χώρας και της οικογένειας της συγγραφέως.

Οι βολικοί ευφημισμοί καταρρέουν μπροστά σε αποκαλύψεις για φυλακισμένους συγγενείς και το παρελθόν της οικογένειας εμφανίζεται μετά από δεκαετίες εξοβελισμού του στην επιβεβλημένη λήθη. Η οικογένεια ανακαλύπτει και πάλι τις ρίζες της για ενταχθεί όπως όλη η Αλβανία στη νέα εποχή.

Το Κόμμα και η μοναδική αλήθεια εξανεμίζονται προς την αναγκαιότητα ορθοπόδησης μιας νέας κοινωνικής λογικής  που πλέον πρέπει να στήνει ιδιωτικές -αντί για συλλογικές-ιστορίες επιτυχίας.Τα προβλήματα συνεχίζονται με την εμφάνιση της κοινοβουλευτικής  δημοκρατίας που επιπλέει σε μια κινούμμενη άμμο οικονομικού χάους και αγωνίας για τα μελλούμενα.Το βιβλίο καταγράφει τη μεγάλη μετάβαση σύμφυτη με δράματα και ελπίδες από ένα παιδί που ενηλικιώνεται σε ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον από αυτό που συνήθισε. Μια ολόκληρη τοιχογραφία των σύγχρονων χρόνων της γειτονικής μας χώρας που μάς μεταφέρεται με απλότητα και καίρια ευθύτητα.

Η Λέα Ούπι είναι σήμερα καθηγήτρια πανεπιστημίου και διδάσκει -παρά τις αντιθέσεις της μητέρας της- το φιλοσοφικό έργο του Marx. Ο επίλογος του βιβλίου είναι μια αποτίμηση των αποτυχιών και των δύο συστημάτων που παρά τις εκ διαμέτρου διαφορετικές διακηρυγμένες αρχές απέτυχαν να βελτιώσουν τη ζωή των συμπολιτών της. Η συγγραφέας αναζητά τη σύνθεση ανάμεσα στις φιλελεύθερες αρχές της ελευθερίας με το χειραφετικό πρόγραμμα του μαρξισμού για να δώσει μια αισιόδοξη πνοή: η ιστορία δεν σταματά ποτέ να γράφεται.

Συνήθως μέσα από την οπτική τρίτων προσπαθούμε να συλλάβουμε έναν κόσμο που έχει χαθεί μέσα στον χρόνο και οι καταγραφές του, πολλές φορές αντικρουόμενες, όσο πειστικές και αν είναι τον αφήνουν με ένα αίσθημα ανολοκλήρωτου: γιατί από την καταγραφή των γεγονότων, τις αιτίες και τα αποτελέσματα τους λείπει η φωνή αυτών που τα έζησαν, των ανθρώπων που βίωσαν-αυτό που για τους Κινέζους ήταν κατάρα-ενδιαφέροντες καιρούς και είναι ο λόγος που ασχολούμαστε μαζί τους. Το βιβλίο της Λέα Ούπι δεν μια μονοσήμαντη προσωπική καταγραφή, ίσως είναι κάτι παραπάνω από ένα βιβλίο ιστορίας, μια μαρτυρία για την Ιστορία από κάποιον που την έζησε τόσο ως πρωταγωνιστής, αλλά ταυτόχρονα την αφομοίωσε και ως κριτής της.