Μάλλον δεν θα τα καταφέρω ποτέ να περιγράψω με λέξεις τα Διάφανα Κρίνα, καθώς ξεπερνούν τον συμβολικό κόσμο των λέξεων για να γίνουν ένα εγγεγραμμένο βίωμα, μια μέθεξη και να αποτελέσουν ένα ζωντανό κομμάτι της προσωπικής μας ιστορίας, καθώς και όλων μας μαζί.
Είναι μια σχέση που υφαίνεται διαλεκτικά μέσα στον χρόνο, σαν μια συνομιλία με το παρελθόν και το παρόν μας, καθώς η μια εποχή εμφωλεύεται μέσα στην άλλη. Μια μπάντα που στα πρώιμα εκείνα χρόνια της εφηβείας συνέβαλε στην κοινωνικοποίηση και στην διαπαιδαγώγηση μας, ενώ συνεχίζει να αναδύεται στο παρόν, εσωτερικευμένη πλέον ως βίωμα.
Σε μια εποχή που επικρατούσαν τα μπουζούκια και τα σκυλάδικα, η ιστορία είναι σε όλους μας γνωστή. Σημίτης, έργα, Ολυμπιάδα, κλικ, λεφτά, lifestyle, γενικά μια αντιδραστική μάτσο χαζομάρα και μικροαστική παράκρουση. Για όσους από εμάς δεν μπορούσαμε να ταυτιστούμε με το εν λόγω lifestyle, η περιθωριοποίηση και η πλήξη ήταν ασφυκτική, και ήταν σα να αναζητούσαμε, απελπισμένα θα έλεγα, εκείνο το υπαρξιακό καταφύγιο που θα μας λύτρωνε από αυτόν τον βούρκο.
Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 90, μέσω κάποιων μεγαλύτερων παιδιών, έγινε η γνωριμία μου με τα Διάφανα Κρίνα, κι ευθύς, ένα ολόκληρο σύμπαν, ένας καινούριος αστερισμός ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μου. Σε αυτή την ανήσυχη ηλικία όπου δεν σε χωράει ο τόπος, θυμάμαι πάρα πολλούς της ηλικίας μου, μαζί κι εμένα, να ταυτιζόμαστε με τη μουσική και τους στίχους, και να βρίσκουμε απαντήσεις σε ζητήματα που ταλάνιζαν τα τότε εφηβικά μυαλά μας, γύρω από υπαρξιακά ερωτήματα, τη θρησκεία, τη μουσική, την πολιτική το αίνιγμα του θανάτου και το πάθος για την ζωή και τον έρωτα. Μαζί τους αλωνίζαμε και ξεφαντώναμε σε γιορτές αδερφικές και στα live τους. Έτσι, είχε δημιουργηθεί μια μεγάλη κοινότητα, χρωματισμένη από την ταυτότητα του παράταιρου, που πάραυτα, η αίσθηση της κοινότητας ολοένα βάθαινε.
Μεταξύ μας ανταλλάζαμε μουσικές, ποιήματα, κασέτες, βιβλία και CD και πολλοί μάλιστα από τα παιδιά αυτά άρχισαν να πειραματίζονται γράφοντας οι ίδιοι ποιήματα και στίχους αλλά και μουσική.
Ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μας ο κόσμος των Διάφανων Κρίνων σαν ένας γοητευτικός λαβύρινθος, κι απορροφούσαμε σαν σφουγγάρια οτιδήποτε μας δινόταν από τον κόσμο τους, στον οποίο η επιτακτική μας ανάγκη για την οικειοποίηση του ανοίκειου κόσμου γύρω μας, έβρισκε τον δικό της τόπο.
Ο πρώτος τους δίσκος, “Έγινε η Απώλεια Συνήθειά Mας”, δεν ήταν απλά μουσική για μένα, αλλά μια νέα κοσμογωνία. Θυμάμαι πρωί πρωί όταν με ξυπνούσαν οι γονείς μου να πάω σχολείο, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πατήσω το play στο CD player και να πατήσω #1, που αντιστοιχούσε στο Μέρες Αργίας, κι αν δεν άκουγα εκείνο το «γονιός δεν θα ‘ναι να μου πει, σήκω και ντύσου/ καιρός να ζήσουμε, παιδί μου, ξημερώνει» δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου να βγω στον έξω κόσμο.
Ακόμα και σήμερα, δεν ξέρω αν με συγκινεί περισσότερο όταν ακούω την ψαλτική φωνή του Θάνου, υπνωτική και παράξενη, σχεδόν να συλλαβίζει τους στίχους «έγινε η απώλεια συνήθειά μας κι ο έρωτας μια άρρωστη κραυγή» ή όταν πέφτω σε αυτόν τον ηλεκτρισμένο κυκεώνα του Μέρες Αργίας που σου τσακίζει την ραχοκοκαλιά, σχηματίζοντας χρώματα και ιριδισμούς στο υπαρξιακό σκοτάδι, ή τη Γιορτή, να γλυκαίνει αυτό το αβυσσαλέο αίσθημα υπαρξιακής μοναξιάς από το οποίο κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει.
Όλος ο δίσκος μοιάζει να οργανώνει ένα τρομερό διακύβευμα που αφήνει τα ίχνη του σε όσους ζητούν μια κοσμοθεώρηση που αρνείται να συνθηκολογήσει με την απομάγευση του κόσμου. Η περιπλάνηση, η μουσική, η ποίηση κι ο έρωτας, οι φίλοι, προπάντων οι φίλοι, γίνονται τροφοί για το βλέμμα που ταλαντώνεται μπροστά στη φρίκη και το βοηθούν να αντέχει, και να συνεχίζει να βρίσκει απάγκιο στο τρυφερό νόημα της ζωής.
Για τον δίσκο αυτό, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Θάνος Σαρρής έκανε μια ενδλεχή έρευνα πεδίου, με συνεντεύξεις σε όλα τα εναπομείναντα μέλη της μπάντας, αλλά και στους ανθρώπους που ήταν κοντά στα Κρίνα όταν η Απώλεια έκανε την “έκρηξή” της. Ηχολήπτες, δημοσιογράφους, παιδιά που μεγάλωσαν με τη μουσική τους και την αγάπησαν, ανθρώπους από δισκογραφικές, αλλά και τον Πέτρο Κουτσούμπα, ιδιοκτήτη του ΑΝ όπου έκαναν τα πρώτα τους βήματα, ενώ το επίμετρο της έκδοσης υπογράφει ο Παντελής Ροδοστόγλου.
Το βιβλίο περιλαμβάνει ιστορίες, πολλές ιστορίες, χαρτογραφώντας την εποχή, από τα πρώιμα χρόνια και τις συναντήσεις τους στην λέσχη Rainbow στο Περιστέρι όπου άραζαν τα ροκαμπίλια της περιοχής, αλλά και άλλων περιοχών, όπως του Κολωνού. “Φλιπεράκια, μπιλιάρδα, φραπές, μπίρα και ατελείωτα ακούσματα, κουβέντες, μουσικά όνειρα“, μέχρι ιστορίες για τις πρώτες τους ηχογραφήσεις και συναυλίες.
Σίγουρα, όπως αναφέρει κι ο Σαρρής στην κουβέντα μας, οι λόγοι που τα Κρίνα είναι σημαντικά, διαφέρουν για τον καθένα μας. Ωστόσο, όλοι μα όλοι όσοι μοιραζόμαστε την ίδια αγάπη για αυτήν την μπάντα, την βλέπαμε και εξακολουθούμε να την βλέπουμε όχι μόνο ως καταφύγιο, ή όπως λέει ο συγγραφέας, «την πατρίδα των παιδικών μας χρόνων που πάντα επιστρέφουμε», αλλά και ως την μπάντα που απενεχοποίησε την τρωτότητα και την ευαισθησία, υπονόμευσε τα υπαρξιακά μας αδιέξοδα και μας έμαθε να κερνάμε τους χειρότερούς μας δαίμονες, ένα ποτηράκι ακόμα. Και τους ευχαριστούμε γι’ αυτό.
– Θα ήθελα αρχικά να μου πεις ποια είναι η πρώτη σου ανάμνηση από τα Διάφανα Κρίνα.
Η πρώτη μου ανάμνηση από τα Κρίνα· Ξέρεις, είναι πολύ λίγα τα κομμάτια που στην ηλικία αυτή διαμορφώνουν τα μουσικά μας γούστα. Αυτά που τα ακούς και νιώθεις σα να σου ανατινάζουν το κεφάλι. Αυτό θυμάμαι να το ’χω πάθει με τους Rage Against the Machine, με τους Nirvana και θυμάμαι να το ’χω πάθει την πρώτη φορά που είχα ακούσει τις Μέρες Αργίας. Δεν το’χω ξαναπάθει με άλλες ελληνικές μπάντες -ίσως με τις τρύπες. Αλλά οι Μέρες Αργίας ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από ό,τι είχα ακούσει μέχρι τότε. Με το που το άκουσα – δεν θυμάμαι που το άκουσα –, γιατί τότε μαθαίναμε μουσική ή από μαγαζιά, ή το ραδιόφωνο, από φίλους ή κασέτες κτλ., λέω «ωπ! τι είναι αυτό; Πρέπει να το βρω».
– Και το βρήκες;
Το βρήκα. Ωστόσο, ο πρώτος δίσκος που αγόρασα δεν ήταν το “Έγινε Η Απώλεια Συνήθειά Μας”, ήταν ο δεύτερος. Εγώ μεγάλωσα στην Πάρο, όπου υπήρχε ένα μικρό δισκοπωλείο από το οποίο εγώ και οι φίλοι μου αγοράζαμε διάφορα ροκ CD. Μια μέρα λοιπόν, βλέπω στο ράφι Διάφανα Κρίνα, και το αγοράζω. Ήταν ο δεύτερος δίσκος τους, όπου μετά λύπης μου διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε εκεί το αγαπημένο μου κομμάτι, το Μέρες Αργίας, οπότε μετά επέστρεψα και αγόρασα την Απώλεια.
– Πότε ήταν αυτό;
Το 97’ – 98’, κάπου εκεί.
– Ποια θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η συμβολή της μπάντας στην ζωή ενός νέου που μεγάλωσε στα 90’s;
Η εισαγωγή μου στο βιβλίο έχει τίτλο, “Είμαστε ό,τι ακούμε” και το πιστεύω πάρα πολύ αυτό. Η μουσική και οι στίχοι στους οποίους εκτίθεσαι σε αυτή την ηλικία επηρεάζουν πάρα πολύ την προσωπικότητά, την ψυχοσύνθεσή, τις αξίες και τα πιστεύω σου. Έτσι και τα Κρίνα, που έσκασαν σε μια εποχή εντελώς διαφορετική από την τωρινή που μεγαλώνουν τα παιδιά, νομίζω ότι μας διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό. Και γενικότερα η ροκ πιστεύω.
– Πώς αντιδρούσαν οι συμμαθητές σου στο γεγονός ότι ακούς Διάφανα Κρίνα;
Κοίταξε, ήμασταν μία παρέα, ένας πυρήνας φίλων με τους οποίους ακούγαμε πάρα πολύ metal και ροκ, που μαζί ουσιαστικά εκτεθήκαμε μαζί σε αυτό. Είχαμε και μία σχολική μπάντα με που παίζαμε διασκευές κυρίως συγκροτημάτων που μας άρεσαν. Εγώ έπαιζα κιθάρα. Δεν τολμήσαμε ωστόσο ποτέ να παίξουμε Διάφανα Κρίνα, γιατί λέγαμε «ποιος θα τραγουδήσει;». Αν και μουσικά, βγάζαμε κάποια κομμάτια, παίζαμε την Απώλεια, ακουστικές εκτελέσεις του Μέρες Αργίας και το Βάλτε να Πιούμε, αλλά την φωνή δεν τολμήσαμε ποτέ να την αγγίξουμε. Ενώ εντούτοις παίζαμε Ξύλινα Σπαθιά, Ενδελέχεια, Magic De Spell κ.α. Και για να επιστρέψω σε αυτό που με ρώτησες, με αυτήν την παρέα στην Πάρο που ακούγαμε παρόμοιες μουσικές, μαζευόμασταν θυμάμαι τα Σαββατοκύριακα στο σπίτι ενός φίλου και ακούγαμε πάρα πολύ Κρίνα, με κρασιά, συζητήσεις, παρεΐστικα πράγματα, οπότε τα έχω συνδέσει έντονα με τις ααμνήσεις της παρέας αλλά και γενικότερα με την περίοδο της εφηβείας.
– Η αφορμή της συνέντευξης μας είναι ένα καινούργιο βιβλίο το οποίο ωστόσο δεν έχει σχέση με τα προηγούμενα που έχεις γράψει τα οποία καταπιάνονται κυρίως με το ποδόσφαιρο. Πώς αποφάσισες να προβείς σε αυτόν τον ελιγμό;
Κοίταξε να δεις, το ποδόσφαιρο και η μουσική ήταν δύο άξονες που όταν ήμουν μικρός έλεγα ότι στο μέλλον θα ασχοληθώ με έναν από τους δύο. Εν τέλει με κέρδισε το ποδόσφαιρο και ασχολήθηκα επαγγελματικά με την αθλητική δημοσιογραφία. Ωστόσο η μουσική υπήρχε πάντα στη ζωή μου και στο μυαλό μου. Ακόμα και σε ένα αθλητικό site όπως είναι το Gazzetta, προσπαθούσα πάντα να αφήνω χώρο για τη μουσική, και έχω πάρει συνεντεύξεις από τον Tom Morello από τους Rage Against the Machine, όπως επίσης από τον Chuck D των Public Enemy και τους Black Keys. Εφόσον είχα τη δυνατότητα, το είχα πάντα ως αποκούμπι, όποτε έβρισκα λίγο χρόνο να ασχολούμαι και με αυτό που μου αρέσει. Μέχρι που οι εκδόσεις Οξύ έβγαλαν τη σειρά “33 1/3” που μου άρεσε πάρα πολύ και σε μια κουβέντα που είχα με τον Νίκο Χατζόπουλο, τον εκδότη μου, που ήξερε ότι είχα τρέλα με τα συγκροτήματα της ελληνόφωνης ροκ σκηνής των 90s και γνωρίζοντας παράλληλα πως ό,τι πιάνω, το πιάνω αρκετά ερευνητικά, μου είπε, «ψήνεσαι να κάνεις κάτι»; Και του απάντησα ότι «θέλω να κάνω κάτι για τα Διάφανα Κρίνα καθώς έχω έναν ανοιχτό λογαριασμό μαζί τους». Δεν θα μπορούσα άλλωστε να κάνω κάτι που να μην έχει να κάνει με τα κρίνα γιατί σημαίνουν πολλά για μένα. Μου είπε «προχώρα», και κάπως έτσι ξεκίνησε όλο αυτό.
– Και πιο ήταν το πρώτο βήμα μετά την απόφαση;
Έκανα μια πρώτη συνάντηση με τον Παντελή Ροδόστογλου. Ήταν ο πρώτος με τον οποίο συναντήθηκα για να του πω την ιδέα μου. Ήταν μάλιστα μια περίοδος είχα σπάσει το πόδι μου και ήμουν στην ανάρρωση και βρεθήκαμε ένα απόγευμα στο κέντρο στον Ιπποπόταμο, επίσης ένα μαγαζί που πήγαινα πολύ συχνά ως φοιτητής. Ήταν κάπως συμβολικό για μένα το να βρίσκομαι με τον Παντελή στον ιπποπόταμο. Του εξήγησα την ιδέα, την αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή και με βοήθησε πάρα πολύ. Μίλησε και στα υπόλοιπα παιδιά και χωρίς δεύτερη σκέψη συμφώνησαν και αυτοί να μου μιλήσουν, ώστε το βιβλίο να περιλαμβάνει και τη δική τους σφραγίδα.
– Πόσο χρόνο χρειάστηκε η έρευνα για να ολοκληρωθεί;
Η όλη έρευνα κράτησε περίπου τέσσερις με πέντε μήνες, αλλά αυτό συνέβη γιατί όλοι ήταν πάρα πολύ συνεργάσιμοι. Μου άνοιξαν το σπίτι τους και την καρδιά τους και ήταν όλοι πάρα πολύ βοηθητικοί. Και ξέρεις, αν και λέγεται ότι όταν αν γνωρίσεις τους ανθρώπους που σημαίνουν κάτι για σένα -τους ήρωες σου, τους απομυθοποιείς, σε αυτή την περίπτωση, μπορώ να σου πω ότι συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή δεν ήταν τυχαίο αυτό το συναίσθημα που βίωναν όσοι ήρθαν έστω και λίγο κοντά με τα Κρίνα, αυτό που ένιωσαν όσοι πήγαν έστω σε μία συναυλία τους. Έχοντας πλέον γνωρίσει τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από όλο αυτό, μου είναι πολύ ξεκάθαρο γιατί συνέβη όλο αυτό με τα Κρίνα. Επιπλέον, μίλησα με ανθρώπους που ήταν κοντά στην μπάντα, όπως για παράδειγμα με ηχολήπτες, με τον Θοδωρή Κριθάρη της Wipe Out Records, τα παιδιά από το Studio Praxis που ήταν παρόντες στην ηχογράφηση, με δημοσιογράφους, με φανς που ήταν κοντά τους και γενικότερα με όλους όσους ήταν εκεί κοντά όταν η απώλεια έκανε την έκρηξη της.
– Ήταν εύκολο να τους βρεις;
Ναι ήταν εύκολο να τους βρω σχεδόν όλους, εκτός από τον Λάμπρο Σφυρή ο οποίος είχε κάνει την ηχογράφηση και δεν τον έβρισκε κάνεις, αλλά τον βρήκα κι έγινε η συνέντευξη από σταθερό τηλέφωνο πρέπει να σου πω. Δυσκολεύτηκα επίσης με τον Πέτρο Κουτσούμπα που έχει το ΑΝ και έλειπε στην Κρήτη για κάποιο διάστημα, αλλά ο άνθρωπος με το που γύρισε στην Αθήνα απάντησε στο μήνυμά μου και συναντηθήκαμε – επίσης σημαντική σύνδεση των Κρίνων με το ΑΝ καθώς εκεί έκαναν τα πρώτα τους βήματα, οπότε όπως καταλαβαίνεις ήθελα οπωσδήποτε να μιλήσω μαζί του.
– Μπαίνεις στη διαδικασία να γράψεις για έναν δίσκο. Μπαίνεις παράλληλα και στη διαδικασία να ψάξεις την εποχή;
Ναι, μπήκα στη διαδικασία να ψάξω και την εποχή. Ουσιαστικά χρησιμοποίησα τον πρώτο δίσκο ως αφετηρία αλλά ουσιαστικά έψαξα την όλη τη διαδικασία της δημιουργίας του συγκροτήματος. Από τα πρώτα τους βήματα, τους Crazy Pattapoef όπως ονομαζόταν αρχικά η μπάντα και τις επιρροές τους, έως το πως μεγάλωσαν, το οποίο έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο πιστεύω για να βγει αυτό που βγήκε, μέχρι την κυκλοφορία του πρώτου τους δίσκου αλλά και την κληρονομιά που άφησαν. Άλλους καλλιτέχνες μεταγενέστερους που είτε έχουν εκφράσει ότι τους αρέσουν τα Κρίνα μέσα από τα τραγούδια τους, είτε γνωρίζω προσωπικά ότι τους έχουν επηρεάσει. Ανθρώπους που προέρχονται από διαφορετικά είδη μουσικής.
– Όπως για παράδειγμα;
Όπως για παράδειγμα η Μαρία Παπαγεωργίου που διασκεύασε την Απώλεια, ή ο Κύριος Κ. που σε κάποιον στίχο του αναφέρει “Ακούγαμε Διάφανα Κρίνα στην άδεια Αθήνα”, αλλά ακόμα και ο Explicit από τους Στίχοιμα, ένα hip hop συγκρότημα που μου αρέσει πάρα πολύ και ήξερα ότι άκουγε Κρίνα μικρός, αλλά και η Βασιλική Μπιζά, ή μπασίστρια στους Nightfall, ένα extreme metal συγκρότημα. Όλοι τους μου έδωσαν πολύ ωραίες αφηγήσεις για τα Κρίνα. Οπότε έχουμε και ένα κεφάλαιο το οποίο αναφέρεται στην κληρονομιά. Προσωπικά, το συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι από τα αγαπημένα μου.
– Κάποιος που ασχολείται με τα Διάφανα Κρίνα, πέφτει αναπόφευκτα και με τα μούτρα στη λογοτεχνία; Μιας και οι αναφορές είναι πολλές;
Σίγουρα, συμπεριλαμβάνονται οι λογοτεχνικές αναφορές των στίχων -κυρίως του Παντελή. Γίνονται επίσης αναφορές σε συγγραφείς και βιβλία που ενέπνευσαν, τι διάβαζαν μικρότεροι κτλ τόσο τον Θάνο όσο και τον Παντελή.
– Όπως ανέφερες πιο πριν, ο Παντελής ήταν ο άνθρωπος-κλειδί για την ολοκλήρωση του όλου εγχειρήματος. Πώς σου φάνηκε σαν άνθρωπος;
Δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός, αλλά αυτό που μπορώ να σου πω με σιγουριά είναι ότι αποτελεί ένα είδος ανθρώπου που σπανίζει στην εποχή μας. Είναι ένας άνθρωπος που έχει την ποίηση μέσα του. Ξέρεις, πολλές φορές ξεχωρίζουμε τον καλλιτέχνη από το έργο του ώστε να μην απογοητευτούμε. Με τον Παντελή σε καμία περίπτωση δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Στάθηκε δίπλα μου, με βοήθησε πάρα πολύ, ζεστός, ευαίσθητος και δοτικός. Νιώθω πολύ τυχερός που τον γνώρισα και τώρα πια μπορώ να πω ότι τον ξέρω. Είναι από τους ανθρώπους που τους γνωρίζεις και νιώθεις ότι αφήνουν κάτι στην ψυχή σου.
– Πώς ήταν να απουσιάζει ένα μέλος του οποίου η παρουσία στην όλη υπόθεση υπήρξε νευραλγική, του οποίου το μωσαϊκό της ζωής του, όπως και η συνεισφορά του στην μπάντα, έπρεπε επίσης να καλυφθεί;
Ήταν πολύ δύσκολο. Έχω κι ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στον Θάνο Ανεστόπουλο, μέσα από τα λόγια των ανθρώπων που τον γνώρισαν. Σίγουρα θα ήταν διαφορετικό αν τον είχαμε μαζί μας, αλλά προσπάθησα να αποτυπώσω την κληρονομιά του με όση περισσότερη ακρίβεια γινόταν, μέσα από τα μάτια των ανθρώπων που τον γνώριζαν.
– Έτσι όπως έχεις γνωρίσει τα μέλη της μπάντας για τις ανάγκες του βιβλίου, πιστεύεις ότι τους έδενε μια δυνατή φιλία, σου έδωσαν την αίσθηση ότι υπήρξαν σαν μια μικρή κοινωνία μεταξύ τους;
100%, τουλάχιστον για την περίοδο στην οποία αναφέρεται το βιβλίο, και αυτή η βαθιά φιλία που είχαν έπαιξε και πολύ μεγάλο ρόλο στη μουσική τους. Ήταν μια παρέα, και όλη η διαδικασία της πρόβας ήταν συνδεδεμένη με την παρέα αυτή, από πριν με τους καφέδες, με τις μπύρες τους μετά, με τα στέκια τους. Το βίωναν ακριβώς έτσι όπως λες, σαν μια μικρή κοινωνία, όπου ο καθένας έβαζε κάτι, κι έτσι ακριβώς πορεύτηκαν.
– Πέρα από το μεταξύ τους, έχω την εντύπωση ότι αυτή η μικρή κοινωνία που είχαν, διευρυνόταν, ότι είχε και παρακλάδια. Κόσμος που τους ακολουθούσε, συνεργάτες, φίλοι της μπάντας, ένας κύκλος που μεγάλωνε.
Σίγουρα, και μετά την Απώλεια αυτός ο κύκλος μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Αυτό που για παράδειγμα είχε συμβεί στο πρώτο live –το οποίο καταγράφεται και στο βιβλίο- που έγινε στην Αγίων Ασωμάτων, αρκετό καιρό μετά τη κυκλοφορία του δίσκου γιατί ο Κυριάκος είχε σπάσει το πόδι του, δεν το περίμεναν ούτε οι ίδιοι, καθώς ο κόσμος ήταν τόσος πολύς που χρειάστηκε να παίξουν και δεύτερη μέρα, ενώ αυτοί είχαν στο μυαλό τους ότι ήταν ακόμα η μπάντα της γειτονιά. Αλλά όλο αυτό είχε ταξιδέψει πάρα πολύ, και έγινε ό,τι έγινε.
– Μαθαίνουμε για τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από τα κομμάτια του δίσκου; Τη Νανά για παράδειγμα, την Φαρμακωμένη ή την Δ.;
Για κάποια κομμάτια μαθαίνουμε, αλλά όχι για όλα. Μαθαίνουμε κάποια πράγματα για τη Νανά, και για τους πρωταγωνιστές στο Αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα, και που οφείλονται τα ερωτικά κομμάτια του δίσκου.
– Αγόρασες αυτόν τον δίσκο -όπως μου ανέφερες- όταν ήσουν στην εφηβεία. Τι άλλαξε μέσα σου από τότε μέχρι σήμερα όταν τον ακούς; Ποια είναι η παρακαταθήκη που έχει αφήσει στη δική μας γενιά;
Βλέπω την κόρη μου που είναι 7 χρονών να χοροπηδάει κάθε φορά που ακούει το κομμάτι “Αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα”, και κάθε φορά δακρύζω. Αυτό είναι ίσως πολύ χαρακτηριστικό. Γενικότερα, ακόμα και τώρα περνάω κάποιες περιόδους που ακούω πολύ Κρίνα. Από την εφηβεία που τους γνώρισα, με θυμάμαι φοιτητής –γιατί εργαζόμουν όσο σπούδαζα- απογεύματα μεταξύ πανεπιστημίου και δουλειάς να ακούω το “Ευωδιάζουν αγριοκέρασα οι σιωπές”, μετά συναυλίες σερί – με έναν κολλητό μου ήταν η πιο χαρακτηριστική μας ατάκα, τηλέφωνο, «πάμε Κρίνα; Πάμε». Έκανα βέβαια ένα break στους τελευταίους τους δίσκους, αλλά μετά το τελευταίο live στην Τεχνόπολη στο οποίο ξαναπήγαμε παρέα -ο φίλος μου μένει πλέον μόνιμα στη Γερμανία- και ήρθε μόνο για μια μέρα μόνο για τη συναυλία. Μετά από αυτό, επέστρεψα στα Κρίνα. Για μένα είναι αυτή η πατρίδα των παιδικών χρόνων στην οποία θες να επιστρέφεις συχνά και βρίσκεις εκεί ένα καταφύγιο. Κι επιστρέφω πολύ συχνά.
– Είναι αλήθεια ότι υπάρχει πολύς κόσμος εκεί έξω που αναζητά ξανά και ξανά αυτήν την πατρίδα, που είναι σα να έχει ανάγκη να ξαναβρεθεί έστω και για λίγο σε αυτήν την χαμένη κοινότητα της εφηβείας μας, κι αυτό φαίνεται σε κάθε αφιέρωμα που μπορεί να έχω βρεθεί. Πιστεύεις διαβάζοντας τις μαρτυρίες αυτών των ανθρώπων είναι δυνατό να απομακρυνθούμε από κάποιες αναπόφευκτες εξιδανικεύσεις και να αντιμετωπίσουμε τους ανθρώπους αυτούς που ήταν κάποτε τα είδωλά μας ας πούμε, στην πραγματική και ανθρώπινη τους διάσταση, μακριά από ισοπεδωτικές αντιλήψεις τύπου ροκ σταρ, «καταραμένοι ποιητές» κτλ;
Ναι, γιατί είναι πολύ απλοί και σεμνοί άνθρωποι. Βέβαια, δεν ξέρω αν είναι όλοι έτσι σε αυτόν τον χώρο, γιατί είναι κι ένας χώρος που έχει πολλά νούμερα. Οι συγκεκριμένοι ωστόσο, δεν είναι καθόλου νούμερα. Νομίζω ότι γνωρίζοντας τους καταλαβαίνεις ότι αυτό που ήταν τα Διάφανα Κρίνα δεν ήταν καθόλου φτιαχτό. Δεν υπάρχει τίποτα το προσποιητό, ήταν έτσι, και σε καμία περίπτωση δεν ήταν δήθεν. Είναι απλά τα παιδιά που κράτησαν ζωντανή τη μπάντα της γειτονιάς τους, εκπροσώπησαν τη γενιά τους και την εκπροσώπησαν πολύ ωραία. Κράτησα πολύ ψηλά τον πήχη, κι έζησαν κάποτε αυτήν την περιπέτεια. Επιπλέον, είναι άνθρωποι πολύ προσεγγίσιμοι και φιλικοί, και όχι μόνο προς εμένα που έγραψα αυτό το βιβλίο. Θεωρώ ότι όποιος συναντήσει τυχαία τον Παντελή, τον Νίκο τον Παναγιώτη, τον Τάσο ή τον Κυριάκο, ακριβώς τα ίδια πράγματα θα διαπιστώσει.
– Και κάτι τελευταίο, μετά από όλη αυτή την ενασχόληση με την μπάντα, τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που κάνει τα Διάφανα Κρίνα να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες ελληνικές μπάντες που μεσουρανούσαν στα 90s;
Νομίζω ότι ήταν κάτι διαφορετικό. Τότε μεσουρανούσε και το δίπολο Τρύπες ή Σπαθιά, αλλά τα Κρίνα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Είχαν το δικό τους στυλ, και στο δικό μου μυαλό εκπροσωπούσαν περισσότερο την Αθήνα, είχαν έναν πιο αθηναϊκό ήχο. Επιπλέον, οι στίχοι τους ήταν πολύ ξεχωριστοί και πρωτοφανείς για τα ελληνικά δεδομένα, ήταν ατόφια ποίηση, όπως επίσης και η μουσική τους, κι εξελίχθηκαν πολύ σε μουσικό επίπεδο. Ειδικά στις κιθάρες, τόσο ο Κυριάκος όσο και ο Νίκος το έψαχναν πάρα πολύ, περνούσαν ατελείωτες ώρες εξερευνώντας καινούργια μουσικά μονοπάτια, οπότε νομίζω ότι μας έδωσαν ένα εντελώς διαφορετικό στυλ, το οποίο χαράχτηκε πολύ βαθιά μέσα μας. Έχω προσπαθήσει να εξηγήσω το γιατί, αλλά πιστεύω ότι για τον καθένα οι λόγοι είναι διαφορετικοί.
– Ποιοι είναι οι δικοί σου;
Για μένα είναι όλα, η μουσική -στη μουσική βάζω και τη φωνή, οι στίχοι, αυτό που εκπροσωπούσαν, η στάση που είχαν σε πολλά πράγματα, αλλά και γενικότερα η όλη ατμόσφαιρα. Δηλαδή, θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα πάει στα Εξάρχεια -με είχε πάει ο ξάδερφος μου που ήταν μεγαλύτερος και ζούσε στην Αθήνα. Παρκάρουμε έξω από ένα μπαρ στα Εξάρχεια και ένιωθα λες και παίζω σε κάποια ταινία στην Gotham City ή κάτι τέτοιο, κοιτάω γύρω μου και σκέφτομαι εντυπωσιασμένος «τώρα που ήρθαμε;» κτλ., και κατεβαίνοντας τα σκαλιά του ΑΝ ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά και θυμάμαι ακόμα αυτή την μέθεξη από αυτό το σόλο στην Κυριακή των Βαΐων. Ένιωθα σα να αιωρούμαι και να βλέπω από ψηλά τον εαυτό μου να χτυπιέται ανάμεσα στο κοινό, και θυμάμαι να ξεφεύγω τελείως. Αυτό το συναίσθημα δεν το βιώνεις πολλές φορές στη ζωή σου.
Ίνφο: Το βιβλίο “Διάφανα Κρίνα – Έγινε η Απώλεια Συνήθειά Μας”, κυκλοφορεί στα πλαίσια της σειράς βιβλίων ‘’33 ⅓’’ από τις Eκδόσεις Οξύ.
Δείτε επίσης: «Είμαι το τέρας που σας μιλά»: Ένα κείμενο που χτυπάει σαν σφυρί ό,τι θυμίζει βεβαιότητα