Νομίζω ότι ποτέ δεν θα ξεχάσω πώς ένιωσα όταν είδα το πρώτο επεισόδιο του πρώτου κύκλου του “Black Mirror”, με τίτλο “The National Anthem”. Είχε μόλις βγει ο δεύτερος κύκλος, ακόμη δεν είχε γίνει το πολύ μεγάλο buzz που ακολούθησε με τη μεταγραφή της σειράς στην πλατφόρμα του Netflix.

Όσοι όμως αναζητούσαν κάτι πιο «σκοτεινό», διαφορετικό και φουτουριστικό στην τηλεόραση το είχαν ήδη ανακαλύψει. Ένας διαδικτυακός φίλος μου το πρότεινε, με τη φράση «ειδικά εσύ θα ξετρελαθείς»˙ είχε δίκιο, ξετρελάθηκα.

Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ένας συλλογικός τόμος με τίτλο «Black Mirror, ο μαύρος καθρέφτης της ψηφιακότητας», σε επιμέλεια Δέσποινας Καταπότη. Η Δέσποινα Καταπότη είναι επίκουρη καθηγήτρια Πολιτισμικής Θεωρίας και Ψηφιακού Πολιτισμού στο Τμήμα Πολιτιστικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ανακάλυψε το Black Mirror το 2015, είδε όσα επεισόδια είχαν βγει μέχρι τότε και αποφάσισε το μάθημα της στους προπτυχιακούς φοιτητές του Πανεπιστημίου Αιγαίου να ξεκινά με την προβολή ενός επεισοδίου του “Black Mirror”. Μετά την ολοκλήρωση της προβολής ξεκινούσε ο διάλογος με το φοιτητικό κοινό.

Το πείραμα μεταφέρθηκε με το ίδιο format στα μαθήματα που δίδασκε σε μεταπτυχιακούς κύκλους σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου αλλά και στην Αθήνα με μια μικρή τροποποίηση, όπως εξηγεί: «Στα μαθήματα του μεταπτυχιακού προσκαλούσα πλέον και σχολιαστές, άτομα από διαφορετικούς κλάδους και ειδικότητες (εντός και εκτός ακαδημαϊκού χώρου), με απώτερο στόχο να διανθίσουμε μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις και οπτικές την εκάστοτε θεματική» και συνεχίζει «Το 2017 πρότεινα στην παλιά μου συμφοιτήτρια και αγαπημένη φίλη Πέγκυ Ρίγγα να μεταφέρουμε το Black Mirror από τις ατομικές συσκευές στη μεγάλη οθόνη. Της πρότεινα πιο συγκεκριμένα να διοργανώσουμε προβολές και συζητήσεις γύρω από τη σειρά στον κινηματογράφο ΑΑΒΟΡΑ, σε έναν χώρο που η Πέγκυ συνηθίζει να αποκαλεί «αγαπημένο της τέκνο» (καθώς είναι η ιδιοκτήτρια της αίθουσας). Η ανταπόκριση του κόσμου υπήρξε κυριολεκτικά συγκινητική, τόσο το 2017, στον πρώτο κύκλο προβολών (τέσσερα επεισόδια σε σύνολο), όσο και το 2018, που το ραντεβού μας στην αίθουσα ανανεώθηκε με την προβολή τεσσάρων επιπλέον επεισοδίων. Η εμπειρία της μεγάλης οθόνης, οι συζητήσεις ενώπιον ενός σαφώς μεγαλύτερου σε κλίμακα κοινού και η αίσθηση ότι η πρωτοβουλία αυτή οδήγησε στη δημιουργία μιας ζωντανής κοινότητας υπήρξαν οι τρεις βασικότεροι λόγοι για τους οποίους αποφάσισα μόλις έναν χρόνο μετά, το 2019, να συγκεντρώσω σε έναν συλλογικό τόμο τις παρουσιάσεις που πραγματοποιήθηκαν τόσο στον ΑΑΒΟΡΑ όσο και σε κάποια από τα μεταπτυχιακά σεμινάρια της περιόδου 2015-2019. Το βιβλίο χωρίστηκε σε επτά ενότητες οι οποίες αντιστοιχούν σε επτά επεισόδια της σειράς».

Η πρώτη ενότητα αφορά το επεισόδιο “The National Anthem” και αποτελείται από τρία κείμενα.

Στο κείμενο «Καλλιτέχνες Γουρούνια Τρομοκράτες» των Κίμωνα Θεοδώρου και Σαμσών Ρακά διαβάζουμε: «Κατά την εξέλιξη του επεισοδίου υποφώσκουν μια σειρά από προβληματοθεσίες όσον αφορά τον κόσμο των μίντια, και ιδιαίτερα την ψηφιακή επικοινωνία και τα social media. Παρακολουθούμε το κοινό αρχικά να εκφράζει τη συμπάθεια του για τον πρωθυπουργό, ο οποίος δεν μπορεί να κάνει αυτό που του ζητείται. Στο μεταξύ όλες οι προσπάθειες να εντοπιστεί ο απαγωγέας αποτυγχάνουν. Αργότερα κυκλοφορεί ένα δεύτερο βίντεο, που δείχνει ξανά την πριγκίπισσα δεμένη σε μια καρέκλα πισθάγκωνα. Ο απαγωγέας πλησιάζει από πίσω της με ένα μαχαίρι, και σε λίγο μοστράρει στην οθόνη ένα κομμένο δάχτυλο. Η εικόνα σοκάρει το κοινό, που αρχίζει να τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της άμεσης διάσωσης της πριγκίπισσας, πιέζοντας τον πρωθυπουργό να ενδώσει στην απαίτηση του απαγωγέα. Στο φόντο ξετυλίγεται το ερώτημα: Πώς μπορώ να γνωρίζω τι είναι αληθές και τι ψευδές με βάση το “ορατό” όπως αυτό διαμεσολαβείται σε μία οθόνη; Στο μεταξύ στο παλάτι η ίδια η βασίλισσα απαιτεί τη “θυσία” του πρωθυπουργού. “Eίναι σαν να συμβαίνει η 11η Σεπτεμβρίου” ακούγεται σε ένα δημοσιογραφικό γραφείο όπου διαπληκτίζονται για τον τρόπο κάλυψης του γεγονότος. Είναι μια “νέα μορφή τρομοκρατίας”, μια “ιστορία παγκόσμιας σημασίας”».

Στο κείμενό του «Η μηχανική της εξουσίας και η μυθοποίηση του κοινωνικού χρόνου» o Νίκος Δασκαλόπουλος καταλήγει: «Τα πρόσωπα του Black Mirror κοιτάζουν τις οθόνες στο τέλος όπως συνήθως κοιτάζει ο κόσμος σε αθλητικές διοργανώσεις, παρελάσεις κτλ. όταν ακούγεται ο εθνικός ύμνος. Στο μετρό τα πρόσωπα κοιτάζουν κινητά με ραγισμένες οθόνες, αφού δεν υπάρχουν χρήματα για να επιδιορθωθούν, καθρεφτίζοντας ένα κείμενο γραμμένο από κάποιον άλλο, αλλά κι ένα λευκό περιθώριο. Εκεί μπορεί να γραφτεί η ποίηση του μέλλοντος. Όπως λέει η λαϊκή σοφία: Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος». 

Η δεύτερη ενότητα αφορά το επεισόδιο “The entire history of you ” και αποτελείται από τέσσερα κείμενα.

Στο κείμενο «Η μνήμη των κοινωνικών συστημάτων» ο Θωμάς Μαυροφίδης σχολιάζει: «Ο πρωταγωνιστής αντιλαμβάνεται τη μνήμη (όχι μόνο τη δική του, αλλά και των προσώπων γύρω του) σαν βάρος. Μια μνήμα αναλλοίωτη από τον χρόνο, άφθαρτη, απαράλλακτη, πλατωνική. Μια μνήμη καθοριστική˙ όχι μόνο στη σχέση του με τους άλλους γύρω του, αλλά κυρίως στη σχέση του με τον εαυτό του. Άρα πρόκειται για μια σχέση άκαμπτη, σκληρή σαν ατσάλι, βαριά, χωρίς ελπίδα αλλαγής. Στροβιλίζεται γύρω από τα ίδια γεγονότα, τις ίδιες ερμηνείες, τα ίδια συναισθήματα. Ένας βάλτος μιας μνήμης-θεότητας, αλλά πάντως βάλτος. Παγιδευμένος στον εαυτό του, από αυτό που είναι –όχι μόνον ο ίδιος απέναντι στον ίδιο-, αλλά και το περιβάλλον του παγιδευμένο κι αυτό από τη δική του μνήμη. Ένα σύστημα παγωμένο στον χρόνο χωρίς ελπίδα διαφυγής».

Στο κείμενο «Τεχνολογίες της μνήμης (και της λήθης) μετά τη δεδομενοποίηση του κόσμου» η Πηνελόπη Παπαηλιά αναφέρει: «Η αναδυόμενη εικόνα της σύγχρονης πραγματικότητας που παρουσιάζεται στο “The entire history of you” εν τέλει αντανακλά το τοπίο της ψηφιακής μνήμης που έχει περιγράψει ο Andrew Hoskins, εκδότης του περιοδικού Memory Studies, σε πολλά κείμενά του (2011, 2012, 2018). O Hoskins υποστηρίζει τη ριζική αναθεώρηση της έννοιας της συλλογικής μνήμης».

Η τρίτη ενότητα αφορά το επεισόδιο “White Bear” και αποτελείται από τέσσερα κείμενα.

Στο κείμενο «To White Bear Justice Park, ο Σίσυφος στον Άδη, η υγειονομική διάταξη 39Α και η οδός Γλαδστώνος ένα καλοκαίρι» o Kώστας Πασχαλίδης υπογραμμίζει: «Η Λευκή Άρκτος είναι η ιστορία του ιδιότυπου ατομικού μαρτυρίου μιας εγκληματία, που διαδραματίζεται ημερησίως και κατ’ επανάληψη σε ένα Πάρκο Δικαιοσύνης, ενώπιον των δικαίων της κοινωνίας, που συμμετέχουν διαδραστικά. Η Λευκή Άρκτος θα ήταν μια εντελώς πρωτότυπη ιστορία αν δεν είχε γίνει ήδη μέρος της διδακτέας ύλης των ελληνόφωνων της αρχαιότητας μέσα από τον μύθο του Σισύφου, του εγκληματία που υπέφερε ενώπιων των «κριτών των νεκρών» το ημερησίως επαναλαμβανόμενο μαρτύριο του βράχου. Επιπλέον, θα ήταν μια ευφάνταστη τηλεοπτική μυθοπλασία αν δεν είχε γίνει η οδός Γλάδστωνος το καλοκαίρι του 2018 ένα αποτρόπαιο Πάρκο Δικαιοσύνης, μαρτυρίου και διαδραστικής τιμωρίας στο κέντρο της Αθήνας. Η Λευκή Άρκτος είναι μια εφιαλτική δυνατότητα της ανθρώπινης φύσης, που δεν θέλει πολύ για να γίνει πραγματικότητα».

Ο Ηλίας Στουραϊτης στο κείμενό του «Η κατ’ επίφαση τιμωρία στην υβριδική διελκυστίνδα μνήμης-λήθης» καταλήγει: «Όσοι παρακολουθούν το επεισόδιο αναρωτιούνται πόσο οι τεχνολογίες θα επηρεάσουν την καθημερινότητά τους, σε ποιο σημείο θα εμπλακούν στη ζωή τους και ενδεχομένως πώς θα δημιουργήσουν όρια μέσω ενός κοινωνικού συμβολαίου που θα διατυπώσουν».

Η τέταρτη ενότητα αφορά το επεισόδιο “White Christmas” και αποτελείται από τρία κείμενα.

Ο Κώστας Κωστάκος (Old Boy) στο κείμενό του “Transition from one state to another” γράφει: «Αν κάνει κάτι συνολικότερα με το Black Mirror ο Brooker είναι ακριβώς αυτό: Επινοώντας μυθοπλαστικά τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες αναδεικνύουν τη μετάβαση σε μια κατάσταση όπου η σχέση του ανθρώπου με τον ψηφιακό κόσμο αλλάζει τον άνθρωπο ουσιωδώς και συνολικά, μας μιλά τελικά για την ήδη συντελεσθείσα μετάβαση σε μια κατάσταση όπου η σχέση μας με τον ψηφιακό κόσμο μάς έχει αλλάξει (συγκριτικά με το διόλου μακρινό παρελθόν) ουσιωδώς και συνολικά. Δεν είμαστε οι άνθρωποι που ήμασταν πριν».

Η πέμπτη ενότητα αφορά το επεισόδιο “Nosedive ” και αποτελείται από τρία κείμενα.

Στο κείμενο «Αλγοριθμική δυστοπία και πολιτική οικονομία» ο Ηρακλής Βογιατζής σχολιάζει: «Η σειρά Black Mirror παράγει σκοτεινούς κόσμους, διαστέλλοντας πτυχές του παρόντος οι οποίες θεωρούμε πως βρίσκονται σε ασφαλή περιορισμό, προκαλώντας στον θεατή προβληματισμούς για το υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο. Το επεισόδιο Nosedive θέτει το ακόλουθο ερώτημα: Η πλατφόρμα του Nosedive αποτελεί ένα δυστοπικό μέλλον ή τη μεταφορική συμπύκνωση των υφιστάμενων κοινωνικών διακρίσεων; Η απάντηση είναι: Τίποτα από τα δύο. Οι τεχνολογίες βρίσκονται διαρκώς σε διαπραγμάτευση, γεγονός το οποίο τείνουμε να ξεχνάμε όσο βιώνουμε τη μετάβαση στην εποχή της ψηφιακότητας».

Η έκτη ενότητα αφορά το επεισόδιο “San Junipero” και αποτελείται από τρία κείμενα.

Στο κείμενο «Ψηφιακή δυνητικότητα και η νοσταλγία του παραδείσου» των Βασιλική Λαλιώτη, Μανώλη Πατηνιώτη διαβάζουμε: «Η τελευταία σκηνή του επεισοδίου μεταφέρει τη νοσταλγία σε διαφορετικό επίπεδο. Μετατρέπεται σε νοσταλγία για τις απαρχές του κινηματογραφικού είδους στο οποίο ανήκει το Black Mirror. Οι δημιουργοί της σειράς νοσταλγούν το Matrix, την ταινία του 1999 που εγκαινίασε την κινηματογραφική μυθολογία της προσομοίωσης: Μήπως τίποτα απ’ όσα είδαμε δεν υπήρξε ποτέ “πραγματικά”; Μήπως όλα βρίσκονταν μόνο εντός της πλατφόρμας, η οποία περιείχε εξαρχής όλη την “πραγματικότητα” που βίωναν οι ηρωίδες; Μήπως όλοι ζουν (ζούμε;) στην ψηφιακή δυνητικότητα μιας πλατφόρμας, η οποία ελέγχεται όχι από ένα εξωγήινο είδος, αλλά από ένα τεχνολογικά προηγμένο βιομηχανικό σύμπλεγμα –όπως φαίνεται να υπονοεί η εξωτερική λήψη των εγκαταστάσεων της εταιρείας που διαχειρίζεται το San Junipero;».

Η έβδομη και τελευταία ενότητα αφορά το επεισόδιο “Hang the DJ” και αποτελείται από τέσσερα κείμενα.

Στο κείμενο «Μετριέται η αγάπη με data;» ο Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος σχολιάζει: «Σε μια σπάνια περίπτωση για επεισόδιο Black Mirror, ο Brooker γράφει ένα συγκρατημένα αμφίσημο και αρκετά αισιόδοξο φινάλε, το οποίο επενδύει στα έντονα συναισθήματα και στο σοκ της ανατροπής του. Υπαινίσσεται πως η επανάσταση που καλείται να φέρει εις πέρας το ζευγάρι, χάρη στην Amy, συνιστά μια πράξη αρκετή ώστε να σπάσει το σύστημα που τους δυναστεύει. Η ουσία όμως δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Διότι, εάν οι ίδιοι βρίσκονταν σε μια από τις εκατοντάδες προσομοιώσεις του «καθοδηγητή», τότε ήταν αναπόφευκτο να εξεγερθούν. Υπάκουσαν δηλαδή στους κανόνες του συστήματος παραβιάζοντας τους. Από την άλλη, εάν το τέλος του επεισοδίου ληφθεί υπόψη μεταφορικά, οι προσομοιώσεις θυμίζουν τους άτυπους υπολογισμούς που ούτως ή άλλως κάνει το ανθρώπινο μυαλό όταν αναζητά ή βρίσκεται με έναν σύντροφο. Στο σενάριο όπου δύο ερωτευμένοι βρίσκονται σε ένα μπαρ γεμάτο κόσμο, ενδόμυχα θα “επιλέγουν” πάντα ο ένας τον άλλον. Ύστερα από κάθε αθώο φλερτ με κάποιον άγνωστο, κατά τη διάρκεια ενός πρόσκαιρου αποχωρισμού, τα βλέμματά τους θα αναζητούνται στον χώρο».