Η Μέλια και η Μυρτώ, ο Πέτρος και ο Σωτήρης, η Ελένη, η μαμά της η Λίζα, η κόρη της η Δαφνούλα και ο αιώνιος «αρραβωνιαστικός» της ο Αχιλλέας· ο θείος Πλάτων και εκείνος ο υπέροχος «ψεύτης» παππούς· τα πολλά πρόσωπα της Άλκης. Ήρωες αληθινοί ή φανταστικοί που τους γνωρίσαμε στα μικράτα μας ή και αργότερα, ως ενήλικες, τότε που πιάνεις και το κλείσιμο του ματιού της Άλκης· όλα όσα κρύβονται πίσω από τις γραμμές. Πίσω από τις λέξεις. Πρόσωπα που μας πήραν από το χέρι και μας μίλησαν μέσα από τις ζωές και τις περιπέτειές τους για ένα κομμάτι της ελληνικής ιστορίας, λιγότερο γνωστό ή ορατό ίσως και ανείπωτο.

Η Άλκη Ζέη μας μίλησε σαν παιδί αλλά και σαν γυναίκα. Και μας ταξίδεψε, επίσης. Πολύ. Σάμος, Αθήνα, Ρώμη, Τασκένδη, Μόσχα, Παρίσι. Έγραψε για το ταξίδι της ζωής της. Το ταξίδι των πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου και των αυτοεξόριστων της Χούντας. Τη ζωή στην ξενιτιά, περιμένοντας να αλλάξουν τα πράγματα στην Ελλάδα. Ένας ψύχραιμος και ειλικρινής ύμνος στην αξία της ζωής. Χωρίς δράματα και ωραιοποιήσεις. Μια σπάνια φωνή, σε έναν τόπο που τον χαρακτηρίζει η πόλωση, ένας λόγος πολιτικός, ένας λόγος γυναικείος, μια ωδή στη δημοκρατία και προπάντων στην ελευθερία.

«Όταν έγραφα το Καπλάνι της βιτρίνας δεν ήξερα ότι γράφω ένα βιβλίο για παιδιά», είχε πει κάποτε η ίδια η Άλκη Ζέη. Κι αν το βιβλίο αυτό κατατάσσεται ανάμεσα στα σπουδαιότερα της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας, δεν χρειάζεται να είσαι παιδί για να το διαβάσεις – θα συμπληρώσουμε εμείς. Το ίδιο ισχύει και για τον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου. Έναν περίπατο στην Αθήνα της κατοχής που αξίζει να τον κάνεις ανεξαρτήτως ηλικίας. Μια Αθήνα που άλλαξε τόσο πολύ τις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο που γράφει η ίδια στην Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα: «Κάποτε γνώριζα την Αθήνα με κλειστά τα μάτια. Δεν γινότανε να μπερδέψω τις γειτονιές. Κυψέλη, Πλατεία Αγάμων (σ.σ. Αμερικής), Πλατεία Κυριακού (σ.σ. Βικτώρια), Εξάρχεια. Ήξερα κι όλους τους δρόμους απέξω. (…) [Τώρα] δεν αναγνωρίζω τίποτα. Η Αθήνα έγινε μια ομοιόμορφη γειτονιά. Παντού στριμωχτές πολυκατοικίες. Χάθηκαν τα μικρά μαγαζάκια, τα γαλατάδικα, τα καφενεία». Είναι η εποχή που η Ελένη/Δάφνη/Άλκη/… έχει επιστρέψει από τη Μόσχα στην Αθήνα μετά από δέκα χρόνια εξορίας στη Σοβιετική Ένωση και δυο ακόμα στη Ρώμη, περιμένοντας τη βίζα της.

«Αναζητώντας κανείς τους λόγους για τους οποίους τα βιβλία της Άλκη Ζέη τυπώνονται και ανατυπώνονται συνεχώς στην Ελλάδα και διαβάζονται από διαδοχικές γενιές παιδιών και εφήβων (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά, βάσκικα, δανέζικα, τούρκικα, για να αναφέρουμε τις μεγάλες και τις μικρότερες από αυτές) θα σταματούσε πρώτα στον ανθρωποκεντρικό και πανανθρώπινο χαρακτήρα τους. Θα προχωρούσε μετά στον παραμυθικό τρόπο με τον οποίο περνούν οι συμβολισμοί και ανιχνεύονται τα μηνύματα και ύστερα θα εντόπιζε την αμεσότητα και την αποτελεσματικότητα της γραφής μέσα από ζωηρά αφηγηματικά πρόσωπα, σωστά δομημένες ανθρώπινες σχέσεις, δραστικές συναισθηματικές καταστάσεις. Με τα βιβλία της αναβιώνει το παρελθόν, αλλά και παρεμβαίνει στη σύγχρονη πραγματικότητα. Μιλάει με τρυφερότητα και ρεαλισμό, με φυσικότητα και φρεσκάδα, για την αγάπη, τη φιλία, τον έρωτα, την ευθύνη, την αδικία, το μυστικό, την οικογένεια, το παιχνίδι, τη γιορτή, τις κοινωνικές σχέσεις. Επισημαίνοντας προβλήματα, προτείνει λύσεις εφικτές, διεκπεραιώνοντας με τέχνη και τεχνική τον ρόλο του πραγματικού διανοούμενου που πραγματικά εκπροσωπεί».

Τα παραπάνω λόγια φέρουν την υπογραφή της φιλολόγου και κριτικού λογοτεχνίας Μαρίας Στασινοπούλου και αποτελούν μέρος ενός κειμένου που φέρει τον τίτλο «Ξαναδιαβάζοντας την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω, σε αφιέρωμα στην Άλκη Ζέη (τεύχος 528, Απρίλιος 2012). Διαβάστηκε, επίσης, στην τιμητική εκδήλωση για την Άλκη Ζέη που οργάνωσαν οι εκδόσεις Μεταίχμιο στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων στις 15 Δεκεμβρίου 2011.

Σήμερα, δώδεκα χρόνια μετά από εκείνη την εκδήλωση, τρία χρόνια από τον θάνατο της σπουδαίας συγγραφέα και εκατό από τη γέννησή της, τη «συναντούμε» ξανά, με αφορμή την ανακήρυξη του 2023 ως «Λογοτεχνικό Έτος Άλκη Ζέη», ξαναδιαβάζουμε τα έργα της και μελετάμε τον μυθιστορηματικό βίο της.

Έργα και ημέρες της Άλκη Ζέη

«Γεννήθηκα στην Αθήνα, στην οδό Κέας, στην πλατεία Κολιάτσου. Στις 15 του Δεκέμβρη. Από τους γνωστούς μου, την ίδια ημερομηνία, με διαφορετική χρονολογία, έχουν γεννηθεί ο Ζορζ Σεμπρούν και ο Νίκος Κούνδουρος. Εγώ πέφτω κάπου ανάμεσα στους δύο. Τον Σεμπρούν που μ’ αρέσει πολύ σαν συγγραφέας τον γνώρισα στο Παρίσι στο σπίτι της Μελίνας την εποχή της Χούντας. Δεν ξέρω πώς ήρθε η κουβέντα και ανακαλύψαμε πως γεννηθήκαμε την ίδια μέρα.

– Ωραία, μου λέει, να φύγουμε και μαζί για να ’χουμε καλή παρέα.

Γελάσαμε. Ήμασταν αρκετά νέοι κι οι δυο μας. Εκείνος έφυγε πριν από λίγο καιρό, δεν με πήρε μαζί του· ήταν πολύ ευγενική ψυχή».

Το 2013, σε ηλικία 90 χρόνων, η Άλκη Ζέη εξέδωσε το αυτοβιογραφικό βιβλίο Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, απ’ όπου και το παραπάνω απόσπασμα. Μέσα από αυτό περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα πρώτα 25 χρόνια της ζωής – μέχρι το 1945. Όσα συνέβησαν μετά «τα αφηγούμαι όλα στο μυθιστόρημα η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα και δεν ήθελα να ξαναπώ τα ίδια πράγματα, πια σαν αυτοβιογραφία. Εκεί τα έβαλα όλα στη θέση τους με μυθιστορηματικό τρόπο, γιατί και κάποια πράγματα που δεν θα τα έλεγα στην αυτοβιογραφία, τα είπα στο μυθιστόρημα. Εκεί είχα την ελευθερία να βάζω τους ανθρώπους όπου θέλω, να τους λέω όπως θέλω… Εδώ (στην αυτοβιογραφία) είναι όλοι καταγεγραμμένοι με τα ονόματά τους, ο καθένας όπως ήταν» – είχε πει η ίδια σε συνέντευξη που παραχώρησε το 2014 στην Άντζελα Τσιφτσή για το Κανάλι της Βουλής. Και κάπως έτσι ομολογεί η ίδια – με πλήρη διαύγεια – τις ανομολόγητες αλήθειες του πρώτου μυθιστορήματος που έγραψε για ενήλικες. Και αν μας επιτρέπεται η προσθήκη μιας ακόμα παραμέτρου της σπουδαιότητας του έργου της, στην «Αρραβωνιαστικιά», η Άλκη Ζέη καταθέτει με θάρρος και γενναιότητα μια σπουδαία γυναικεία ανάγνωση των γεγονότων –προσωπικών, πολιτικών, ιστορικών– μια εποχή που στα καθ’ ημάς, αριστερά και δεξιά, εξακολουθούν να κυριαρχούν οι αρσενικές υπογραφές και αναγνώσεις.

Μέσα από το Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, λοιπόν, αλλά και από την επίσημη ιστοσελίδα της (alkizei.com), συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει και άλλες πηγές μαθαίνουμε ότι ο πατέρας της, Ζήνων Ζέης, ήταν τραπεζικός υπάλληλος, μεγαλωμένος στην Κρήτη, και η μητέρα της, Έλλη Σωτηρίου, ήταν από τη Σάμο και είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια στη Σμύρνη. Η Ζέη έζησε ως παιδί στη Σάμο, μαζί με τη μεγαλύτερή της αδελφή, τον παππού και τις θείες της, όσον καιρό η μητέρα της ανάρρωνε από φυματίωση σε σανατόριο στην Πάρνηθα. Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1937, φοίτησε αρχικά στην ιδιωτική Ιόνιο Σχολή, όπου γνώρισε τη φίλη της και μετέπειτα συγγραφέα Ζωρζ Σαρή. Τα τελευταία τρία χρόνια του γυμνασίου η Ζέη πήγε στην επίσης ιδιωτική Σχολή Αηδονοπούλου. Εκείνη την περίοδο ο θείος της, Πλάτων Σωτηρίου (δίδυμος αδελφός της μητέρας της), παντρεύτηκε τη γνωστή συγγραφέα Διδώ Σωτηρίου, η οποία στάθηκε σημαντική επιρροή για τη νεαρή Άλκη.

Ενώ ήταν ακόμα μαθήτρια συμμετείχε στον όμιλο κουκλοθεάτρου της σχολής της που διεύθυνε η καθηγήτρια Ελένη Περράκη-Θεοχάρη. Τότε έγραψε τα πρώτα της έργα για κουκλοθέατρο, τις «Κλαψωδίες», όπως τις ονόμαζε, που παρωδίες των περιπετειών του Οδυσσέα, ενώ δημιούργησε και τον Κλούβιο που έγινε μετέπειτα ένας από τους κυριότερους ήρωες του κουκλοθεάτρου Αθηνών «Μπάρμπα Μυτούσης». Κατά την περίοδο της κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και έκτοτε συμμετείχε ενεργά στο αριστερό κίνημα και στον αγώνα για την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία· έναν αγώνα που καθόρισε την προσωπική της ζωή όλα τα επόμενα χρόνια.

Σπούδασε φιλοσοφία του θεάτρου στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών και υποκριτική στη δραματική σχολή του Εθνικού Ωδείου Αθηνών. Ενώ φοιτούσε στη δραματική σχολή το 1943 γνώρισε τον θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου (1913-1990), με τον οποίο παντρεύτηκε το 1945. Το 1948, ύστερα από την ήττα του ΔΣΕ στον εμφύλιο, ο Σεβαστίκογλου διέφυγε στην Τασκένδη.

Στο μεταξύ, η Άλκη Ζέη συνελήφθη και εξορίστηκε στη Χίο λόγω των πολιτικών της πεποιθήσεων. Ύστερα από προσπάθειες έξι ετών, το 1954 επανασυνδέθηκε με τον σύζυγο της στην Τασκένδη. Απέκτησαν δυο παιδιά, την Ειρήνη (1956) και τον Πέτρο (1959). Το 1957 μετακόμισαν στη Μόσχα, όπου σπούδασε στο τμήμα Σεναριογραφίας του Ινστιτούτου Κινηματογράφου. Το 1964 επέστρεψαν στην Ελλάδα για να ξαναφύγουν πάλι το 1967, με τον ερχομό της Χούντας, αυτή τη φορά για το Παρίσι. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν οριστικά το 1981.

Πρώτο της μυθιστόρημα είναι Το καπλάνι της βιτρίνας (1963), που το έχει εμπνευστεί από τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο και είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό. Αποτελεί δε έργο-σταθμό στην ελληνική παιδική λογοτεχνία, όντας το πρώτο ίσως παιδικό βιβλίο με πολιτικές αναφορές, πιο συγκεκριμένα στη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Στο μεταξύ έχει πει η ίδια, πολλά χρόνια αργότερα, αστειευόμενη, αλλά και ενθυμούμενη τα πιο ανέμελα χρόνια της ζωής της στη Σάμο: «Έχω πει στα εγγόνια μου τόσες ιστορίες με το καπλάνι της βιτρίνας που αν τις έγραφα όλες θα ξεπερνούσα και τα επεισόδια της Λάμψης».

Ακολουθεί μια σειρά μυθιστορημάτων για παιδιά (μεταξύ αυτών και ο επίσης σημαντικός Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου – Παρίσι, 1971), και το 1987 (δυο χρόνια, μάλιστα, πριν από την Πτώση του Τείχους) κυκλοφορεί Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Το 2017 εκδίδει το τελευταίο της βιβλίο με τον τίτλο Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;

Η Άλκη Ζέη αποτελεί πρέσβειρα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, καθώς το σύνολο του έργου της είναι μεταφρασμένο και κυκλοφορεί σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο. Η ίδια έχει επίσης μεταφράσει από τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα ρωσικά αρκετά βιβλία.

Το 2010 τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της. Το 2012 αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Κύπρου, το 2014 επίτιμη διδάκτωρ του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το 2015 απέσπασε την ίδια τιμή από τη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Τον Ιανουάριο του 2015 έλαβε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής, διάκριση που αποδίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε διαπρεπείς προσωπικότητες των τεχνών, των επιστημών και των γραμμάτων, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2015 τιμήθηκε από τη Γαλλία με τον τίτλο του Ταξιάρχη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων (Commandeur de l’Ordre des Arts et des Lettres).

Η Άλκη Ζέη έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών στις 27 Φεβρουαρίου 2020.