Όποιος διαβάζει πολύ, δεν γράφει, κατ’ ανάγκην. Βέβαια, όποιος γράφει πολύ, υποχρεωτικά διαβάζει. Ακόμα περισσότερο από ό, τι γράφει, συνήθως. Κι όμως, οι αγαπημένοι μας συγγραφείς δεν είναι πάντοτε «θηρία». Τα’ χουν βρει κι εκείνοι μπαστούνια με ζόρικα λογοτεχνικά έργα ή με κλασικούς συγγραφείς. Μπορεί να τα βρήκαν μπαστούνια και με κάποιο έργο που κι ο πιο αδαής αναγνώστης μπορεί να τύχαινε να ρουφήξει σε μια νύχτα.

Το νόημα αυτού του θέματος, αυτού του κειμένου είναι διπλό:

α)Έψαχνα μια ωραία αφορμή να επικοινωνήσω με πένες που σέβομαι και αγαπώ

β)Κανένα βιβλίο δεν είναι «ευκολοδιάβαστο»-το διάβασμα είναι διαδικασία απαιτητική, ακόμα και αν μιλάμε για την ετικέτα ενός προϊόντος στο σούπερ μάρκετ. Μάλιστα, κάποια έργα είναι δύσκολα, όσο καλά ή απολαυστικά και αν είναι/θεωρούνται. Δεν σημαίνει ότι αν ζοριστούμε με ένα ή δύο βιβλία, δεν αξίζει να πάμε στο τρίτο. Οι συγγραφείς δίνουν το παράδειγμα που χρειαζόμαστε για να μην τα παρατήσουμε αβρόχοις ποσί με την ανάγνωση, που δεν είναι χόμπυ, είναι τρόπος ζωής.

Και κάτι που αλλάζει τις ζωές μας για πάντα.

Διονύσης Μαρίνος («Μπλε Ήλιος» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο)

«Ω, Έρνεστ. Ήσουν πάντα μια σπουδαία περίπτωση. Με τον θρυμματισμένο ανδρισμό του Ιλινόι, το σφρίγος που έτρεμε, τον μονοκόμματο μύθο σου. Αλλά, όχι, το βιβλίο σου Ο Γέρος και η θάλασσα δεν κατάφερα ποτέ να το διαβάσω. Πίνω ένα Daiquiri εις υγείαν.»

 

Γλυκερία Μπασδέκη («Οι κόρες» από τις εκδόσεις Σοκόλη)

«Ναι, ντρέπομαι, ναι, δεν ξέρω πού να κρυφτώ, ναι, δουλευόμαστε και ,μεταξύ μας, τόσα χρόνια, ναι, δεν έχω διαβάσει ποτέ με τη σειρά του, σελίδα σελίδα,ολοκληροκανονικά τον Οδυσσέα του Τζόυς. Δεν με παρηγορεί που δεν είμαι η μόνη σ’αυτή την χώρα και σ’ αυτόν τον πλανήτη που τζοϋσίζω  ανενδοιάστως με τα φραγκμέντα και τα αποσπάσματα και τα πίσω μπρος του Λέοπολντ Μπλουμ και της Μόλι και της παλιοπαρέας εκείνη την δεκάτη έκτη Ιουνίου που ακόμα δεν λέει να τελειώσει κι ούτε πρόκειται άλλωστε και ποτέ και είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω.»

 

 

Δημήτρης Σίμος («Πάρε ανάσα» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο)

«Δεν με αρέσει να αφήνω βιβλία στην μέση, αλλά κάποιες στιγμές πρέπει να το κάνεις-και αυτή η στιγμή με βρήκε στο Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μελβίλ. Ίσως φταίει η μετάφραση, ίσως η εποχή, ίσως πως ένα τόσο προβεβλημένο έργο σε τόσες διαφορετικές μορφές (ταινίες, μιούζικαλ, θεατρικές παραστάσεις) εξαφάνισε την μαγεία του ”αγνώστου ταξιδιού” και κάθε πρόκληση να συμπορευτείς μαζί του μέσω του βιβλίου.»

 

Βίβιαν Στεργίου («Δέρμα» από τις εκδόσεις Πόλις)

«Για κάποιο λόγο, ποτέ δεν έπιασα καλά σήμα με δύο μεγάλους συγγραφείς, τον Μπόρχες και τον Έκο. Μαρτύρησα να τελειώσω τα διηγήματα του Μπόρχες. Όσο για τον Έκο… Είχα πάρει μια συλλογή δοκιμίων, κάτι μικρά κειμενάκια του, How to travel with a salmon λέγεται, διάβασα κάποια από αυτά, καταναγκαστικά, σαν δουλειά το έβλεπα. Μετά τ’ άφησα το βιβλίο κι έκτοτε με κοιτάζει από το κομοδίνο. Πέρασαν νομίζω 3,5 χρόνια απ’ όταν τ’ άφησα. Και είναι φουλ μικρό και σύντομο. Αλλά δεν.»

 

Δημήτρης Σωτάκης («Μισή καρδιά» από τις εκδόσεις Κέδρος)

«Ποτέ δεν κατάφερα να “μπω” στην ατμόσφαιρα της λεγόμενης “μεγαλύτερης ιστορίας αγάπης όλων των εποχών”. Μιλώ για τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Περισσότερο, μου φάνηκε σαν μια εφηβική, παρορμητική διήγηση, καθόλου πειστική στα μάτια μου. Το ίδιο το θέμα του έρωτα είναι βαθύ και σπουδαίο, ωστόσο η κατεύθυνση που παίρνει κυρίως ο εν λόγω έρωτας μοιάζει στα μάτια μου, σαν ένα αφελές παιδικό παιχνίδι, χωρίς βάθος στη ρεαλιστική του διάσταση.»

 

Δημήτρης Τσεκούρας («Βασίλης Παλαιοκώστας ή περί δικαίου» από τις εκδόσεις Athens School)

«Η αγρύπνια των Φίννεγκαν του James Joyce. Την παράτησα. Όχι, όμως, από ανία. Μου την έταξα ως δώρο για τα γεράματά μου αν, ασφαλώς, με αξιώσει ο Θεός να τα φτάσω.»