Πριν από σχεδόν 85 χρόνια, το 1939, ο αυστρογερμανός καλλιτέχνης Γιόζεφ Θόρακ δημιούργησε τα δύο «Άλογα που περπατούν» («Schreitende Pferde» στα γερμανικά) για τη Νέα Καγκελαρία του Ράιχ του Αδόλφου Χίτλερ στο Βερολίνο.
Τώρα τα αμφιλεγόμενα μπρούτζινα γλυπτά ύψους τριών μέτρων και βάρους δύο τόνων που αναπαριστούν άλογα σε φυσικό μέγεθος παρουσιάζονται και πάλι μαζί στο Βερολίνο για πρώτη φορά.
Το ένα από τα άλογα – τα οποία βρέθηκαν και ανακτήθηκαν μετά από σχεδόν 75 χρόνια – εκτίθεται εκεί εδώ και αρκετό καιρό, ενώ το δεύτερο εκτίθεται τώρα για πρώτη φορά μετά από τις απαραίτητες εργασίες αποκατάστασης.
Η έκθεση αποτελεί μέρος της μόνιμης έκθεσης «Unveiled: Το Βερολίνο και τα μνημεία του» στο Βερολίνο, η οποία εκθέτει και άλλα «προβληματικά» [δηλαδή ναζιστικής προέλευσης] έργα τέχνης.
Ο Χίτλερ, την εποχή της παντοδυναμίας του, το 1938-39, είχε παραγγείλει χιλιάδες μπρούντζινα και μαρμάρινα αγάλματα, καθώς προσπαθούσε να μετατρέψει το Βερολίνο στην παγκόσμια μητρόπολη «Γκερμάνια». Ανάμεσα σε αυτά ήταν τα «άλογα που περπατούν» του Τόρακ, τα οποία ο Χίτλερ θαύμαζε από το γραφείο του στη νέα Καγκελαρία.
Όταν η Γερμανία έχασε τον πόλεμο το 1945, τα γλυπτά μεταφέρθηκαν σε κάποιο σημείο ανατολικά της γερμανικής πρωτεύουσας. Επανεμφανίστηκαν κατά το 1950 στον στρατώνα του Κόκκινου Στρατού στο Εμπερσβάλντε της τότε Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Έπειτα από 39 χρόνια, ένας ιστορικός τα ανακάλυψε και έγραψε γι’ αυτά το 1989. Ύστερα από λίγες εβδομάδες τα αγάλματα εξαφανίστηκαν και πάλι. Κατά πάσα πιθανότητα, το ανατολικογερμανικό καθεστώς τα είχε πωλήσει πριν την πτώση του. Έκτοτε δεν τα ξαναείδε ποτέ κανείς.
Μια υπόθεση μυστηρίου και κατασκοπείας
Με ένα σενάριο που θα ζήλευε ακόμη και ο κινηματογραφικός αρχαιολόγος Ιντιάνα Τζόουνς, τα δυο γλυπτά εντοπίστηκαν μετά από ένα ντόμινο περιστατικών που θυμίζει μυθιστόρημα του συγγραφέα Τζον Λε Καρέ – και ενώ τα Άλογα θεωρούνταν χαμένα για πάνω από 25 χρόνια, καθώς η τελευταία φορά που υπήρχε μια μαρτυρία γι’ αυτά ήταν το 1989, όταν ανέφερε πως τα είχε δει ένας δυτικογερμανός ιστορικός.
Όμως μετά από μια συντονισμένη επιχείρηση των γερμανικών αστυνομικών σε συνεργασία με έναν Ολλανδό ιδιωτικό ντετέκτιβ που κράτησε πάνω από ενάμιση χρόνο, τα δυο χαμένα αγάλματα βρέθηκαν το 2015 σε μια αποθήκη στο γερμανικό κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου.
Μαζί με τα δυο άλογα, στην ίδια αυτή αποθήκη στο Μπαντ Ντιρκχάιμ, βρέθηκαν μια σειρά μνημειακών έργων τέχνης, τα οποία φέρουν την υπογραφή καλλιτεχνών της ναζιστικής περιόδου που ασπάζονταν και οι ίδιοι τη χιτλερική ιδεολογία.
Τα γνωστά και ως «προβληματικά έργα τέχνης».
Πως ξετυλίχτηκε το κουβάρι της υπόθεσης των «Αλόγων του Χίτλερ»
Όλα ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2013, όταν η γερμανίδα συλλέκτρια έργων τέχνης Εντελτράουντ Ιμελ-Ζάουερ έλαβε ένα τηλεφώνημα από έναν γνωστό της, έναν βερολινέζο έμπορο αυτοκινήτων, ο οποίος την ρωτούσε αν επιθυμεί να αγοράσει δυο έργα τέχνης της ναζιστικής περιόδου έναντι του ποσού των 3.1 εκατομμυρίων ευρώ. Ο ίδιος θα λειτουργούσε ως μεσάζοντας για την όλη διαδικασία, ενώ τα έργα θα μπορούσαν να σταλούν στο σημείο που θα επιθυμούσε η Ζάουερ.
Αυτό που ο «μεσάζοντας» δεν γνώριζε είναι πως η ηλικιωμένη συλλέκτρια ήταν «καρφί» της γερμανικής αστυνομίας για υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας.
Έτσι, η Ζάουερ επικοινώνησε αμέσως με τον Ρενέ Αλόνγκ, τον επικεφαλής του τμήματος έρευνας υποθέσεων αρχαιοκαπηλίας της αστυνομίας του Βερολίνου. Ο Αλόνγκ άρχισε να ερευνά την υπόθεση βήμα βήμα.
Και κάπου εδώ μπαίνει στην ιστορία ο Ολλανδός συλλέκτης έργων τέχνης Μισέλ φαν Ριν.
Στις 13 Ιανουαρίου 2014, ο Φαν Ριν έλαβε ένα τηλεφώνημα από έναν Βέλγο έμπορο έργων τέχνης, τον Στίβεν ντε Φρίς (δεν είναι αυτό το πραγματικό του όνομα), ο οποίος τον ρωτούσε αν επιθυμεί να αγοράσει τα δυο Άλογα του Χίτλερ. Ο Φαν Ριν ήταν καταφατικός, αλλά ταυτόχρονα υποψιάστηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά στο όλο σκηνικό.
Έτσι, αυτός επικοινώνησε με τη σειρά του με τον Ολλανδό ντετέκτιβ Άρθουρ Μπραντ, ειδικό επί θεμάτων έργων τέχνης κι αρχαιοκαπηλίας.
Τώρα εκτός από τον Αλόνγκ, ένας δεύτερος αστυνομικός –ιδιωτικός αυτή τη φορά- ερευνούσε την υπόθεση. Και ήταν θέμα χρόνου να συναντηθούν οι δρόμοι των δυο αντρών.
Ο σκιώδης αμερικανός συλλέκτης
Ο Αλόνγκ έφτασε με κάποιο τρόπο στην άκρη του κουβαριού και ανακάλυψε το ρόλο του Μπραντ. Επικοινώνησε μαζί του και οι δυο άντρες συνεργάστηκαν για να ξεσκεπάσουν την υπόθεση.
Ο Αλόνγκ συμβούλεψε τον Μπραντ να περιμένει να περάσουν λίγοι μήνες, προκειμένου να μην κινήσει τις υποψίες, και τελικά τον Δεκέμβριο του 2014 επικοινώνησε με τον Ντε Φρις.
Όχι φυσικά ως Μπραντ, αλλά υποδυόμενος τον μεσάζοντα για έναν πλούσιο αμερικανό συλλέκτη, ονόματι «Μος» (χωρίς να δώσει το μικρό όνομα του πελάτη του).
Οι δυο άντρες μίλησαν στις αρχές του τρέχοντος έτους και τελικά συμφώνησαν να συναντηθούν στο Άμστερνταμ στις 21 Φεβρουαρίου.
Η συζήτηση τους, που έλαβε χώρα σε ένα ακριβό εστιατόριο της πόλης, καταγράφηκε ηχητικά από τον Μπραντ μέσω ενός ειδικού μικροφώνου-μινιατούρα που φορούσε στο πουκάμισο του.
Ο Ντε Φρις ενημέρωσε τον Μπραντ πως ο πωλητής των αλόγων είναι ένας ηλικιωμένος συλλέκτης που ανήκει σε γνωστή οικογένεια της Γερμανίας, που στο παρελθόν συνδέθηκε με το ναζιστικό καθεστώς. Τα άλογα κόστιζαν τέσσερα εκατ. ευρώ έκαστο, ήτοι το κόστος ήταν οκτώ εκατ. ευρώ.
Ο Μπραντ ζήτησε να δει από κοντά τα δυο Άλογα του Χίτλερ, όμως ο Ντε Φρις διαρκώς έβρισκε μια δικαιολογία για να υπεκφύγει. Ας πούμε, αντί για τα άλογα, κάποια στιγμή του πρότεινε να αγοράσει, έναντι 300.000 ευρώ, ένα ακριβό ασημένιο στυλό που υποτίθεται πως ο Χίτλερ είχε κάνει δώρο στον Χέρμαν Γκέρινγκ.
Ο Μπραντ με τη σειρά του επέμενε να δει από κοντά τα δυο άλογα, που στο μεταξύ είχε μάθει πως βρίσκονταν κρυμμένα, μαζί με άλλα έργα τέχνης των Ναζί, σε μια αποθήκη στο γερμανικό κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου.
Ο Αλόνγκ αποφάσισε πως δεν υπήρχε λόγος να καθυστερεί και άλλο η υπόθεση και τελικά η γερμανική αστυνομία σε μια συντονισμένη της έφοδο, βρήκε τόσο τα Άλογα, όσο και κάποια χαμένα γλυπτά του Φριτζ Κλιμς καθώς και ένα τεράστιο ανάγλυφο πέντε επί δέκα μέτρων του Άρνο Μπρέκερ.
Και όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που υπάρχει ακόμη πολύ έντονο ενδιαφέρον τόσο για έργα τέχνης της ναζιστικής περιόδου, όσο και για πίνακες φιλοτεχνημένους από τον ίδιο τον Φύρερ.
Δια του λόγου το αληθές, προ ετών πουλήθηκαν σε δημοπρασία στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας συνολικά 14 υδατογραφίες του Αδόλφου Χίτλερ για το συνολικό ποσό των 391.000 ευρώ.
Όλα τα έργα, που φιλοτεχνήθηκαν κάπου μεταξύ 1904-1922, φέρουν την υπογραφή «A. Hitler» και περιλαμβάνουν κτίρια στη Βιέννη, τοπία στην ομίχλη από την Πράγα και μία γυμνή γυναίκα.
Σύμφωνα με τον οίκο δημοπρασιών, οι πλειοδότες ήταν επενδυτές από την Κίνα, την Γαλλία, την Βραζιλία, την Γερμανία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η γερμανική νομοθεσία επιτρέπει την πώληση έργων τέχνης του Χίτλερ, με τον όρο να μην περιέχουν σύμβολα των Ναζί.