Οι περισσότεροι της γενιάς μου θα θυμούνται τον φαιδρό Μαέβιους Παχατουρίδη -κατά κόσμον Σωτήρη Καλυβάτση– να αναλύει σ’ έναν απορημένο Αντώνη Κανάκη που έκανε τον δημοσιογράφο τα βαθέος περιεχομένου έργα του: κάτι άδειους καμβάδες που ο συνεντευξιαστής αποκάλεσε «πολυσυζητημένη δουλειά» και που ο ζωγράφος σημείωσε ότι «δημιουργήθηκαν κατόπιν ώριμης σκέψης και σκληρής δουλειάς».
Τα έργα αυτά του Μαέβιους ονομάζονταν «Η μοναξιά της αγελάδας» και θυμάμαι σαν να ήταν χθες πόσο είχα γελάσει με το όλο σκηνικό, αλλά και με το σχόλιο του Κανάκη: «Ομολογουμένως δυσκολεύομαι να τα καταλάβω και να ερμηνεύσω το μήνυμά τους».
Ε, ναι, Κανάκη, δίκιο έχεις άδικο δεν έχεις. Κι όμως, λευκοί πίνακες σήμερα κοσμούν τοίχους μουσείων και πωλούνται στις γκαλερί για αστρονομικά ποσά, την ίδια ώρα που το debate «τώρα αυτό είναι τέχνη;» δίνει και παίρνει.
Από το Bridge του Ρόμπερτ Ράιμαν που πωλήθηκε για 20,6 εκατομμύρια δολάρια από τον Christie’s το 2015, μέχρι το White on White του Καζιμίρ Μαλέβιτς που βρίσκεται στο MoMA, οι πίνακες για τους οποίους μιλάμε είναι λευκοί αλλά όχι άδειοι. Κι εγώ θα επιχειρηματολογήσω υπέρ των περιβόητων -για τους haters διαβόητων- white paintings και ας δούμε αν θα σε πείσω.
Ας αρχίσουμε από τα εύκολα… Λευκό. Όπως πολύ σωστά επισήμαινε πριν κάποια χρόνια στο Vox η Ελίζαμπεθ Σέρμαν, assistant curator στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Whitney στην Νέα Υόρκη, το άσπρο χρώμα δεν είναι ποτέ αγνό και καθαρό. «Αν έχετε βάψει ποτέ τους τοίχους του σπιτιού σας, ξέρετε πόσα διαφορετικά λευκά υπάρχουν για να διαλέξετε» σχολίαζε τότε και πρότεινε ένα μικρό πειραματάκι: «Ίσως αν κοιτάτε μόνο ένα λευκό, αυτό να δείχνει καθαρό, ωστόσο αν βάλετε πολλά το ένα δίπλα στο άλλο θα μπορέσετε να διακρίνετε τις ανεπαίσθητες διαφορές. Ένα είναι μπλε, άλλο πράσινο, υπάρχει μοβ, θερμό, ψυχρό».
Το χρώμα όμως είναι μόνο ένα στοιχείο εδώ, αφού όταν κοιτάξουμε έναν λευκό πίνακα από κοντά ξαφνιαζόμαστε από πολλές λεπτομέρειες όπως γραμμές, πινελιές, υφές, μοτίβα, μέχρι χρώματα πάνω σε χρώματα. Η πολυπλοκότητα είναι τέτοια που δεν μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται «απλά για έναν άσπρο καμβά».
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά θα πεις. Κι ό,τι κι αν σημαίνουν, εγώ πού να το ξέρω; Πιάνοντας από την ακρούλα τον μίτο της Αριάδνης, διαπιστώνουμε ότι οι λευκοί πίνακες συνδέονται με το ρεύμα του μινιμαλισμού. Ένα κίνημα που ξεσπάθωσε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα ως -passive-aggressive- κατακεραύνωση του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Οι minimal artists, επιβεβαιώνει η Σέρμαν, αποσκοπούσαν στην τάξη, την απλότητα και την αρμονία.
Οι μινιμαλιστές απέρριψαν την ιδέα πως ένα έργο τέχνης πρέπει να σημαίνει κάτι άλλο και παρουσίασαν την τέχνη, όχι ως απομίμηση της πραγματικότητας, αλλά ως αντικείμενο καθεαυτό. «Ό,τι βλέπεις παίρνεις», εξηγεί σχετικά ο Αμερικανός ζωγράφος Φρανκ Στέλλα και συνοψίζει την όλη ιδέα.
Επειδή όμως η τέχνη δεν είναι μετρημένα κουκιά, την ίδια ώρα το τι πραγματικά «βλέπεις και παίρνεις» παρατηρώντας έναν λευκό πίνακα δεν είναι τόσο προφανές· πρέπει να προσπαθήσεις -λιγάκι- για να τον ερμηνεύσεις. Με τη διαφορά ότι η ερμηνεία αυτή ξεκινά από σένα και καταλήγει σε σένα.
Ας το δούμε δια της μεθόδου της αντίθεσης. Όταν κοιτάς έναν πίνακα με κάτι που κατανοείς αμέσως, η αντίδρασή σου προκύπτει από τη σχέση που έχεις με το θέμα. Βλέπεις μία γυναίκα, ένα τοπίο, ένα παιδί, ένα αντικείμενο -ακόμα και ένα brand όπως αυτό της Coca-Cola στην pop art- και ερμηνεύεις το έργο ανάλογα με τη μέχρι τώρα ζωή σου κι εμπειρία.
Από την άλλη, στην περίπτωση ενός λευκού πίνακα -αλλά και άλλων minimal έργων όπως τα γνωστά σε όλους του Ρόθκο- το όλο θέμα δεν έχει να κάνει με την σαφή μορφή ενός αντικειμένου, αλλά με το τι νιώθεις όταν τα κοιτάς. Συχνά το ρεύμα του μινιμαλισμού απορρίπτει την απεικόνιση παρακάμπτοντάς την και πάει κατευθείαν στο συναίσθημα. Παρατηρώντας ένα τέτοιο έργο μπορεί να νιώσεις από θυμό ή εκνευρισμό, μέχρι γαλήνη ή χαρά. Χωρίς να το καταλάβεις ίσως έχεις βρεθεί σε στάση άμυνας, ίσως αισθάνεσαι φόβο ή και απόρριψη. Δεν χρειάζεται να καταλήξεις κάπου, δεν χρειάζεται να βγάλεις συμπεράσματα. Απλά κάτσε λίγο με το συναίσθημά σου, όποιο κι αν είναι αυτό.
Συγχαρητήρια. Αυτό είναι όλο. Μόλις ερμήνευσες -χωρίς βοήθεια- ένα με την πρώτη ματιά ακατανόητο και ασυνάρτητο έργο τέχνης.
Το γεγονός ότι κάθε άτομο που έρχεται σε επαφή με ένα έργο καταλήγει στη δική του ερμηνεία, δεν σημαίνει ότι αυτό δεν έχει περιεχόμενο. Αντιθέτως, έχει απύθμενο βάθος -όσο και ο άνθρωπος- και γι’ αυτό η πολυπλοκότητα της συλλογικής του ερμηνείας το καθιστά πιο αληθινό από οτιδήποτε άλλο: αυτός είναι ο κόσμος μας· ένα μέρος όπου ο καθένας βιώνει τη δική του πραγματικότητα.
Στην ουσία, τα έργα αυτά με έναν τρόπο μας μιλάνε πιο βαθιά από ένα πορτρέτο παραδείγματος χάριν ή μια νεκρή φύση. Ανακινούν κάτι μέσα μας -κάτι ολότελα δικό μας- και γαργαλούν τον πιο μύχιο εαυτό μας· αυτό που πραγματικά είμαστε.
Αν δεν είναι αυτό τέχνη, τότε τι είναι;
Προκύπτουν φυσικά ένα-δυο θεματάκια εδώ: πρώτον, ακόμα κι έτσι, αξίζει ένας λευκός πίνακας τόσα εκατομμύρια; Και δεύτερον -κάτι που πιθανώς κι εσύ έχεις σκεφτεί- τόσοι και τόσοι λένε «αυτό θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ». Όσον αφορά στο πρώτο, το θέμα δεν είναι πόσο πωλούνται οι white paintings, αλλά γιατί η τέχνη γενικά είναι τόσο ακριβή. (Αυτό σε επόμενο επεισόδιο). Για το δεύτερο όμως… Η Σέρμαν έχει την απάντηση: «η τέχνη δεν είναι μόνο τεχνική. Κυρίως είναι ιδέα. Ο καλλιτέχνης είχε την ιδέα και την ακολούθησε. Επομένως ναι, θα μπορούσες να το κάνεις κι εσύ αλλά δεν το έκανες».