Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης (ή Βολονάκης) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1837. Οι γονείς του Βολανάκη κατάγονταν από την Βολάνη, ένα μικρό χωριό της περιοχής του Ρεθύμνου. Από πολύ μικρή ηλικία, έδειξε την κλίση του στη ζωγραφική και σχεδίαζε καράβια στους τοίχους του πατρικού του σπιτιού. Σπούδασε στο Γυμνάσιο της Σύρου, μέχρι το 1856. Σύμφωνα με νεώτερα στοιχεία, ο Βολανάκης δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις γυμνασιακές του σπουδές. Καθηγητής την ίδια εποχή στο Γυμνάσιο της Ερμουπόλεως ήταν ο σημαντικός ζωγράφος Ανδρέας Κριέζης, ο οποίος υπήρξε δάσκαλος του Βολανάκη και μεγάλη επιρροή γι’ αυτόν. Όμως πώς κατέληξε από την Κρήτη στο Μόναχο βραβευμένος και αναγνωρισμένος και στο τέλος να πεθαίνει φτωχός και σχεδόν μόνος;
Τα αδέρφια του τον έστειλαν στην Τεργέστη και δούλεψε στο λογιστικό τμήμα της επιχείρησης του Γεώργιου Αφεντούλη (αδελφού του γαμπρού του), όμως το βλέμμα του δεν ήταν στους αριθμούς, αλλά στα πλοία στο λιμάνι της πόλης, που τα σχεδίαζε σε κενά στις λογιστικές σελίδες. Ο Αφεντούλης κοιτώντας τα σχέδια του, αντιλήφθηκε το ταλέντο του και τον έστειλε με δικά του έξοδα να σπουδάσει στο Μόναχο. Το 1864 σε ηλικία 27 ετών εγγράφεται στην περίφημη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου και συνδέεται με τους σημαντικότερους εκπροσώπους της «Σχολής του Μονάχου», Νικόλαο Γύζη, Νικηφόρο Λύτρα, Γεώργιο Ιακωβίδη. Σπούδασε στην τάξη του Karl Theodore von Piloty,, που παρότρυνε τους μαθητές του να μελετούν τη φύση και αργότερα δίπλα στον Wilhelm von Kaulbach, με τον οποίο ειδικεύτηκε στη θαλασσογραφία. Ο Βολανάκης εντούτοις είναι ζωγράφος εργαστηρίου, οι πρώτες εντυπώσεις που συνέλεξε, στη συνέχεια θα προσλάβουν την τελική τους μορφή, αφού πρώτα υποστούν τη μακρά και λεπτομερή επεξεργασία του κλειστού χώρου. Το 1866 έλαβε χώρα στην Ανδριατική θάλασσα, κοντά στις Δαλματικές ακτές, η Ναυμαχία της Λίσσας μεταξύ των στόλων της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και της Ιταλία, με την Αυστρία νικήτρια. Ο Αυτοκράτορας τότε προκήρυξε ένα διαγωνισμό ζωγραφικής για την απεικόνιση αυτού του σημαντικού γεγονότος. Ο Βολανάκης κέρδισε το διαγωνισμό αυτό και έλαβε ως έπαθλο 1000 χρυσά φιορίνια και δωρεάν ταξίδια-κρουαζιέρες με το Πολεμικό Ναυτικό της Αυστρίας για 3 χρόνια. Ταξίδεψε στη Γαλλία, την Αγγλία και την Ιταλία, για να ενημερωθεί για τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Το 1867, το έργο του για τη ναυμαχία της Λίσσας βραβεύτηκε και αγοράστηκε από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ, ο οποίος το δώρισε στην Πινακοθήκη της Βιέννης. Σήμερα, ο πίνακας βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βουδαπέστης. Το 1872, συμμετείχε στην έκθεση Kunstverein του Μονάχου, αργότερα στις εκθέσεις της Βιέννης, του Βερολίνου και της Βρέμης (1880).
Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα με τη σύζυγό του τα 5 παιδιά τους και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά. Σε αυτό συνετέλεσε και η πίεση της γυναίκας του, «η οποία δεν άντεχε το κρύο χειμώνα του Μονάχου», ωστόσο και ο ίδιος ήθελε πάντα να έχει θέα τη θάλασσα, που ήταν πηγή της έμπνευσής του και τόπος εντατικής μελέτης της τέχνης του. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε να διδάσκει το μάθημα της Στοιχειώδους Γρραφής στη Σχολή Ωραίων Τεχνών της Αθήνας (σημ. Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών) και μετέπειτα το μάθημα της Αγαλματογραφίας μέχρι το 1903. Τα έξοδα της πολυμελής οικογένειάς του σε συνδυασμό με τις χαμηλές πωλήσεις και το πρόβλημα υγείας στην κήλη, ήταν οι λόγοι που έζησε τα τελευταία του χρόνια φτωχικά. Με τις πωλήσεις να πέφτουν κατακόρυφα,αναγκάστηκε να δουλέψει για τον κορνιζοποιό Λούτσο στον Πειραιά ζωγραφίζοντας πίνακες που θα ταίριαζαν στο μέγεθος των ξυλόγλυπτων κορνίζων. Ταλαιπωρημένος από το πρόβλημα υγείας του, τελικά πέθανε στον Πειραιά το 1907 και σύμφωνα με μαρτυρίες στην κήδεία του παρευρέθησαν μόνο 5-6 άτομα.
Σήμερα τα περισσότερα έργα του Κωνσταντίνου Βολανάκη βρίσκονται, κυρίως, σε ιδιωτικές συλλογές, ενώ μια μικρή μερίδα βρίσκεται στην Gallery Stavros Michalarias, στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, στο Ίδρυμα Κουτλίδη και στην Πινακοθήκη Κουβουτσάκη. Τον Νοέμβριο του 2008 το έργο του Η Αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο σημείωσε ιστορικό ρεκόρ για τιμή ελληνικού πίνακα σε δημοπρασία, πλησιάζοντας το ποσό των 2 εκατομμυρίων ευρώ. To έργο του Το Λιμάνι του Βόλου τη Νύχτα πουλήθηκε επίσης σε δημοπρασία του Sotheby’s για 952.000 ευρώ.
Η τεχνοτροπία στους πίνακες
Ο Βολανάκης τονίζει τις επιμέρους λεπτομέρειες των θεμάτων δίνοντας έμφαση στην πιστή αναπαράσταση της οπτικής πραγματικότητας. Η ευκρίνεια, οι μεταβολές του φωτός, η πολύμορφη και διαφορετική απόδοση των σύννεφων, η φευγαλέα κίνηση του καπνού και των φουγάρων αποτελούν γνώριμα στοιχεία του έργου του. Έκεινο που τον απασχόλησε κυρίως, ήταν η απεραντοσύνη της φύσης, η σχέση της θάλασσας με τον ουρανό και η ζωή των αγαπημένων του πλοίων, που αποτελούν ταυτότητα του ζωγραφικού του κόσμου. Σπανίως διαχώριζε τη θάλασσα από το σκάφος ή την ακτή, αν αγνοηθούν τα θεματικά αυτά στοιχεία, προκύπτει η εντύπωση του αποσπασματικού και του ατελούς. Δύο ουσιώδεις όροι στη τέχνη του Βολανάκη είναι η προσέγγιση στη φύση και η σημασία της τεχνικής. Ο καλλιτέχνης δεν σχηματίζει τυχαία την εικόνα της θάλασσας, αλλά με τη βοήθεια ενός εικογραφικού υλικού που ο ίδιος έχει καταγράψει. Ο κυματισμός στα έργα του, παρά τη φαινομενική ποικιλία και αφθονία παραστάσεων, στηρίζεται σε μικρό μόνο, αριθμό σχημάτων.
Σημαντικότεροι πίνακες: “Η Αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο”
Στον πίνακα που πουλήθηκε για 2 εκατομμύρια, αποτυπώνεται η τελευταία επιχείρηση του στρατηγού της εθνεγερσίας. δεδομένου ότι εκεί τραυματίστηκε και αργότερα πέθανε από το τραύμα του.
“Η Έξοδος του Άρεως”
Σύμφωνα με τα ιστορικά γεγονότα, η σημαία του “Άρεως” θα έπρεπε να είναι υδραίικη, ενώ οι σημαίες των εχθρικών πολεμικών θα έπρεπε να είναι αιγυπτιακές. Εκτιμάται πως ο καλλιτέχνης απεικόνισε ελληνική και τούρκικες σημαίες αντίστοιχα, θέτοντας σε πρώτο πλάνο την κύρια σύγκρουση της Επανάστασης και σε δεύτερη μοίρα τη ρεαλιστική απόδοση του γεγονότος.
Η πολυσυζητημένη “Ναυμαχία της Λίσσας”
Το πλοίο “Κάιζερ” προελαύνει καταλαμβάνονταςτο δεξιό τμήμα του πίνακα, ενώ σε δεύτερο πλάνο βλέπουμε ένα από τα πλοία τυλιγμένο σε μαύρους καπνούς και να βουλιάζει. Η δραματικότητα της σκηνής εντείνεται και εξατίας του πελώριου μεγέθους του πίνακα και από τη θεαματική, σχεδόν πανοραμική άποψη της ναυμαχίας.
“Ακτή Φαλήρου”
Πρότεινει ισότιμα την εικόνα της ακτής με τους ψαράδες να μπαλώνουν το πανί του καϊκιού, καθισμένοι στην άμμο, με την εικόνα των καραβιών να έχουν αγκυροβολήσει στα ανοιχτά. το ζεύγος των περιπατητών-θεατών συνδέει τα δύο θέματα. Με τη στάση τους, αποτείνονται σε έκεινον που βλέπει τον πίνακα και τον καλούν να τους μιμηθεί, ρεμβάζοντας και απολαμβάνοντας το τοπίο.
Ο θαλασσογράφος γενικά, οδηγείται από το φυσικό φαινόμενο, ενώ μέλημά του είναι να διαφυλάξει τη συνέπεια μεταξύ του γεγονότος και των συνθηκών που το επηρεάζουν, είτε ως προς τον χώρο (ανοιχτή θάλασσα, λιμάνι), είτε ως προς την ατμόσφαιρα (γαλήνη, καταιγίδα). Ο χρωματισμός που χρησιμοποιείται είναι ένα μέσο ερμηνείας για τη φυσική εικόνα του κυματισμού και προσπαθεί να έχει αμεσότητα στους πίνακές του, έχοντας ως μέσο τη γοητεία που ασκεί η λεπτόλογη επεξεργασία, πρόθεσή του είναι και η απόδοση η ατμόσφαιρα του τόπου και της ώρας.