Όταν η σύζυγος του Σαλβαδόρ Νταλί, η Γκαλά, πέθανε το 1982, ο πρώτος άνθρωπος εκτός του σπιτιού του που έμαθε τα νέα ήταν ο Χουάν Κάρλος, ο βασιλιάς της Ισπανίας. Ο Νταλί τηλεφώνησε ο ίδιος στον μονάρχη, και για πρώτη φορά, αυτό δεν ήταν μια πράξη πόζας ή αλαζονείας εκ μέρους του. Ο κάποτε άπορος καλλιτέχνης είχε γίνει σουρεαλιστής σούπερ σταρ, πολυεκατομμυριούχος, ένας άνθρωπος του οποίου η υπέρτατη ιδιοφυΐα του χάρισε το παρατσούκλι el maestro, τον τίτλο του μαρκησίου, ατελείωτους θαυμαστές που τον λάτρευαν, και μια εξίσου ατελείωτη λιτανεία προσκολλημένων, μιμητών και συκοφάντων. Ο Νταλί είχε γνωρίσει τη Γκαλά, κατά κόσμον Ελένα Ιβάνοβνα Ντιακόνοβα, όταν ήταν στην τρυφερή ηλικία των είκοσι τεσσάρων ετών (και, όπως λέγεται, ακόμα παρθένος). Ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή του και έζησαν μαζί για τα επόμενα πενήντα τρία χρόνια, μέχρι τον θάνατό της. Πώς θα τα κατάφερνε χωρίς αυτήν;

 

«Γι’ αυτό της έδωσα ένα αρχοντικό χτισμένο πάνω στα ερείπια ενός κάστρου του 12ου αιώνα: το παλιό κάστρο Púbol στο La Bisbal, όπου θα βασίλευε σαν απόλυτη κυρίαρχος, μέχρι το σημείο που θα μπορούσα να την επισκέπτομαι μόνο με χειρόγραφη πρόσκλησή της»

Δύσκολα. Μετά την κηδεία της, ο Νταλί κλειδώθηκε στον υπερρεαλιστικό πύργο του στο Πουμπόλ της Ισπανίας, τράβηξε τις κουρτίνες και αρνήθηκε να φάει ή να πιει οτιδήποτε. Αρνήθηκε την είσοδο στους φίλους και τους βοηθούς του και απαγόρευσε σε οποιονδήποτε να αναφέρει το όνομα της Γκαλά. Όπως γράφει στο βιβλίο του «Οι ανείπωτες εξομολογήσεις», το 1973, το ίδιο το κάστρο ήταν μια μαρτυρία της αγάπης του:

«Τα πάντα γιορτάζουν τη λατρεία της Gala, ακόμη και η στρογγυλή αίθουσα, με την τέλεια ηχώ που στεφανώνει το κτήριο στο σύνολό του και η οποία είναι σαν ένας θόλος αυτού του Γαλαξιακού καθεδρικού ναού. Όταν περπατάω σε αυτό το σπίτι κοιτάζω τον εαυτό μου και βλέπω την ομόκεντρη εικόνα μου. Μου αρέσει η μαυριδερή αυστηρότητά του. Έπρεπε να προσφέρω στη Γκαλά μια προστασία πιο επίσημη και αντάξια της αγάπης μας. Γι’ αυτό της έδωσα ένα αρχοντικό χτισμένο πάνω στα ερείπια ενός κάστρου του 12ου αιώνα: το παλιό κάστρο Púbol στο La Bisbal, όπου θα βασίλευε σαν απόλυτη κυρίαρχος, μέχρι το σημείο που θα μπορούσα να την επισκέπτομαι μόνο με χειρόγραφη πρόσκλησή της. Περιορίστηκα στην ευχαρίστηση να διακοσμήσω τα ταβάνια της, ώστε όταν σήκωνε τα μάτια της, να με βρίσκει πάντα στον ουρανό της».

Το 1984, δύο χρόνια μετά τον θάνατό της, ξέσπασε φωτιά στο υπνοδωμάτιό του κάτω από ύποπτες συνθήκες και ο Νταλί υπέστη φρικτά εγκαύματα. Στο νοσοκομείο ανακάλυψαν ότι έπασχε από σοβαρό υποσιτισμό και το προσωπικό του κατηγορήθηκε για αμέλεια. Αλλά η αλήθεια, όπως γράφει ο βιογράφος της Γκαλά, Tim McGirk, στο βιβλίο «Wicked Lady», είναι ότι «μετά τον θάνατο της Gala, ο Dalí έχασε τη θέλησή του να ζωγραφίσει ή ακόμα και να ζήσει».

 

«Περιορίστηκα στην ευχαρίστηση να διακοσμήσω τα ταβάνια της, ώστε όταν σήκωνε τα μάτια της, να με βρίσκει πάντα στον ουρανό της».

 

Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τη γυναίκα που ενέπνευσε τέτοια λατρεία και αφοσίωση στον σύζυγό της ως έναν ευγενικό, υποστηρικτικό, περιποιητικό τύπο. Μια φιγούρα που πόζαρε γι’ αυτόν, τον φρόντιζε και του έδινε τον χώρο να καλλιεργήσει το ταλέντο του. Ο άγγελος που υπηρετούσε την κακόφωνη τρέλα του Νταλί. Όμως ένας κόσμος στον οποίο η Γκαλά μπορεί να τοποθετηθεί ως παθητική, μητρική σύντροφος είναι ένας κόσμος που βουλιάζει μέσα στην πατριαρχία και τις παραδοχές της. Στα καλύτερά της, η Γκαλά ήταν δύσκολη και έντονη. Στη χειρότερή της, δεν ήταν τίποτα λιγότερο από τερατώδης. Δεν είχε φίλους και διατηρούσε μια κακόβουλη απόσταση από την οικογένειά της. Περιγράφεται ως «σκληρή, άγρια και μικρή» και με «μάτια που διαπερνούσαν τοίχους», μάζευε λούτρινα παιχνίδια αλλά κάποτε μαγείρεψε το δικό της κατοικίδιο κουνέλι.

Η «δαιμονική της ιδιοσυγκρασία» επιβαλλόταν συχνά- αν δεν της άρεσε το πρόσωπο κάποιου, τον έφτυνε, και αν ήθελε να φιμώσει κάποιον, έσβηνε τσιγάρα στο χέρι του. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλής. Οι γυναίκες την αντιπαθούσαν ιδιαίτερα. Η Γκαλά ήταν σεξουαλικά αχόρταγη και δεν σεβόταν τις σχέσεις των άλλων ανθρώπων. Οι έμποροι στο Παρίσι της έδωσαν το παρατσούκλι Gala la Gale-gale σημαίνει και «κακόβουλο άτομο» και «ψώρα». Ο κινηματογραφιστής Luis Buñuel, ο οποίος, μαζί με τον Dalí, γύρισε τη σημαντική ταινία μικρού μήκους «Ανδαλουσιανός Σκύλος», σιχάθηκε τόσο πολύ τις προσβολές της Γκαλά που προσπάθησε κάποτε να τη στραγγαλίσει. Σε ένα άρθρο του Vanity Fair του 1998, γεμάτο από έμφυλη γλώσσα που τώρα μοιάζει ευτυχώς τρομερά ξεπερασμένη, ο John Richardson, ένας από τους εμπόρους έργων τέχνης του Dalí στις αρχές της δεκαετίας του ’70, αναφέρεται στην Γκαλά ως «αρχαία κακομαθημένη», «ένα αυθεντικά σαδιστικό τέρας», μια «δαιμονική dominatrix», μια «κατακόκκινη γυναίκα» και ως έχουσα «ένα μικρό σώμα και τη λίμπιντο ηλεκτρικού χελιού».

 

Η «δαιμονική της ιδιοσυγκρασία» επιβαλλόταν συχνά- αν δεν της άρεσε το πρόσωπο κάποιου, τον έφτυνε, και αν ήθελε να φιμώσει κάποιον, έσβηνε τσιγάρα στο χέρι του / Photo: Wikipedia Commons

 

Προς το τέλος της ζωής της, ήδη εθισμένη στα χρήματα του Νταλί, η Γκαλά έπαιξε τεράστια ποσά στα υπόγεια καζίνο της Νέας Υόρκης. Διατήρησε κάτι σαν ανδρικό χαρέμι, μια διαρκή παρέλαση νεαρών εραστών, όταν η ίδια είχε φτάσει αισίως στα ογδόντα της. Το ίδιο το κάστρο ήταν ως γνωστόν απαγορευμένο για τον Νταλί, εκτός αν λάμβανε γραπτή πρόσκληση από τη Γκαλά, μια ρύθμιση που φαινόταν να τους βολεύει και τους δύο. Στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, ερωτεύτηκε τον Τζεφ Φένχολτ, ο οποίος είχε παίξει τον πρωταγωνιστή στην παράσταση του «Jesus Christ Superstar» στο Μπρόντγουεϊ, και κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, του χάρισε αρκετούς πίνακες του Νταλί και του αγόρασε ένα σπίτι στο Λονγκ Άιλαντ αξίας 1,25 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο ίδιος ο Νταλί το έμαθε μόνο όταν είδε ότι ο Φένχολτ είχε βγάλει τα έργα του σε δημοπρασία στον οίκο Christie’s. Θέλοντας να συνεχίσει να εισπράττει χρήματα όταν ο σύζυγός της δεν μπορούσε πλέον να ζωγραφίζει, τον ανάγκασε να υπογράφει λευκούς καμβάδες και ανέθεσε σε πλαστογράφους να ολοκληρώσουν τους πίνακες, πουλώντας τους σε πανάκριβες τιμές αυθεντικών έργων του Νταλί. Κατά συνέπεια, οι έμποροι είναι συχνά καχύποπτοι με οποιοδήποτε έργο του καλλιτέχνη που δημιουργήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και μετά. Προς το τέλος, όταν η Γκαλά είχε πλέον βαρύνει από τα χρόνια, χορηγούσε στον Νταλί φαρμακευτικά σκευάσματα από άγνωστα φάρμακα, κάτι που μπορεί κάλλιστα να ήταν η αιτία μιας νευρικής διαταραχής που προκάλεσε τη νόσο του Πάρκινσον και τερμάτισε οριστικά την καριέρα του.

 

«Μια μούσα είναι κάθε άλλο παρά ένα πληρωμένο μοντέλο. Η μούσα στην πιο αγνή της όψη είναι το θηλυκό μέρος του άνδρα καλλιτέχνη, με το οποίο πρέπει να έχει επαφή αν πρόκειται να φέρει σε ύπαρξη ένα νέο έργο»

Μέχρι στιγμής, ένας σημαντικός κατάλογος αμαρτιών. Πώς μπόρεσε να την αγαπήσει ο Νταλί, αναρωτιέται κανείς. Σύμφωνα με τα δικά του λόγια την αγάπησε «περισσότερο από τη μητέρα μου, περισσότερο από τον πατέρα μου, περισσότερο από τον Πικάσο και ακόμη περισσότερο από τα χρήματα»; Ένα γεγονός παρόλα αυτά παραμένει αδιαμφισβήτητο – η Γκάλα δεν ήταν απλώς η σύζυγός του- ήταν η μούσα του. Τη ζωγράφισε δύο φορές ως Παναγία, ως Λήδα με τον κύκνο, τη ζωγράφισε γυμνή. Δημιούργησε αμέτρητα πορτρέτα. Όταν υποβλήθηκε σε υστερεκτομή, ζωγράφισε το έργο «The Bleeding Roses», το οποίο δείχνει τα γνωστά ξανθά μαλλιά της Γκαλά και τη φιγούρα της με ένα μπούσουλα από κατακόκκινα τριαντάφυλλα κατά μήκος της κοιλιάς της, τα πέταλα των οποίων μετατρέπονται σε σταγόνες αίματος. Ζούσε από τα συναισθήματά της- θα μπορούσαμε να πούμε ότι οικειοποιήθηκε τους πόνους της για το έργο του. Σίγουρα, θα ήταν απολύτως δίκαιο να πούμε ότι η Γκάλα είναι το πιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο έργο του Dalí. Όπως γράφει η ακτιβίστρια και συγγραφέας Germaine Greer: «Μια μούσα είναι κάθε άλλο παρά ένα πληρωμένο μοντέλο. Η μούσα στην πιο αγνή της όψη είναι το θηλυκό μέρος του άνδρα καλλιτέχνη, με το οποίο πρέπει να έχει επαφή αν πρόκειται να φέρει σε ύπαρξη ένα νέο έργο. Είναι η anima για το animus του, το yin για το yang του, με τη διαφορά ότι, σε μια αντιστροφή των ρόλων των δύο φύλων, εκείνη τον διαπερνά ή τον εμπνέει και εκείνος κυοφορεί και γεννά, από τη μήτρα του νου».

Η Γκαλά εκτελούσε κάποια ειδική οιονεί αλχημική λειτουργία. Προκάλεσε τη φαντασία του Νταλί όπως τίποτα άλλο δεν θα μπορούσε. Αλλά για την ίδια αυτοί οι καμβάδες δεν ήταν θέμα ματαιοδοξίας. Η δουλειά της δεν περιοριζόταν στο να κάθεται ακίνητη για αρκετή ώρα ώστε να απαθανατιστεί σε λάδι. Λειτουργούσε ως πράκτορας, έμπορος, διαφημιστής και δεσμοφύλακας– διοχέτευσε όλη την αδίστακτη συμπεριφορά της στην προώθησή του. Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι αυτό ήταν φιλαργυρία εκ μέρους της, αλλά η αλήθεια, όπως πάντα, είναι πιο περίπλοκη.

Ο Νταλί με τον Μαν Ρέι / Photo: Wikipedia Commons

Όταν αυτή και ο νεαρός Νταλί συναντήθηκαν στο Cadaqués, τη γενέτειρά του στην Costa Brava, αυτή ήταν ήδη τριάντα τεσσάρων ετών και σύζυγος του διάσημου υπερρεαλιστή ποιητή Paul Éluard. Οι Éluard ήταν μποέμ, μέρος της κοινωνίας των καφέ και στο κέντρο του καλλιτεχνικού Παρισιού. Ο γάμος τους ήταν φιλελεύθερος- το ένα μέρος ενθάρρυνε το άλλο σε ερωτικές υποθέσεις. Για ένα διάστημα, η Gala και ο Paul έζησαν και σε ένα ménage à trois με τον ζωγράφο Max Ernst. Αλλά παρά τις ελευθερίες της, τόσο τις σεξουαλικές όσο και τις οικονομικές (ο Paul Éluard είχε μια σημαντική κληρονομιά από τον πατέρα του), η Gala είχε αρχίσει να αισθάνεται πλήξη. Έχοντας ήδη παίξει τη μούσα του ποιητή συζύγου της και των φίλων του και έχοντας αναμειχθεί με τον πνευματικό τους περίγυρο, είχε αποκτήσει οξυδερκή κατανόηση και μάτι για την τέχνη. Αναμφίβολα έψαχνε για εκπλήρωση, αλλά ήταν επίσης πραγματικά εντυπωσιασμένη από το ταλέντο του Νταλί. Το ταξίδι στο Cadaqués ήταν ένα είδος διακοπών, που οργάνωσε ο σύζυγός της, ο οποίος την παρέσυρε μαζί με τους συναδέλφους του υπερρεαλιστές René και Georgette Magritte και Camille Goemans. Οι φίλοι του Νταλί στο Παρίσι και ο γκαλερίστας του περίμεναν έργα του, αλλά ο Νταλί φαινόταν να βρίσκεται εν μέσω κάποιας είδους νευρικής κρίσης, μιας «τρέλας» που τον οδηγούσε να διαλύεται σε κρίσεις υστερικού γέλιου κάθε φορά που προσπαθούσε να μιλήσει. Οι φίλοι και οι ατζέντηδες του είχαν αρχίσει να απελπίζονται- τον χρειάζονταν διαυγή. Με την άφιξη της Γκαλά, η ομάδα παρατήρησε μια αλλαγή στον Dalí, και όπως γράφει ο βιογράφος της Gala, Tim McGirk, αποφάσισαν ότι «αν ο Dalí ήταν τόσο ερωτευμένος με την Gala, ίσως μόνο αυτή θα μπορούσε να τον βοηθήσει». Το μικρό συνωμοτικό τους σχέδιο ήταν να την στείλουν σε μια «ψυχική αποστολή διάσωσης για να τον βγάλει από την τρέλα του». Ως εκ θαύματος, κατάφερε να σταθεροποιήσει τη διάθεσή του. Ο Νταλί ολοκλήρωσε τους πίνακες που ήταν απαραίτητοι για την έκθεσή του, και από τότε, μετά βίας άφηναν ο ένας το πλευρό του άλλου.

Τελικά, η Γκαλά επωφελήθηκε από την άγρια υπεράσπιση του Νταλί; Κατηγορείται ότι διέφθειρε και εμπορευματοποίησε την τέχνη του / Photo: Wikipedia Commons

Δεν πρέπει να υποτιμά κανείς τις θυσίες που έκανε η Γκαλά για να είναι μαζί με τον Νταλί. Παρά την αγάπη της για τα χρήματα, άφησε την πλούσια οικογένειά της στο Παρίσι, ανταλλάσσοντας ένα πολυτελές διαμέρισμα με μια καλύβα στην παραλία. Δεν είχαν τρεχούμενο νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, θέρμανση και σόμπα. Η δουλειά της ήταν να διατηρεί το ηθικό του Dalí, να ποζάρει γι’ αυτόν, να τον ντύνει, να τον ηρεμεί και να τον παρηγορεί, και να πουλάει τα έργα του στην αγορά, αυγατίζοντας τις λίγες δεκάρες τους. Αν ήταν η μούσα του, ήταν επίσης και η μητέρα του, ένας συμβολικός ρόλος που τον έκανε πραγματικότητα προσθέτοντας μια σκοτεινή διάσταση: Η Γκαλά εγκατέλειψε το δικό της παιδί για να φροντίσει τον Νταλί. Τέλος, ήταν η Γκαλά που διακινούσε τους καμβάδες του από γκαλερί σε γκαλερί, που έπεισε έναν πλούσιο προστάτη της τέχνης να επιδοτήσει το ενοίκιο της καλύβας τους και που, στον απόηχο της χρεοκοπίας της Ευρώπης στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σκαρφίστηκε το σχέδιο να αυτομολήσει στην πλούσια Αμερική και να πουλήσει εκεί τα έργα του. Σε μια ιδιαίτερα έξυπνη κίνηση, έπεισε μια ομάδα αριστοκρατών με επικεφαλής τον πρίγκιπα de Faucigny-Lucinge να «ρίχνουν ένα ετήσιο ποσό 2.500 φράγκων στην τσέπη του Νταλί, και να οργανώσουν ένα πλούσιο δείπνο με κλήρωση, στην οποία ο νικητής θα παίρνει το καινούργιο έργο του Νταλί». Το σχέδιο ήταν κατασκευασμένο για να προσελκύσει τους ακόλαστους, τζογαδόρους νεαρούς ευγενείς, και φυσικά τα κατάφερε. Ό,τι κι αν ο κόσμος έβλεπε ως μοχθηρία πάνω της, ποτέ κανένας δεν πέτυχε τις δικές της καλλιτεχνικές αξιώσεις. Η ίδια δε, ποτέ δεν μιλούσε για τον εαυτό της ή το παρελθόν της, για να μην της στερήσει την αύρα του Νταλί.

Τελικά, η Γκαλά επωφελήθηκε από την άγρια υπεράσπιση του Νταλί; Κατηγορείται ότι διέφθειρε και εμπορευματοποίησε την τέχνη του. Την κρίνουν για την ακολασία, την επιθετικότητα, τη μονομέρεια και τη φιλοδοξία της (ιδιότητες για τις οποίες οι άνδρες εξυμνούνται συχνότερα). Ακόμα πιο συχνά, δεν τη θυμούνται καθόλου. Ωστόσο, χωρίς τη Γκαλά, ο μεγάλος καλλιτέχνης ίσως να μην είχε υπάρξει ποτέ. Η φαντασία του Νταλί θεωρείται συχνά ως μια δική του δύναμη, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα εύθραυστο κατασκεύασμα, που δεν μπορούσε να ανθίσει χωρίς τη Γκαλά, την οποία χρησιμοποιούσε ως ασπίδα. Πίσω της, θα ήταν ασφαλής για να δημιουργήσει- χωρίς αυτήν, θα παρασυρόταν. Ο Νταλί τίμησε στο έπακρο αυτή τη συνύπαρξη της ζωής του. Ήδη από τη δεκαετία του τριάντα, άρχισε να υπογράφει τους καμβάδες του με τα ονόματά τους, παρόλο που εκείνη δεν είχε ποτέ σηκώσει ούτε ένα πινέλο. «Κυρίως με το αίμα σου, Γκαλά, ζωγραφίζω τους πίνακές μου», της είπε.

 

Ήδη από τη δεκαετία του τριάντα, άρχισε να υπογράφει τους καμβάδες του με τα ονόματά τους, παρόλο που εκείνη δεν είχε ποτέ σηκώσει ούτε ένα πινέλο.

 

*Με στοιχεία από theparisreview.org