Το τρέχον έτος τιμάται η εκατονταετηρίδα του μοντερνισμού, καθώς η «Χαμένη Γη» και ο «Οδυσσέας» εκδόθηκαν αμφότερα το 1922. Αλλά ο Έντβαρτ Μουνκ είχε προλάβει τον Τ.Σ. Έλιοτ και τον Τζέιμς Τζόις. Το 1892, ο Μουνκ ζωγράφισε το πρώτο μοντέρνο αριστούργημα της πόλης, προλαβαίνοντας τα ριζοσπαστικά τους οράματα για την αστική ζωή κατά τρεις ολόκληρες δεκαετίες.
Παρατηρώντας τον γνωστό του πίνακα «Evening on Karl Johan», σκέφτομαι ότι «οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει να αρχίσουν να δουλεύουν από το σπίτι», ίσως με μια διάθεση των δικών μου προσωπικών προβολών. Έρχονται προς το μέρος μας στο τέλος της ημέρας, με τα πρόσωπά τους κατασπαραγμένα από τη μιζέρια του γραφείου ή του εργοστασίου. Είναι οι μακάβριες γκρίζες καρικατουρίστικες φιγούρες μοναξιάς και θλίψης που φωτίζονται από κίτρινα λαμπερά παράθυρα. Μια γυναίκα κοιτάζει έξω με λευκούς κύκλους για μάτια, με τις κόρες των ματιών της να έχουν συρρικνωθεί σε κουκκίδες, ενώ ένας άντρας με νεκρικό καπέλο έχει ένα πρόσωπο σαν αποστεωμένο κρανίο, λες και η σύγχρονη ζωή τον έχει μετατρέψει σε ζωντανό-νεκρό. Στην πραγματικότητα, είναι όλοι τους εργασιακά ζόμπι, με καχεκτικά σώματα, με το βήμα τους ρομποτικό, που πλησιάζουν σε μια ενιαία μουμιοποιημένη μάζα.
Αυτή είναι η αποξένωση που ο Έλιοτ θα εξέφραζε σε λέξεις, 30 χρόνια αργότερα: «Ένα πλήθος κύλησε πάνω από τη Γέφυρα του Λονδίνου, τόσοι πολλοί, / δεν είχα σκεφτεί ότι ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς. / Αναστεναγμοί, σύντομοι και κοφτοί, εκπνέονταν, / και ο καθένας από αυτούς είχε τα μάτια του καρφωμένα στα πόδια του». Το «Βράδυ στο Καρλ Γιόχαν» προφητεύει την πόλη του 20ού αιώνα με τα μοναχικά πλήθη που βαδίζουν απελπισμένα ανάμεσα στο πουθενά και στο τίποτα.
Αν το να προηγείσαι πάει να πει ότι είσαι ο καλύτερος, ο Μουνκ αξίζει τον τίτλο του πρώτου μοντερνιστή, καθιστώντας τη φετινή 130ή επέτειο του κινήματος και όχι την 100ή. Αλλά αυτός είναι μόνο ένας τρόπος να κρίνουμε την τέχνη. Αυτό που ξεχωρίζει τον Μουνκ είναι η αυθεντικότητα της απεικόνισης του πόνου. Όσο ακατέργαστος κι αν είναι ο πίνακας «Evening on Karl Johan, επισκιάζεται από τον πίνακα «By the Deathbed».
Το «By the Deathbed» απεικονίζει ανθρώπους να στέκονται πάνω από το άψυχο σώμα ενός κοριτσιού. Η αγωνία τους είναι τόσο μεγάλη που δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα από αυτούς. Η γυναίκα που βρίσκεται πιο κοντά μας φοράει μια κατάλευκη μάσκα, σαν επίδεσμο, πάνω από το πρόσωπό της, αφήνοντας μόνο μικρές ροζ κηλίδες γύρω από τα μάτια της. Τα χαρακτηριστικά της έχουν εξαϋλωθεί από τον πόνο της απώλειας. Μια άλλη γυναίκα που έχει προχωρήσει προς το βάθος, το πρόσωπό της είναι απλώς ένα χλωμό σκίτσο με δύο κουκκίδες για μάτια. Το μόνο που μπορούμε να δούμε από το κορίτσι που «έφυγε», είναι μια μικρή λεπτή μορφή κάτω από τα σεντόνια με μακρόστενα καστανά μαλλιά. Αλλά βλέπουμε το θάνατο στις μαυροφορεμένες μορφές των πενθούντων. Έχει εισχωρήσει σε κάθε πτυχή της ύπαρξής τους. Η ζωή τους έχει κλαπεί.
Η ζωή είχε κλαπεί και από τον Μουνκ όταν ήταν παιδί. Αυτός ο πίνακας θυμάται την καταστροφική απώλεια της αγαπημένης του αδελφής , Σοφίας, από φυματίωση, την ίδια αιτία που είχε χάσει και τη μητέρα του. Η θλίψη του καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τη ζωή. Ο πρωταγωνιστής του Τ.Σ. Έλιοτ στο «The Love Song of J Alfred Prufrock», παραδέχεται ότι «δεν ήταν ο πρίγκιπας Άμλετ» – αλλά ο νεαρός άνδρας στον πίνακα «Melancholy» του Μούνκ μοιάζει σαφώς με τον τραγικό Σκανδιναβό ήρωα καθώς μελαγχολεί στην ακτή, με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο χέρι του σε ένα μεσαιωνικό σύμβολο της μελαγχολίας που είναι τόσο παλιό όσο και οι σκακιέρες του Λιούις. Ο κρεμώδης καφέ και βιολετί ουρανός του Μουνκ πάνω από μια ατάραχη σαν νεκρή μοβ θάλασσα μας μεταφέρει μεμιάς το βαρύ και μελαγχολικό συναίσθημα.
Όλη αυτή η μελαγχολία ξεχειλίζει στην γενναιοδωρία των χρωμάτων του. Ανάμεσα στα σκοτεινά πράσινα δάση που απεικονίζονται στον τεράστιο καμβά του «Woman in Three Stages» του 1894, υπάρχει κάτι που μοιάζει με μια μεγάλη κηλίδα αίματος: έχει εκσφενδονίσει κόκκινη μπογιά στον καμβά για να δημιουργήσει αυτή την πληγή τρόμου. Ή τουλάχιστον αυτό υποθέτω ότι συνέβη. Ίσως θα έπρεπε να εξετάσουν τον πίνακα για το εάν πρόκειται για πραγματικό αίμα.
Σαν να μην έφτανε η ακατανίκητη αίσθηση της θλίψης, η τέχνη του Μουνκ ομολογεί χωρίς ντροπή τεράστια σεξουαλικά κολλήματα. Υπάρχει ένας νεαρός άνδρας στα δεξιά αυτού του έργου, που στέκεται θλιμμένος δίπλα σε τρεις εικόνες γυναικών: η μία ονειροπολεί στην ακτή, η άλλη περπατάει στο δάσος, και ακριβώς στη μέση στέκεται μια ψηλή γυμνή γυναίκα με το κεφάλι της στραμμένο σε σεξουαλική πρόκληση. Θα πίστευε κανείς ότι το αρσενικό alter ego του Μουνκ θα ήταν ευχαριστημένο, αλλά μοιάζει αξιοθρήνητο. Και στο «Man and Woman», ένας γυμνός άνδρας έχει χαμηλώσει το κεφάλι του απεγνωσμένα, καθώς κάθεται αβοήθητος απέναντι στη γυμνή φίλη του. Αυτή η σκηνή της κρεβατοκάμαρας είναι αν μη τι άλλο ανυπόφορη. Ο Μουνκ ταυτίζεται σαφώς με τον ανδρικό εγωισμό που συντρίβεται, ανίκανος μπροστά στο γυναικείο γυμνό. Πόσοι καλλιτέχνες ήταν άραγε τόσο ειλικρινείς;
Ο Μουνκ έκανε άλμα από τις υπέροχες μετα-ιμπρεσιονιστικές σκηνές της δεκαετίας του 1880 -συμπεριλαμβανομένου ενός πορτρέτου της αδελφής του Ίνγκερ δίπλα σε μια ομιχλώδη θάλασσα- στις έντονες, αφηρημένες εικόνες του fin de siècle συναισθηματικά αποκαλυπτικές και τόσο ακραίες που μοιάζει να του λείπει ένα δέρμα. Η αυτοπροσωπογραφία στην κλινική, που ζωγραφίστηκε το 1909, δείχνει γιατί δεν ήταν εφικτό να συνεχίσει έτσι. Η πιο εκφραστική περίοδος του Μουνκ αγοράστηκε σε βάρος τραυματικών ερωτικών σχέσεων και αλκοολισμού. Το 1908, έπαθε νευρικό κλονισμό και μπήκε σε μια «κλινική νευρώσεων». Αυτός ο πίνακας τον παρουσιάζει σε φάση ανάρρωσης: με μια πρώτη ματιά μπορεί να φαίνεται ένα πιο επίσημο έργο, με τον Μουνκ να υιοθετεί μια αξιοπρεπή, σοβαρή πόζα, αλλά στη συνέχεια συνειδητοποιείς ότι στην πραγματικότητα ζωγραφίζει τον εαυτό του να δοκιμάζει αυτή τη στάση, με την ανήσυχη ελπίδα ότι μπορεί να την διατηρήσει και στην πραγματική ζωή από εδώ και πέρα. Ωστόσο, το σακάκι του είναι ένα ξέφρενο μοτίβο από μωβ κηλίδες. Ο Μουνκ δεν μπορεί να ξεχάσει τι είδε όταν κοίταξε μέσα στο αιματοβαμμένο δάσος.