Λέγεται skim reading, δηλαδή «διάβασμα στα γρήγορα» και τείνει να γίνει ο κανόνας πλέον, ανεξαρτήτως ηλικίας, ειδικά σε μια εποχή όπως την σημερινή που η πληροφορία είναι πιο άφθονη και πιο προσβάσιμη από ποτέ.

Μια πληροφορία που φτάνει σε μας με την ποσότητα και την δύναμη που βγαίνει το νερό από έναν πυροσβεστικό κρουνό και που φυσικά απαιτεί ξεψάχνισμα και ξεκαθάρισμα.

Και εμείς, με την σειρά μας, δεν έχουμε τόσο χρόνο για χάσιμο όπως παλιότερα. Και εμείς διψάμε για τη νέα πληροφορία και τις νέες ιστορίες που θα μας συναρπάσουν, αλλά ο χρόνος… αγνοείται, ενώ και η διάθεσή μας ώρες ώρες δεν μας επιτρέπει να διαβάσουμε και να κάνουμε focus σε ένα κείμενο 4-5 χιλιάδων λέξεων.

Γι’ αυτό το λόγο, πολλοί, ειδικά στο εξωτερικό, έχουν μάθει να εφαρμόζουν μια τεχνική που ονομάζεται σάρωση (skimming), η οποία τους επιτρέπει να διαβάζουν μόνο ό,τι είναι απαραίτητο.

Το skim ή speed reading είναι ένας τρόπος ταχείας ανάγνωσης και μια δεξιότητα την οποία ο οποιοσδήποτε εκεί έξω μπορεί να εξελίξει, ειδικά δε αν αποδεχτεί ότι η γρήγορη αυτή ανάγνωση σημαίνει ότι η κατανόηση του εν λόγω κειμένου θα είναι κατά τι μικρότερη σε σχέση με το αν θα το διάβαζε κανονικά και στην ολότητά του.

Το skim reading βασίζεται κατά πολύ στον κανόνα 80/20, ο οποίος υποστηρίζει ότι το 80% των αποτελεσμάτων έρχεται από το 20% των ενεργειών μας.

Μια διάσημη γνωσιακή νευροεπιστήμονας και ερευνήτρια υποστηρίζει εξάλλου πως η επίδραση που έχουν οι νέες τεχνολογίες στον τρόπο που διαβάζουμε είναι πλέον τόσο καταλυτική ώστε άλλαξαν οι αναγνωστικές συνήθειες μας σε σχέση με πριν 15-20 χρόνια, ώστε το skim reading είναι πλέον πιο επιτακτικό από ποτέ άλλοτε.

Η Μαριάν Βόλφ, καθηγήτρια στα πανεπιστήμια Tuft και UCLA, υποστηρίζει πως ο ανθρώπινος νους πλέον έχει συνηθίσει να περνά στα γρήγορα, σχεδόν να διαβάζει… διαγώνια που λέμε ένα κείμενο, γεγονός που καθιστά αδύνατη την πλήρη κατανόηση του.

«Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα απλή κόντρα ανάμεσα στο εκτυπωμένο χαρτί και την ψηφιακή ανάγνωση. Σε αυτή τη κρίσιμη συγκυρία ανάμεσα στα εκτυπωμένα ΜΜΕ και τον νέο, ψηφιακό μας πολιτισμό, η κοινωνία πρέπει να δει τι ακριβώς είναι αυτό που δεν αναπτύσσουν τα παιδιά και οι μαθητές μας και τι μπορούμε να κάνουμε γι ‘αυτό», σημειώνει στην Guardian.

Όπως γράφει η ψυχολόγος του UCLA Πατρίσια Γκρίνφιλντ, «το αποτέλεσμα είναι ότι στο τέλος οι νέοι σε ηλικία αναγνώστες θα μάθουν να διαθέτουν λιγότερη προσοχή και χρόνο στα κείμενα που διαβάζουν, με αποτέλεσμα στην πορεία να χαθούν σημαντικά στοιχεία όπως η κριτική ανάλυση και η ενσυναίσθηση, τα οποία είναι απαραίτητα για τη μάθηση σε οποιαδήποτε ηλικία».

Και γι’ αυτό επίσης υπάρχει όρος της νευροεπιστήμης: λέγεται «γνωσιακή ανυπομονησία» κι αφορά στην αδυναμία των νέων, κυρίως, αναγνωστών να διαβάζουν μακρύτερα, πιο πυκνά και πιο δύσκολα κείμενα, όπως λόγου χάρη την κλασσική λογοτεχνία του 19ου και του 20ού αιώνα.

Ο νευροεπιστήμονας Ζιμινγκ Λιου από το πανεπιστήμιο του Σαν Χοσέ διεξήγαγε μια σειρά μελετών που δείχνουν ότι ο «νέος κανόνας» στο διάβασμα είναι ακριβώς αυτό το skimming, όπου ο αναγνώστης εντοπίζει συγκεκριμένες λέξεις μέσα σε ένα πυκνό κείμενο. Με άλλα λόγια, δεν έχουμε πλέον τον χρόνο να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα, τα συναισθήματα και την ομορφιά ενός κειμένου.

«Η κριτική ανάλυση, η ενσυναίσθηση και άλλες βαθιές διαδικασίες ανάγνωσης έγιναν οι ακούσιες «παράπλευρες ζημιές» της ψηφιακής μας κουλτούρας», επισημαίνει η Βολφ, προσθέτοντας πως «η νέα αυτή διαδικασία δεν αλλάζει ριζικά μόνο το περιεχόμενο αυτού που διαβάζουμε, αλλά κυρίως τον λόγο για τον οποίο διαβάζουμε. Και προκαλεί ατροφία της κριτικής ανάλυσης και της ενσυναίσθησης που με την σειρά τους επηρεάζουν την ικανότητά μας να περιηγούμαστε μέσα σε ένα περιβάλλον συνεχόμενης πληροφορίας. Κι αυτό είναι κάτι που στην πορεία θα προκαλέσει άλλα προβλήματα, όπως το να μας καταστήσει ευάλωτους σε ψευδείς πληροφορίες και δημαγωγία».

Υπάρχει λύση σε αυτόν τον περίπλοκο γρίφο της νευροεπιστήμης; Κατά την επιστήμονα, ναι.

«Πρέπει να καλλιεργήσουμε ένα νέο είδος εγκεφάλου: έναν «αμφίδρομο» εγκέφαλο ανάγνωσης ικανό για τις βαθύτερες μορφές σκέψης είτε σε ψηφιακά είτε σε εκτυπωμένα μέσα. Πολλά εξαρτώνται απ’ αυτό, όπως λόγου χάρη η ικανότητα μας να διακρίνουμε την αλήθεια σε μια δημοκρατία και την ικανότητα των παιδιών και των εγγονιών μας να εκτιμούν την ομορφιά σε ένα κείμενο. Αλλά και την δική μας ικανότητα να φτάσουμε στη γνώση και τη σοφία που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση μιας καλής κοινωνίας», καταλήγει με νόημα η Βολφ.